Μιλάμε για εξαιρετική ταινία από όπου κι αν την πιάσει κανείς.
Ξεκινάμε από την Αργεντινή, το τανγκό, το Μπουένος Αιρες, τις τανγκερίες και τις μιλιόνγκες όπου μας μεταφέρει η ταινία και επί μιάμιση ώρα μας ξετρελαίνει. Οποιος δεν έχει πάει στο Μπουένος Αιρες θέλει να κλείσει εισιτήριο αύριο το πρωί, όποιος το έχει επισκεφτεί ξαναβρίσκεται εκεί, θυμάται κι ονειρεύεται να ξαναπετάξει. Τις έχω ζήσει τις τανγκερίες του Μουένος Αιρες, κάτι λιγότερο από ενάμιση μήνα που έμεινα εκεί (διότι πέρασα και κάποιο διάστημα στο Μοντεβιδέο, στην Ουρουγουάη) τις επισκεπτόμουν σχεδόν καθημερινώς, σε μία από αυτές έκανα και «ρεβεγιόν» Χριστουγέννων. Τα ξανάζησα ΟΛΑ! Σαν να με άρπαξαν από τους ώμους και με ξανάριξαν εκει. Περνώντας με από τους αγαπημένους δρόμους και τις αχανείς λεωφόρους του Μπουένος….
Ο ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΚΟΠΕΣ κι η ΜΑΡΙΑ ΝΙΕΒΕΣ είναι ίσως το πιο θρυλικό ζευγάρι του τανγκό στην Αργεντινή, χόρεψαν μαζί για 50 χρόνια. Εκείνος είναι σήμερα 83 ετών, εκείνη είναι 80. Μπροστά στο φακό ξετυλίγουν σιγά σιγά τη σχέση τους και κρατούν τον θεατή διαρκώς αναμμένο. Με το τανγκό να είναι πάντα παρόν, οι μελωδίες του να συνοδεύουν την ταινία ακόμα κι όταν, στις λίγες εκείνες σκηνές, δεν υπάρχει χορός.
Και αυτό που βλέπουμε είναι μια ερωτική ιστορία , από δύο ανθρώπους που συνυπήρξαν, αγαπήθηκαν, ανταγωνίστηκαν, μισήθηκαν, χώρισαν, μα πάνω από όλα ΧΟΡΕΨΑΝ. Το τανγκό τους ένωσε, το τανγκό τους χώρισε.
Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να μιλήσει κανείς για ωραία , μεθυστική ταινία.
Όμως τα πράγματα πηγαίνουν πολύ παραπέρα. Και κάνουν την ταινία ακόμα καλύτερη.
Πρώτο και σπουδαιότερο πως δεν έχεις διόλου την αίσθηση ότι βλέπεις ντοκυμαντέρ. Αντίθετα, αυτό που μας υποδεικνύεται είναι πόσο πολύ έχει εξελιχθεί το ντοκυμαντέρ ως είδος. Και θα ξαναπώ εκείνη την τραυματική εμπειρία μου , στο συνέδριο της Σάμου, πριν από καμιά 15αριά χρόνια, μια ιστορία που θα την επαναλαμβάνω όσο ζω, επειδή στη ζωή μου ντράπηκα, όταν ανέβηκε να μιλήσει μια Αμερικάνα ντοκυμαντερίστρια κι οι Ελληνάρες από κάτω των διαφόρων φορέων, την ΕΚΡΑΞΑΝ, επειδή η γυναίκα τόνισε ότι το ντοκυμαντέρ έχει κάνει βήματα μπροστά και πλέον η παρουσία του ΣΕΝΑΡΙΟΥ σε ένα ντοκυμαντέρ είναι απαραίτητη. Ότι το σενάριο γίνεται απαραίτητη προυπόθεση και για το ντοκυμαντέρ. Οι Ελληνάρες την έκραξαν ως «άσχετη», «αμόρφωτη» κλπ.Ω ναι διότι το ελληνικό ντοκυμαντέρ δεν έχει ακόμα ξεπεράσει, ακόμα κι όταν βρίσκεται σε ποιοτικές ώρες, την αρχαία περίοδο, με τα ωραία Γιάννενα, την όμορφη Αρκαδία και το τι παράγει η Μακεδονία ή Πελοπόννησος ή πόσοι μετανάστευσαν στη Γερμανία από κάποιο χωριό που ερήμωσε. Δεν ήξεραν οι δύστυχοι πως στο ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ καθιέρωναν βραβείο σεναρίου και για την κατηγορία του ντοκυμαντέρ και συμπεριφέρθηκαν με τν γνωστό τρόπο που συμπεριφέρεται πάντα η ΑΓΝΟΙΑ απέναντι στη ΓΝΩΣΗ, δηλαδή με την ΧΛΕΥΗ.
Ο ΒΜ ΒΕΝΤΕΡΣ όμως το ξέρει.
