Ιταλοί κι οι δύο σκηνοθέτες, κι ο Τζιανφράνκο Ρόζι που έκανε το «Φωτιά στη θάλασσα», κι ο ΓΙΟΝΑΣ ΚΑΡΠΙΝΙΑΝΟ που γύρισε το «MEDITERRANEA». Μόνο που τα «ιερατεία» των Φεστιβάλ που κατασκευάζουν auteurs και δεν έχουν ως ζητούμενο την ταινία, ενισχύουν τον πρώτο. Και τον βραβεύουν για το ΤΙΠΟΤΑ με «Χρυσή Αρκτο». Κάτι ανάλογο ισχύει και μεταξύ των δύο Τούρκων, Φατίχ Ακίν και Νουρί Μπιλγκέ Τσειλάν. Σπρώχνουν τον δεύτερο επειδή μέσω αυτού θα φανούν κι οι κριτικοί , τα δε Φεστιβάλ θα έχουν στήσει νέο «δημιούργημα». Ενώ με τον πρώτο, τι να κάνουν, τι να αναλύσουν, αφού τα έργα του μιλούν από μόνα τους οπότε ο κριτικός καλείται να έχει άλλο βάθος κινηματογραφικών γνώσεων . Το δε Φεστιβάλ θα έχει φτιάξει κάποιον που για να ισχύσει θα χρειάζεται τις «αναλύσεις» των κριτικών. Από μόνος του δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα.
Αυτό το κλασικό συνέβη με τις δύο αυτές ταινίες που κινούνται γύρω από το προσφυγικό.
Το «MEDITERRANEA» του ΓΙΟΝΑΣ ΚΑΡΠΙΝΙΑΝΟ δεν είναι ντοκυμαντέρ , είναι σκηνοθετημένο δράμα. Ως σκηνοθετημένο δράμα έχει πολύ πιο δυνατές εικόνες, πολύ μεγαλύτερη ουσία και επικεντρώνεται στο προσφυγικό κι όχι στο να μη ξέρει τι ακριβώς είναι.
Κι επιπλέον, μιλάμε για την πρώτη ταινία του νεαρού αυτού Ιταλού, ο οποίος έκανε πέντε μικρού μήκους όπως διάβασα στο βιογραφικό του κι αυτή εδώ είναι η πρώτη μεγάλου μήκους.
Ο νεαρός έχει γνώσεις, έχει κι ευαισθησία, έχει κι ανθρωπιά. Εχει γνώση των κανόνων του δράματος, έχει γνώσεις, όμως, και πάνω στο ντοκυμαντέρ αφού καταφέρνει να δώσει ύφος ντοκουμέντου και μάλιστα οι συγκεχυμένες πληροφορίες που διοχετεύτηκαν μέσω Τύπου και δημοσιευμένων σχολιασμών άφηναν την εντύπωση ότι πρόκειται για ντοκυμαντέρ.
Πρόκειται για ΔΡΑΜΑ ΜΕ ΥΦΟΣ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟΥ.
Οπου για τον κεντρικό ρόλο έχει διαλέξει αληθινό πρόσφυγα (μάλλον μετανάστη) τον οποίο βάζει να παίξει ρόλο που προφανώς βασίζεται σε βιώματα. Κι ο άνθρωπος αυτός λειτουργεί απόλυτα ως ηθοποιός κι επιπλέον τον θέλει κι ο φακός- εδώ επίσης βλέπουμε γνώση στην επιλογή, στο να πάρεις κάποιον ο οποίος να ανταποκρίνεται μεν στα βιώματα αλλά από την άλλη να διαθέτει και τα κινηματογραφικά προσόντα ώστε όλο αυτό να το ΔΩΣΕΙ. Λέγεται ΚΟΥΝΤΟΥΣ ΣΕΙΧΟΥΝ και ποιός ξέρει; Κάπως έτσι ξεκίνησαν ο ΝΤΖΙΜΟΝ ΟΟΝΣΟΥ κι ο ΟΜΑΡ ΣΥ… οι Αφρικανοί που ανακαλύφτηκαν στο Παρίσι, ο ένας από τον Σπήλμπεργκ κι ο άλλος από τους Γάλλους.
Εμείς οι θεατές βλέπουμε την ιστορία δύο ανθρώπων που ξεκίνησαν από την Μπουργκίνα Φάσο με προορισμό την Ιταλία. Τους πιάνουμε από την Αλγερία, από όπου ξεκινά το έργο. Από τη στιγμή που έχουν καταφέρει να φτάσουν στην Αλγερία- το προηγηθέν κομμάτι για την πατρίδα τους θα τι πληροφορηθούμε κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Τους βλέπουμε στην προσπάθεια να βρούν τρόπο να φύγουν από την Αλγερία και να πάνε στη Λιβύη, η οποία είναι ο δεύτερος ΣΕΝΑΡΙΑΚΟΣ σταθμός και μετά πλέον τους παρακολουθούμε στην εγκατάσταση- ο Θεός να την κάνει- στην Ιταλία. Και σε όλα όσα αντιμετωπίζουν εκεί. Για να βγάλουν χαρτιά, να φέρουν και την οικογένεια, στην εκμετάλλευση από τα αφεντικά, στις αφιλόξενες συμπεριφορές κάποιων αλλά και στις φιλόξενες διαθέσεις κάποιων άλλων.
