Ξεκινώ, όμως, από το πρώτο επειδή πολλές φορές τα βάζουμε με μια ταινία ενώ άλλος είναι ο στόχος.
ΚΙ ο στόχος ξεκινά, όταν πρόκειται για γαλλικό προιόν κι ειδικά για τις εκδηλώσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου, προς εκείνους που υπερβάλλουν και που νομίζουν ότι με την υιοθέτηση κάθε τι γαλλικού, αυτομάτως ανέβηκαν σκάλες στην ιεραρχία του «καλού γούστου», της «γαλλικής κουλτούρας», στην ουσία του εκπεμπόμενου φιλογαλλικού «σουσουδισμού». Μια κατηγορία είναι αυτοί, μια άλλη είναι εκείνοι που θέλουν να αντιδράσουν σε αυτό και στις «δημόσιες σχέσεις» (ας το πούμε κομψά και με…. γαλατική ευγένεια) κάποιων άλλων που επιδιώκουν την εύνοια είτε του Γαλλικού Ινστιτούτου που διοργανώνει την εκδήλωση για 17η χρονιά είτε των ανθρώπων που σχετίζονται με το Γαλλικό Ινστιτούτο και επιδιώκουν να αποδομήσουν.
Ας αφήσουμε τις ταινίες απέξω από αυτή τη «δίνη».. Ετσι κι αλλιώς οι ίδιοι οι Γάλλοι διέψευσαν πέρσι
πολλούς από αυτούς που ψάλλουν «ωσανά» όταν προσπέρασαν όλες τις δικές τους ταινίες, ακόμα κι εκείνη που είχε πάρει στις Κάννες τον «Χρυσό Φοίνικα», το «Dheepan» του Ζακ Οντιαρ , κι επέλεξαν να τους εκπροσωπήσει στα Οσκαρ ένα…. τουρκικό φιλμ, οι« ατίθασες», με μόνο γαλλικό άλλοθι την γαλλική χρηματοδότηση.
Με απλά λόγια, οι Γάλλοι γνωρίζουν καλύτερα από τους «ωσανάδες» τους, τις δυνάμεις τους και τις αδυναμίες τους και φυσικά τιμούν το αμερικάνικο σινεμά, παλιό και σύγχρονο.
Το γαλλικό σινεμά έχει μεγάλη παράδοση στο αστυνομικό είδος. Ωστόσο, το «ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΓΝΩΣΤΟ DNA» δεν ακολουθεί την γαλλική, αστυνομική παράδοση αλλά την αμερικάνικη, εκείνη που έχει έρθει κυρίως από τις ταινίες του Ντέηβιντ Φίντσερ ή του Ουίλιαμ Φρίντκιν πιο παλιά… κλπ, κλπ.
Αυτό δεν είναι καθόλου αθέμιτο, κάθε άλλο. Παρακολουθούσα τις προάλλες μια παλιά αμερικάνικη ταινία, ξεχασμένη σήμερα, την «Καυτή πέτρα» (Thehotrock) του Πίτερ Γέητς, παραγωγής 1972, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Τζορτζ Σήγκαλ (θα γράψω κάποια ώρα για αυτήν στα «Ξεχασμένα» του PANTIMO.GR) και συνειδητοποιούσα πόσο μου θύμιζε γαλλικές εύθυμες αστυνομικές περιπέτειες της φιλμογραφίας του Μπελμοντό. Ναι, το ποιος αντέγραφε ποιόν είναι μια ανοησία διότι κανείς δεν αντιγράφει ωστόσο ανταλλάσσουν δάνεια. Κι επιρροές. Οι κονδυλοφόροι είναι που ενίοτε δεν το καταλαβαίνουν και γεμίζουν τις στήλες τους εκτοξεύοντας αβάσιμες κατηγορίες.
Στο «ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΓΝΩΣΤΟ DNA», τα πάντα είναι «αμερικάνικα». Τόσο ως υπόθεση όσο κι ως θέμα αλλά κι ως εμμονή στο based on a true story, που τα τελευταία χρόνια στους Αμερικάνους προσωπικά με εκνευρίζει πάρα πολύ, σαν να υποτιμάται η σεναριακή επινόηση, και στο φινάλε που μας ενημερώνουν για διάφορα στατιστικά στοιχεία γύρω από το ζήτημα που έθιξε το φιλμ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε αληθινό γεγονός που αφορά σε κεφάλαιο της γαλλικής εγκληματολογίας, στην πρώτη εξιχνίαση εγκλήματος μέσω εξέτασης DNA, ή μάλλον μέσω επισημοποίησης του DNA, που ως πριν δεν το δέχονταν..
Παρακολουθούμε μια δίκη και με flash-back την αστυνομική έρευνα, όπου ένας μαύρος , ο Γκύ Ζορζ είναι που δικάζεται για σωρεία εγκλημάτων με θύματα νεαρές γυναίκες όπου όλοι οι φόνοι, έχουν γίνει με τον ίδιο βάρβαρο τρόπο. Το έργο μας πάει παράλληλα. Δίκη στο παρόν, έρευνα του κάθε φόνου χωριστά στο παρελθόν.
