Και συνέβη διότι ο ΓΚΑΣ ΒΑΝ ΣΑΝΤ έχει κι αυτός μέρος της ευθύνης. Τα έργα του χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Τα καλά είναι εκείνα που υπάγονται στο «εμπορικό-ποιοτικό» (αν και δεν μου αρέσουν οι διαχωριστικές ταμπέλες) σινεμά. Δηλαδή το «Ο ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΓΟΥΙΛ ΧΑΝΤΙΝΓΚ», το «MILK» «ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΙΝΤΑΧΟ», ετούτο εδώ, το οποίο χωρίς να κατατάσσεται στα ισάξια εκείνων, πάντως είναι μια καλή ταινία. Τα άλλα είναι εκείνα στα οποία παίρνει τον εαυτό του ως auteur. Κι εκεί, γυρίζει κάτι «τέρατα», σαν το «GERRY», το «PARANOIDPARK» κι εκείνο το έκτρωμα που λεγόταν «ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ», μας κορόιδευε κατάμουτρα, σήμερα το έχουν ξεχάσει κι οι πέτρες, οι ΚΑΝΕΣ όμως, του είχαν δώσει για εκείνο εκεί, «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ».
Συνεπώς, ας πρόσεχε κι αυτός, διότι αποφάσισε να στείλει ή έστειλαν οι παραγωγοί, στις Κάνες τη «ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΔΕΝΤΡΑ» που δεν κατατάσσεται σε εκείνα για τα οποία θεωρείται auteur.
Τα «ιερατεία» έβγαλαν από πριν την κακή φήμη και τη διέσπειραν μέσω των πολλών κριτικών που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν το αντικείμενο που λέγεται κινηματογράφος αλλά γνωρίζουν τα τσιτάτα-συνταγής κάποιας κριτικής σχολής που παραμένει κυρίαρχη κι η οποία σχολή έχει περισσότερο να κάνει με ένα προκρούστη στον οποίο «κόβονται» όσοι δεν πληρούν τους όρους του auter-ισμού που είναι το ζητούμενο. Εκείνοι οι κριτικοί που γνωρίζουν από σινεμά είναι λίγοι αριθμητικά ώστε να γράψουν τις δικές τους προσωπικές γνώμες κι επιπλέον θα θεωρηθούν κι «ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ» αφού οι πολλοί έγραψαν αυτά που τους υπέβαλαν.
ΕΤΣΙ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ.
Εδώ σταματώ και πάω στην ταινία διότι η ταινία είναι το ζητούμενο .Και θα πω, όπως και στις άλλες περιπτώσεις που γράφω για ταινίες, αυτά που εγώ είδα.
Είδα λοιπόν καταρχήν ένα εξαιρετικά ΥΠΟΒΛΗΤΙΚΟ δράμα, το οποίο ξετυλίγει λίγο λίγο την ιστορία του μέσα από μια μίνι πλοκή, όπου στην ουσία η πλοκή είναι μια γραφή από την ανάποδη. Δηλαδή το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ότι από την αρχή σχεδόν της ταινίας, από τη στιγμή που βλέπουμε τον ήρωα με ένα τρομαγμένο ή κι αινιγματικο ή κι ένοχο ύφος να βγάζει εισιτήριο στο αεροδρόμο για το Τόκιο χωρίς να κρατά αποσκευές και χωρίς να έχει ημερομηνία επιστροφής, αρχίζει ένα ξετύλιγμα. Σαφώς και μιλάμε για ενδιαφέρον σεναριακό γράψιμο (ΚΡΙΣ ΣΠΑΡΛΙΝΓΚ) και σαφώς και μιλάμε για θαυμάσια ερμηνεία αυτού του θαυμάσιου ηθοποιού που λέγεται ΜΑΘΙΟΥ ΜΑΚΚΟΝΟΧΥ και παίζει σαν να μην παίζει, με σπάνια εσωτερικότητα, όπου αυτό το βλέμμα και το ύφος που κρύβουν σύνθετα κι ανάκατα συναισθήματα τα οποία θα πρέπει να κεντρίζουν την περιέργεια του θεατή, άντε να τα βρεις αν δεν έχεις ηθοποιό ολκής. Κι ο ΜακΚόνοχυ είναι ηθοποιάρα ολκής.
