Ο Τζων Λε Καρέ καταπιάνεται σε αυτό το έργο του με τους σύγχρονους εμπόρους όπλων. Και λέει μερικά φοβερά πράγματα για το ποιοι είναι αυτοί που τους «προστατεύουν» και για το πόσο θεωρούν σημαίνουσα την παρουσία τους ώστε να κάνουν την βρομοδουλειά ενώ οι κυβερνήσεις των μεγάλων χωρών (διότι περί αυτών πρόκειται κι ο Λε Καρέ δεν διστάζει να κατονομάσει την ΑΓΓΛΙΑ και τις ΗΠΑ) θα πουν μερικά υποκριτικά λόγια, όταν έρθει η στιγμή, εναντίον της τρομοκρατίας ενώ παρασκηνιακά είναι αυτές που όχι μόνο έχουν κινήσει τα νήματα αλλά κι έχουν κατασκευάσει τον έμπορο των όπλων ο οποίος έχει φτιάξει όχι απλώς δικό του στρατό αλλά ολόκληρο....βασίλειο
Αυτά ως προς το περιεχόμενο και το μήνυμα.
Εδώ όμως έχουμε ένα έργο κατασκοπικό. Το οποίο καταλήγει σε αυτό το νόημα με εκείνο τον τρόπο που ξέρουν να καταλήγουν τόσο ο Τζων Λε Καρέ ως κορυφαίος, ιδίως όταν βρίσκεται στις καλές του ώρες, όπως κι οι λοιποί προικισμένοι συγγραφείς κατασκοπικών μυθιστορημάτων: Μέσα από μια εξαιρετικά περιπεπλεγμένη ίντριγκα, μέσα από κέντημα πλοκής, από το οποίο αναδεικνύονται χαρακτήρες ενώ η αγωνία, το ενδιαφέρον αλλά κι η περιέργεια του αναγνώστη και νυν θεατή διαρκώς ερεθίζονται.
Το γράψιμο του εδώ θυμίζει , ως προς ένα κύριο εύρημα, την «Μικρή τυμπανίστρια». Και σε εκείνη και σε τούτο, πρόκειται για «ρόλο» που γράφουν οι παρασκηνιακές δυνάμεις σε κάποιον ώστε να τον υποδυθεί στη ζωή. Στη «Μικρή τυμπανίστρια» (που ως ταινία τη θεωρώ περισσότερο «παρεξηγημένη» και λιγότερο «αποτυχημένη») η ηρωίδα ήταν ηθοποιός και της έγραφαν ένα ρόλο για να τον υποδυθεί στη ζωή και να εισχωρήσει στις ομάδες των Παλαιστινίων.
Στον «Νυχτερινό μάνατζερ», που βασικά είναι ρεσεψιονίστ ξενοδοχείου νυχτερινής βάρδιας, του γράφουν ρόλο ώστε να απαρνηθεί το χτες του και να κερδίσει την εμπιστοσύνη ενός πανάκριβου ξενοδοχειακού πελάτη, που είναι έμπορος όπλων . Ώστε να τον πείσει πως μπορεί να του γίνει απαραίτητος και να προσληφθεί από αυτόν.
Ο ήρωας μας δεν είναι «λουλούδι». Εχει παρελθόν στο Ιράκ, συνεργάζεται με μυστικές υπηρεσίες κι έχει και προσωπικό λόγο διότι ερωτεύτηκε μια πόρνη που τη σκότωσαν βιαίως η οποία είχε προλάβει να του εμπιστευτεί κάποιες πληροφορίες.
Από εδώ και μετά αρχίζει να πλέκεται η ίντριγκα η οποία μας κρατά με την ανάσα κομμένη και τη διαδικασία απόλαυσης στα ύψη όπου ξεκινάμε από την Αίγυπτο, μεταφερόμαστε στις ελβετικές Αλπεις, πάμε Μαγιόρκα, περνάμε από Μαδρίτη, φτάνουμε Κωνσταντινούπολη, κατεβαίνουμε στη Νοτιο-ανατολική Τουρκία ενώ κάνουμε κι ενδιάμεσες σκάλες σε Λονδίνο και Ουάσινγκτον (η τελευταία περιορίζεται σε πλατό…).