Ω ναι. Διότι το «Τελευταίο μας τανγκό» είναι παραγωγή του ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ και το έχει γυρίσει σκηνοθέτης γεννημένος μεν στο Μπουένος Αιρες αλλά σπουδαγμένος κι εγκατεστημένος στο Μόναχο, ο ΤΖΕΡΜΑΝ ΚΡΑΛ. Αυτό είναι το αμέσως επόμενο ΘΑΥΜΑ της ταινίας, ότι αυτή η αργεντίνικη αποθέωση που βλέπουμε, ζούμε, αισθανόμαστε, παθιαζόμαστε, μεθάμε, ερωτευόμαστε το κάθισμα του κινηματογράφου από το οποίο παρακολουθούμε την ταινία, αυτή όλη η αργεντίνικη «συμφωνία», δεν έχει να κάνει μόνο με Αργεντίνους αλλά και με Γερμανούς.
Δεν θα μιλήσω τώρα για το Βιμ Βέντερς, ο ποίος δείχνει μια τρομερή εξέλιξη στα τελευταία χρόνια ως ντοκυμαντερίστας, σαν να έχει βρει σε αυτό το είδος το δρόμο του – εξού και δεν ασχολούνται πιά μαζί του οι κριτικο-θεωρητικοί του κατευθυνόμενου διότι δεν είναι σε θέση να τον αναλύσουν- μας αφήνει κατάπληκτους από ταινία σε ταινία. Κι οι ντοκυμαντερίστικες του εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό από τη Λατινική Αμερική-κατά ένα περίεργο τρόπο., Α, ο Βέντερς, αναγνωρίζει κι εφαρμόζει κι ο ίδιος, παίζοντας συχνά το ρόλο, την αξία και τη συμβολή του ΠΑΡΑΓΩΓΟΎ στον κινηματογράφο.
Εδώ τι να πρωτοθαυμάσουμε; Τον Βέντερς ως παραγωγό; Τον Τζέρμαν Κραλ ως σκηνοθέτη; Το τανγκό της Αργεντινής ή το πάθος του ζευγαριού; Ε, ΟΛΑ ΜΑΖΙ κι είμαστε μέσα.
Διότι σε αυτό το ντοκυμαντέρ, όπως και σε πολλά των τελευταίων χρόνων το σενάριο ΦΩΝΑΖΕΙ. Επαναλαμβάνω ότι νομίζουμε πως βλέπουμε ταινία μυθοπλασίας. Με όλα τα στοιχεία ενός μιούζικαλ και μάλιστα πρώτης γραμμής, σαν το έχει κάνει ο ΒΙΝΤΣΕΝΤΕ ΜΙΝΕΛΙ. Σαν εξελιγμένος Μινέλι μοιάζει ώρες και στιγμές το έργο κι όχι σαν ντοκυμαντέρ.
Κι όμως, δεν είναι ούτε αυτό. Είναι κάτι πολύ παραπέρα. Είναι ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι που χώρισαν και δεν έχουν σχέση πιά μεταξύ τους και μιλούν στο φακό χωριστά ο ένας από την άλλη και τούμπαλιν , έχουν απέναντι τους τη ζωή τους να σκηνοθετείται με άτομα που χορεύουν ή κάνουν ακόμα και παντομίμα των όσων αφηγείται το πρόσωπο, σαν να έχουν εισβάλει στο παρελθόν τους, σαν να προβάλει ο φακός τα νιάτα τους. ΚΑΙ μπρεχτική αποστασιοποίηση-παρακαλώ! Τι άλλο πιά; Και με τι μοντάζ όλα αυτά, με τι συναίσθημα, με τι σκέψη, η δε ΜΑΡΙΑ ΝΙΕΒΕΣ θα μπορούσε να ήταν μια εκπληκτική ηθοποιός φαβορί για το Οσκαρ έτσι όπως βγαίνει στο φακό και μιλά για τα συναισθήματα που έζησε και για εκείνα που χόρεψε .Και το κρατά το τσιγάρο διαρκώς στην ταινία με ένα τρόπο που μόνο οι μεγάλες ντίβες του Χόλυγουντ και του παλιού γαλλικού σινεμά ήξεραν να το κρατάνε και να καπνίζουν με τόση άνεση κι άλλη τόση όρεξη. Τόσο ισχυρή είναι η αίσθηση πως δεν βλέπουμε ντοκυμαντέρ αλλά ένα κανονικό φιλμ.
Τι να πω για τη φωτογραφία, τι να πω για το ΟΛΟΝ. Θα πω απλώς ότι Δευτέρα του Πάσχα και το σινεμά ήταν γεμάτο. Σε ντοκυμαντέρ. Από αυτό που έκραξαν την Αμερικάνα οι Ελληνες ευνούχοι.
Και θα ζητήσω ΕΝΑ ΤΑΝΓΚΟ ΑΚΟΜΑ- όπως είναι κι ο αργεντίνικος τίτλος, άλλωστε..