Καλομονταρισμένο, καλογραμμένο, δεν μας μπερδεύει ποτέ. Και μας κρατάει σε ένταση αλλά και σε μια αγωνία για το υπεραγαπημένο ερώτημα κάθε λάτρη του αστυνομικού είδους «ποιος είναι ο δολοφόνος;». Με φωτογραφία κι ατμόσφαιρα αλά Φίντσερ, σκοτεινές διαθέσεις, ντεκόρ ανάλογα όπου πρυτανεύει η μουντάδα-προπάντων στους χώρους της Αστυνομίας.
Μόνο που κάποια στιγμή συναισθανόμαστε ότι σαν να μας επαναλαμβάνει ως σεναριακή δομή τα ίδια και τα ίδια. Σαν να μην ξεκολλάει η υπόθεση. Παρά το γεγονός ότι ανακατεύονται τόσοι φόνοι άρα και τόσα περιστατικά, δεν έχουμε έμφαση στην παράλληλη πλοκή. Τότε είναι που οι πιο «τολμηροί» κι «ασεβείς» προς τους Γάλλους, σκέφτονται πως στα ανάλογα αμερικάνικα μιλάμε για τα καλά του είδους- αυτονόητο, έτσι;) θα υπήρχαν τροπές κι ανατροπές. Μοιάζει τόσο πολύ με τα αμερικάνικα ώστε η σύγκριση γίνεται αυθορμήτως αναπόφευκτη υπέρ εκείνων. Κι αν δεν είχαμε τροπές κι ανατροπές, θα είχαμε προεκτάσεις του θέματος στη ζωή των ηρώων ώστε να αποκτούν βάρος οι χαρακτήρες. Πχ ο ρόλος του νεαρού αστυνομικού που τον παίζει ο ΡΑΦΑΕΛ ΠΕΡΣΟΝΑΖ με το συμπαθητικό πρόσωπο το οποίο δεν αφήνει ασυγκίνητο τον φακό, που μας επισκέφτηκε κόλας και παρέστη και στην προβολή και μας χαιρέτησε ευγενέστατα στα ελληνικά, του οποίου η μαμά είναι μεταφράστρια ελληνικής ποίησης με εξειδίκευση στον ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ, μου θύμισε τον χαρακτήρα του Ερικ Μπάνα στο «Μόναχο». Και τι σεναριακές διαφορές. Ο αποτροπιασμός των εγκλημάτων στην υπόθεση που έχει αναλάβει και το γεγονός ότι η κοπέλα του φέρνει στον κόσμο, κατά τη διάρκεια των ερευνών και των εγκλημάτων, δύο κοριτσάκια, θαρρείς και δεν παρεισφρέει στη ζωή του, δεν του γίνεται ακόμα πιο αγχωτικό το ζήτημα πως ο δολοφόνος σκοτώνει κορίτσια και πως τώρα εκτός από αστυνομικός είναι και πατέρας. Την αφήνει την ευκαιρία αδούλευτη. Ενώ στο «Μόναχο» πόσο επηρέαζε τον πράκτορα της Μοσάντ που πάει να καθαρίσει εχθρούς και μπαίνει ο ίδιος σε κίνδυνο την ώρα που στο σπίτι η γυναίκα του φέρνει στον κόσμο ένα παιδί.
Οι σκηνές του δικαστηρίου είναι κι αυτές ενδιαφέρουσες στις αναφορές γύρω από παλιό σινεμά, όπως η θετή μάνα που θυμίζει μια σαν Σιμόν Σινορέ με τον υιοθετημένο μαύρο γιό για κατηγορούμενο… Σαν μια άλλη… «Μαντάμ Ροζα»… Ο ρόλος του κατηγορούμενου είναι πιο εντυπωσιακά γραμμένος, του προσφέρει μελοδραματικές κορυφώσεις και δεν είμαι καθόλου ενάντιος. Αυτό έλειπε, να πάμε στο σινεμά και να μην αισθανθούμε. Επίσης μου άρεσε πολύ η ΝΑΤΑΛΙ ΜΠΕΙ, μόνο που όπως παρατήρησε εύστοχα μια ΓΑΛΛΟΦΙΛΗ (κι έχει σημασία!_ της παρέας μας, «περισσότερο την έχουν κάνει να μιλάει σαν ψυχολόγος παρά σαν δικηγόρος». Η γαλλική παρέμβαση στο αμερικάνικο είδος- σχολιάζει ο γράφων.
Πάντως ο σκηνοθέτης ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΤΕΛΙΕ δείχνει πολύ ικανός, από τεχνικής απόψεως και στην όλη σκηνοθεσία, πέρα από τα επιτεύγματα σε ρυθμό κι ατμόσφαιρα, που ανέφερα και πιο πάνω, υπάρχει ένα ακόμα, που είναι και το μεγαλύτερο : Ο ΗΧΟΣ. Είτε ως μίξη κι επιλογές είτε ως ηχητικό μοντάζ. Υπάρχουν σκηνές που πραγματικά ο ήχος αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, να πετύχει ένταση, παραζάλη, κατάσταση και φαίνεται ολοκάθαρα πως αυτός ο ήχος είναι «σκηνοθετημένος», είναι επένδυση του σκηνοθέτη σε αυτόν, είναι μια εξαιρετική δουλειά.