Το δράμα, μας τους φέρνει κοντά τους ήρωες, τους γνωρίζουμε καλά, συμπάσχουμε, και ζούμε κινηματογραφικά τις εμπειρίες τους. Με απολύτως κινηματογραφικούς όρους ο νεαρός κινηματογραφιστής, που σπούδασε στην Αμερική όπως επίσης διάβασα κι έχει πάρει καλά μαθήματα γύρω από τη δομή σεναρίου , αφηγείται την ιστορία, σενάριο και σκηνοθεσία γίνονται ένα πράγμα κι επικεντρώνεται στο ανθρωπιστικό στοιχείο παρακάμπτοντας τη στείρα σχηματοποίηση. Αν κι είναι αναπόφευκτη, στο βαθμό που το θέμα αφορά σε πρόσφυγες ή σε μετανάστες που μπαίνουν λαθραία οπότε μοιραία κάποιοι θα θεωρούνται «καλοί» και κάποιοι άλλοι «κακοί» μια και ζητούμενο στο έργο είναι να δείξει τον αγώνα κάποιου για επιβίωση και για καλύτερη ζωή που δεν γίνεται δεκτός από μια κοινωνία στην οποία εισβάλει ως παράταιρος.
Αυτό είναι κι ένα ευρύτερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει το «προσφυγικό» στον κινηματογράφο, καθώς οι συνθήκες το οδηγούν στο να γίνει «είδος» και να αποφύγει να θεωρηθεί «μόδα» που είναι κι αυτό μοιραίο να συμβεί.
Θα αντιμετωπίσει καλλιτεχνικό ζήτημα διότι επειδή τώρα είναι που βράζει ως θέμα, δεν είναι κατασταλαγμένο άρα κάποιοι θα πάνε να επωφεληθούν. Είτε καλλιτέχνες είτε Φεστιβάλ και λοιποί. Από την άλλη, με απολύτως καλλιτεχνικούς όρους, έχει μεγαλύτερη ανάγκη τη μυθοπλασία κι όχι το ντοκυμαντέρ διότι αυτό το οποίο μπορεί να αξιοποιήσει ο κινηματογράφος είναι τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Ετσι θα μπορέσει να φέρει στον κινηματογράφο μια νέα θεματολογία. Ειδάλλως, αν περιμένει να συναγωνιστεί τις εικόνες πνιγμού και διασώσεων που δείχνουν τα ρεπορτάζ της TV, το παιχνίδι κινηματογραφικά είναι χαμένο. Τα ιερατεία θα υποστηρίζουν περιπτώσεις σαν του Τζανφράνκο Ρόζι με έργα που δεν «βλέπονται» (κακά τα ψέματα) και που δεν ελκύουν τον θεατή αφού στην TV και στις «Ειδήσεις» βλέπει πιο ανατριχιαστικές εικόνες. Ενώ η αφήγηση ανθρώπινων ιστοριών από το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα που είναι ίσως το Νο 1 ζήτημα της εποχής, μπορούμε να περιμένουμε πολλά ωραία πράγματα.
Το «Mediterranea»δείχνει το δρόμο. Μας είπε μια ανθρώπινη ιστορία, μας έδειξε ανθρώπινα διλήμματα, ο σκηνοθέτης το υποστήριξε με κινηματογραφικά μέσα, με υποβλητική φωτογραφία όπου κυριαρχούν τα νυχτερινά, τόσο στις σκηνές των χωρών της Βορείου Αφρικής όσο και της Ιταλίας ,ακόμα και στα ημερήσια πλάνα έδειξε καταχνιά κι όχι τη Μεσόγειο να λάμπει και να αστράφτει. Το υποστήριξε και με μοντάζ ουσιαστικό, το κλιμάκωσε με κανόνες δομής και το έκτισε προσβλέποντας σε κορύφωση όπου η σκηνή της οχλαγωγίας και των φυλετικών επιθέσεων είναι εξαίρετα γυρισμένη και με εκπληκτικό «κόψε»- «ράψε» από μεριάς μοντάζ.
Δεν είναι μεγάλο έργο, από μεριάς κινηματογράφου. Είναι, όμως, καλό δείγμα για κινηματογραφική αξιοποίηση ενός ζητήματος που ταλανίζει αυτή την εποχή τον Πλανήτη γενικώς, την Ευρώπη ειδικώς.