Δεν θέλω να πω τίποτε παραπάνω από την υπόθεση διότι το σενάριο είναι γραμμένο με σοφό τρόπο: Σε κάθε επεισόδιο ακολουθούνται οι κανόνες του αυτοτελούς σεναρίου ενώ πρόκειται για έργο συνεχείας. Τι εννοώ; Ότι κάθε φορά, στον κεντρικό ήρωα μπαίνουν καινούργια εμπόδια ως προς το να τον οδηγήσουν στο φινάλε επεισοδίου που το σενάριο έχει ορίσει και που το φινάλε είναι για να κλιμακώσει την αγωνία για το επόμενο ενώ η ιστορία διαρκώς εξελίσσεται,. Τίποτε δεν επαναλαμβάνεται, όλα είναι ζυγισμένα με «βασανιστικό» τρόπο, περιττή σκηνή δεν υπάρχει αλλά και δεν υποφέρουμε ούτε μια στιγμή από υπερπληροφόρηση.
Όπως το σενάριο, έτσι κι η όλη παραγωγή κινείται πιο πολύ με τους κανόνες του κινηματογράφου, μιάς διεθνούς κατασκοπικής παραγωγής και το BBC, όπως και η RAI, επιβεβαιώνουν πως σινεμά και τηλεόραση για αυτούς είναι πλέον κάτι σαν ένα πράγμα, πως η μόνη διαφορά είναι σε ποιο μέσο θα κάνει πρεμιέρα ένα έργο.
Όπως συμβαίνει και με τη Δανία για την οποία έχω μιλήσει πολλές φορές και θα το κάνω ξανά. Κι εκεί, στις πανεπιστημιακές σπουδές τους, σινεμά και τηλεόραση είναι ένα πράγμα.
Η Σουζάνε Μπίερ αποδεικνύει το βάθος των γνώσεων της και το εύρος του κινηματογραφικού ταλέντου της. Το έχει αποδείξει με τα κινηματογραφικά δράματα της και με τα σενάρια της πόσο βάρος δίνει στον μύθο και πως ξέρει να σκηνοθετεί την πλοκή, την υπόθεση και τους χαρακτήρες αφού προηγουμένως τα έχει δουλέψει σεναριακά, ανεξαρτήτως αν το σενάριο το έχει γράψει η ίδια είτε μόνη της ή με συνεργάτη ή κι αν είναι έργο άλλου, όπως στην περίπτωση εδώ του Τζων Λε Καρέ. Η σκηνοθεσία της είναι εκπληκτική, είναι αυτό που δεν θα καταλάβουν ποτέ όλοι όσοι δεν έχουν δει σινεμά και φαίνεται από το ποιούς νομίζουν ότι πρέπει να επιλέξουν για «μεγάλους» σκηνοθέτες όταν τους τίθενται ανάλογα ερωτήματα. Όπως υπάρχει το μοντάζ που δεν φαίνεται, υπάρχει κι η σκηνοθεσία που δεν φαίνεται αλλά είναι αυτή που κάνει ωραίο το έργο. Η Σουζάνε Μπίερ δίνει ρέστα εδώ με τα κοντινά πλάνα της και με το πότε τα επιλέγει, αφού η ίντριγκα, η αγωνία και το μυστήριο, περνούν μέσα από τα διφορούμενα πρόσωπα και με την καταγραφή της ερμηνείας του κάθε ηθοποιού, στις σκηνές που πρέπει να δείξει μέσα από το πρόσωπο τις κρυμμένες προθέσεις και τα ανειλικρινή (όχι πάντα!) συναισθήματα, η σκηνοθέτης βάζει πλατιά υπογραφή. Τι ωραία που τους τα μαθαίνουν εκεί.
