Αυτό είναι ένα μυστήριο που δεν έχει λυθεί ακόμα και δεν θα λυθεί ίσως ποτέ. Υπάρχει από καταβολής θεάτρου – πόσο μάλλον του μεταγενέστερου κινηματογράφου;-και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την αποτυχία ενός άψογου έργου. Εντάξει, να μην μπορεί να προβλέψει εκ των προτέρων την αποτυχία. Να μην μπορεί , όμως, να την εξηγήσει κι εκ των υστέρων;
Κάποτε, όταν δίδασκα στις Σχολές, έλεγα στους σπουδαστές μου, πως το «Ευαγγέλιο» είναι ο ορισμός της τραγωδίας , όπως διατυπώνεται από τον Αριστοτέλη κι αν εξετάσεις κάθε έργο, ΟΛΑ τα έργα, από το πιο βαθύ και σύνθετο ως το πιο επιφανειακό κι ανάλαφρο, με βάση τον ορισμό, μπορείς να εξηγήσεις τα πάντα.
Στην περίπτωση αυτής της ταινίας του Στίβεν Φρήαρς δυσκολεύομαι.
Η ταινία έχει ΘΕΜΑ, έχει ΗΡΩΑ, έχει υπαρκτό γεγονός, είναι γραμμένη με εκπληκτικό πλέξιμο της ιστορίας, ο ήρωας είναι ολοκληρωμένος όσο λίγοι και εξετασμένος πρισματικά όπως πρέπει στα ολοκληρωμένα δημιουργήματα. Οι ηθοποιοί είναι συγκλονιστικοί. Ιδίως ο ΜΠΕΝ ΦΟΣΤΕΡ, ένας ηθοποιός που ξεχώρισα όταν το είδα στο remake του γουέστερν «Το τελευταίο τραίνο για τη Γιούμα» με τον Ράσελ Κρόου αλλά και στο «The messenger». Και τι ρολάρα έχει;
Ο Μπεν Φόστερ επιλέχτηκε από τον Φρήαρς να παίξει τον Λανς Αρμστρονγκ, τον διάσημο ποδηλάτη που πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Χρυσά Μετάλλια στις διεθνείς ποδηλασίες, αστέρι στο TourdeFrance, κτυπήθηκε από καρκίνο, πήγε στον Αδη και γύρισε, συνήλθε με τα φάρμακα, τα μετεξέλιξε σε «ντόπινγκ», κατηγορήθηκε για ντόπινγκ, μπλέχτηκε σε βρώμικες υποθέσεις, τον ξεσκέπασαν οι «Times», κι αυτοί όχι με απολύτως καθαρές μεθόδους, ίντριγκες, παγίδες, παίχτηκε κυνήγι γάτας και ποντικού, τελικά το είδωλο αποκαθηλώθηκε με πολύ βάναυσο τρόπο κι αποδεδειγμένη ενοχή.
Ο Στήβεν Φρήαρς με το εκπληκτικό σενάριο του εξαίρετου διασκευαστή ΤΖΟΝ ΧΟΟΥΤΖ (δικό του ήταν και το «Trainspotting» που του είχε δώσει υποψηφιότητα για το Οσκαρ) φτιάχνει τον πιο σύνθετο ήρωα που έχουμε δει στα τελευταία χρόνια, ένα ΚΡΑΜΑ κι όχι ΜΕΙΓΜΑ, απατεώνα και ήρωα, θύτη και θύματος, και πετυχαίνει το ακατόρθωτο , να τον αποκαθηλώνει ηρωοποιώντας τον και να τον ηρωοποιεί ως δραματικό πρόσωπο την ώρα που τον κατακρημνίζει.
Και ταυτόχρονα, όλο αυτό να το υποστηρίζει κινηματογραφικά με τον πιο αψεγάδιαστο τρόπο, με το ευνοϊκό για την περίσταση μοντάζ του ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΠΟΝΕΛΙ και με την «ντοκυμαντερίστικη» φωτογραφία του πολυεδρικού ΝΤΑΝΥ ΚΟΕΝ και με εκπληκτικές ερμηνείες των supportingηθοποιών στους οποίους έχουν προσφερθεί εκπληκτικοί ρόλοι, αρχής γενομένης από τον ΚΡΙΣ Ο’ΝΤΑΟΥΝΤ που παίζει τον «ανταγωνιστή», τον δημοσιογράφο των «Times» ως τον ΓΚΙΓΙΟΜ ΚΑΝΕ στο ρόλο του Φεράρι και πλήθος ενδιάμεσων ερμηνευτών.
ΚΙ όλα προσπεράστηκαν. Γιατί;
Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσα να δώσω είναι το θέμα της κάθαρσης. ΚΙ από πού έρχεται. Στο ότι πιθανόν να περιμένουμε την κάθαρση να έρθει για τον ταλαιπωρημένο Λανς Αρμστρονγκ, που τόσο κακολογήθηκε, τόσο σημαδεύτηκε, τόσο πάλεψε και τόσο αγωνίστηκε με την εξυπνάδα του και την ευφυία του, στοιχεία που μας τον κάνουν συμπαθητικό κατά την εκτύλιξη του μύθου, και τελικώς να βλέπουμε να δικαιώνονται ο δημοσιογράφος που δεν τον έχουμε πάρει με καλό μάτι στη διάρκεια της ταινίας, που μάλλον μας είναι αντιπαθής και ο ξεκάθαρα αντιπαθής χαρακτήρας που ερμηνεύει ο ΝΤΑΣΤΙΝ ΧΟΦΜΑΝ και τελικώς αυτοί να δικαιώνονται.
Είναι η μόνη εξήγηση που μπορώ να δώσω και στο πως μπορεί να «κλωτσάνε» οι θεατές. Αν ισχύει αυτό, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά για μια ακόμα φορά ο ορισμός του Αριστοτέλη, ακόμα κι αν δεν είναι «ορατός» όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ισως αυτή να είναι κι η εξήγηση που δεν το πρόκριναν κι οι Ακαδημίες και δεν έφτασε και στα Οσκαρ, του βρήκαν ελλιπέστατη και προβληματική την κάθαρση, έτσι όπως ήταν δομημένο το έργο. Κι όταν συμβεί κάτι τέτοιο, τους παίρνει όλους η μπάλα, προσπερνιούνται και τα όποια επί μέρους επιτεύγματα όταν απορριφθεί ένα σύνολο. Διότι μια «λανθασμένη» κάθαρση αποδυναμώνει κι όλο το προηγηθέν.
Όπως και να έχει, με στενοχώρησε αυτή η άκαρδη υποδοχή της ταινίας, όπως μου συνέβη το ίδιο και με τη «ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ» του ΡΟΜΠΕΡΤ ΖΕΜΕΚΙΣ, που στην προσωπική μου λίστα έχουν καταγραφεί ως οι δύο πιο «αδικημένες» ταινίες της χρονιάς που πέρασε.
Φυσικά και κάθε χρόνο , από καταβολής σινεμά και θεάτρου, συναντάμε ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΑ έργα αλλά όταν αυτά μας έχουν αγγίξει, πονάμε μαζί τους.
Κατά τα άλλα, ΕΞΗΓΗΣΗ υπάρχει πάντοτε αρκεί να είναι σε θέση να τη δει κανείς ή και να θέλει να τη δεί.