ΚΙ η ταινία μας πάει με τον ήρωα σε ένα δάσος, κάπου έξω από το Τόκιο, στο οποίο μαθαίνουμε από πολύ όμορφα σεναριακά ευρήματα πως έχει πάει εκεί για να πεθάνει. Ο ΓΚΑΣ ΒΑΝ ΣΑΝΤ ήδη με το δάσος και με αυτό που του υπαγορεύει το σενάριο μας έχει υποβάλει σε ένα μεταφυσικό κλίμα ,και του κάνει πολύ αποτελεσματική δουλειά ο διευθυντής φωτογραφίας , ο Δανός ΚΑΣΠΕΡ ΤΟΥΞΕΝ), σε ένα μέρος που πάνε για να πεθάνουν, στην Ιαπωνία του «χαρακίρι», και μέσα στο δάσος συναντά έναν ντόπιο (που τον παίζει ο ΚΕΝ ΓΟΥΑΤΑΝΑΜΠΙ)με τον οποίο θα κτιστεί μια παράξενη σχέση, που θα πυροδοτεί και τα flash-back και όλο και θα κεντρίζεται η περιέργεια μας σε κάθε flash-back του ήρωα που αφορά στη σχέση με τη σύζυγο του (εξαιρετική στο ρόλο της η ΝΑΟΜΙ ΓΟΥΩΤΣ) και θα παρακολουθήσουμε την εσωτερική διαδρομή αυτού του ανθρώπου και τι τον ώθησε ενώ μας περιμένουν στο τέλος, όχι απότομα αλλά χάρη στην ωραία κλιμάκωση σαν αναμενόμενες, δύο αποκαλύψεις: Η μία αφορά στα flash-back κι η άλλη στο ίδιο το δάσος.
Εν τω μεταξύ υπάρχει ένα μοντάζ μα ένα μοντάζ (ο ΠΕΤΡΟ ΣΚΑΛΙΑ το υπογράφει, αυτός που έχει πάρει ΟΣΚΑΡ για το «JFK«και για το «ΜΑΥΡΟ ΓΕΡΑΚΙ: Η ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ» (χώρια τα άλλα creditsτου) όπου το μοντάζ δίνει ρέστα σε αυτή την ταινία. Τα ρέστα που δίνει είναι του ΜΟΝΤΑΖ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ. Οπότε μη βγει κανείς εκ των υστέρων και πει «α το μοντάζ μου άρεσε κι εμένα» διότι το μοντάζ δεν είναι αξεσουάρ ώστε να σου αρέσει σκέτο (όπως πχ ένα κοστούμι σε μια κακή ταινία) αλλά η ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ μιάς ταινίας κι ο ρυθμός της, η αφήγηση της. Ο Πιέτρο Σκάλια καταφέρνει ως μοντέρ να μας πάρει η ταινία από το πρώτο δευτερόλεπτο και να μας ταξιδέψει ως το τελευταίο , καθηλωμένους εκεί, μη χάσουμε κάποια λεπτομέρεια που θα μπορούσε να ήταν μοιραία για την παρακολούθηση. Δεν είναι μοντάζ για να εντυπωσιάσει σε μια ταινία κενή περιεχομένου όπως ήταν για παράδειγμα το «Cotton Club», μια ταινία με υποτυπώδες σενάριο όπου όμως ενδιέφερε τον Κόπολα να πετύχει στο φιλμ το ρυθμό της τζάζ με το μοντάζ, και αυτό το είχε πετύχει, χωρίς όμως η ταινία να σώζεται. Εκεί όμως δεν είχαμε « μοντάζ που δεν φαίνεται» αλλά μοντάζ που αποστολή του είναι να φανεί όσο γίνεται!
Αυτά είδα εγώ ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ που δεν είδαν οι άλλοι, οι «κανονικοί». Αυτά που είδα και που σας μετέφερα μόνο κακή ταινία δεν δηλώνουν από όπου κι αν τα πιάσεις. ΗΘΟΠΟΙΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΣΕΝΑΡΙΟ, ΜΟΝΤΑΖ, μαζί κι η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ με αυτό το συγκεκριμένο δάσος κι όλα αυτά ομού σε ένα πακέτο που λέγονται ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ,ήταν πρώτης γραμμής. Για ένα έργο της μέσης και λίγο παραπάνω ίσως καλής σειράς. Για ένα έργο πάνω στην ενοχή που θέλουν να το δει κοινό.
Δεν είναι κάτι μεγάλο, είναι όμως κάτι ωραίο. Ένα ωραίο φιλμ.
Ο Γκας Βαν Σαντ κι οι σαν κι αυτόν θα πρέπει να κατάλαβαν ότι δεν γίνεται να υπηρετείς και το Θεό και τον Μαμμωνά. Θα σου την έχουν στημένη.