Και βλέπουμε τελικά, όχι μόνο το BBC με την Μπίερ αλλά και οι ιδιώτες εσχάτως, όταν έχουν να κάνουν με Τζον Λε Καρέ, σε Σκανδιναβούς καταφεύγουν. Θυμόμαστε και το ¨Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλυ» όπου είχαν καλέσει τον Σουηδό Τόμας Αλφρεντσον. Δεν είναι τελικά τυχαίο. Τους ζητούν για τη φρέσκια ματιά τους στην ανανέωση του είδους, τη στιγμή που στις σκανδιναβικές χώρες παρατηρείται άνθηση τα τελευταία χρόνια στην αστυνομική λογοτεχνία και στο θρίλερ ως κινηματογραφικό είδος.
Στην περίπτωση της Μπίερ, αυτό που πετυχαίνει με τους ηθοποιούς σε αυτή τη μίνι σειρά είναι από μόνο του μια αυτόνομη απόλαυση, πόσο μάλλον που γίνεται μέρος μιάς συνολικής: Ο ΤΟΜ ΧΙΝΤΛΕΣΤΟΝ, στο ρόλο του τίτλου βάζει πολύ υψηλή παρακαταθήκη ή αν θέλετε, βάζει ψηλά τον πήχη. Είναι ρόλος με παρουσία κι ερμηνεία, είναι έτοιμος για εκτόξευση. Θα τολμούσα να τον σκεφτώ ακόμα και για νέο Μποντ. Χωρίς να είναι «ωραίος» με την…. Απολλώνια έννοια , καταφέρνει να γοητεύει, επειδή του το ζητά κι ο ρόλος, χάρη στο θερμό του παίξιμο, το οποίο μπορεί και «συλλαμβάνει» ο κινηματογραφικός φακός. Εδώ είναι που φαίνεται κι η αξία της Μπίερ, ως σκηνοθέτη. Του το είχε πετύχει σε ένα μικρότερο βαθμό και με πολύ πιο περιορισμένο αποτέλεσμα κι ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο στον «Πορφυρό λόφο» αλλά εδώ , επειδή κι ο ρόλος είναι «άλλος» κι επειδή ο ηθοποιός έρχεται με μιά πείρα παραπάνω κι επειδή είναι κι η ικανή Δανέζα που τον σκηνοθετεί, όλα γίνονται σε άλλο επίπεδο.
Ο ΧΙΟΥ ΛΟΡΙ μου έκανε εντύπωση στο πως και πόσο έλεγχε την «ανέκφραστη μάσκα» στην οποία έχει μια ροπή και λόγω προσώπου αλλά και συγκεκριμένου «φλέγματος», και πως με τη φαινομενικά ανέκφραστη εδώ φυσιογνωμία καταφέρνει και περνά στο θεατή το απειλητικό μήνυμα του, μια και παίζει τον καταχθόνιο έμπορο όπλων. Ηταν εξαιρετικός. Κι έχει κρατήσει (του έχουν κρατήσει) ένα ξέσπασμα για το τέλος, σε μια εκπληκτική σκηνή κι αρκετά πρωτότυπη , στην οποία ολοκληρώνει θεαματικά το ρόλο του.
Υπάρχει και μια γυναίκα ηθοποιός που σημειώνεται, η ΟΛΙΒΙΑ ΚΟΛΜΑΝ, που παίζει την έγκυο πρακτόρισσα, δανεισμένο εύρημα από την έγκυο μπατσίνα της ΦΡΑΝΣΕΣ ΜΑΚ ΝΤΟΡΜΑΝΤ στο «Fargo» των Κοέν η οποία φτιάχνει εδώ κάτι απόλυτα δικό της. Την Κόλμαν την έχουμε δει και στον «Αστακό» του Λάνθιμου.
ΚΙ υπάρχει και μια δίμετρη θεά, τη λένε ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΝΤΕΜΠΙΚΙ, η οποία τα καταφέρνει και στην ηθοποιία κι η οποία ( μαζί με την Ολγα Κυριλένκο) μπορεί να ανέβει πιο ψηλά, ο φακός της δίνει «βλέψεις» για το μέλλον.
Να μη μιλήσω για ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ και για set, που κάνει βόλτα τη μισή Υφήλιο, να μην πω για τη φωτογραφία… είπαμε πως τα στάνταρντς της παραγωγής είναι επιπέδου.
Ως λάτρης του ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΟΥ είδους υποκλίνομαι κι ως κριτικός τους σφίγγω το χέρι.