Να μείνουμε στην ταινία; Να μείνουμε. Διότι αν επεκταθούμε θα δούμε ότι η ως άνω καλλιεργημένη αντίληψη είναι ευρύτερη, ευρύτερα διαδεδομένη στον τόπο μας. Διότι, όπως διάβασα, κι η Εφορία Αρχαιοτήτων αρνιόταν να του δώσει άδεια για γυρίσματα στο Μουσείο της Ακρόπολης ή στον Βράχο επάνω επειδή έβρισκαν το σενάριο «απλοϊκό».
Όπως ο Βενιζέλος που είχε αρνηθεί με τον τρόπο του τον «Αλέξανδρο» του Ολιβερ Στόουν ή οι περί αυτόν που είχαν ζητήσει για την «Τροία» να διαβάσουν προηγουμένως σενάριο..
Εν πάση περιπτώσει..
Τα λέω αυτά επειδή βλέποντας την ταινία προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ενόχλησε. Ας πούμε για παράδειγμα πως είχα διαβάσει σε κάποια σχόλια ειρωνείες για φιλοκυβερνητική εκμετάλλευση ενώ αυτό που εγώ έβλεπα με έκανε να απορώ, και να σκάω από περιέργεια, πως αισθάνθηκε η Ολγα Κεφαλογιάννη στην προβολή που παρέστη διότι η ταινία είναι ΕΝΤΕΛΩΣ αντικυβερνητική.
Συνδέει το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα με την οικονομική κρίση, με την εκμετάλλευση που γίνεται εις βάρος της Ελλάδας, εις βάρος των Ελλήνων και της Ελληνικής Ιστορίας, εις βάρος του ελληνικού λαού, αφού δείχνει σκηνές από τις διαδηλώσεις στην Αθήνα παρουσιάζοντας μας ως θύματα της κυβερνητικής πολιτικής, κάνοντας κριτική στους αρμόδιους υπουργούς κλπ κλπ κλπ
Αρα αυτοί που την ειρωνεύτηκαν από αυτή την άποψη, να υποθέσω πως δεν την είχαν δει;
Λοιπόν, για να μη μακρηγορούμε: Εγώ είδα την καλοπροαίρετη προσπάθεια δύο Ελληνο-Αμερικανών σκηνοθετών, των Τζον Και Θίοντορ Βούρχες,που απηχούν περισσότερο τις διαθέσεις του ελληνισμού, των Ελλήνων του εξωτερικού δηλαδή, παρά τους εν Ελλάδι κουρασμένους που έχουν μάθει να κοροιδεύουν τα πάντα.
Η καλοπροαίρετη προσπάθεια υιοθετεί το είδος «πολιτικό θρίλερ» για να κάνει ένα έργο με φανταστικά πρόσωπα πάνω στο υπάρχον θέμα της διεκδίκηση της επιστροφής στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στο οποίο βρίσκονται…
Ως πολιτικό θρίλερ δεν κατατάσσεται στα σπουδαία αλλά σεναριογράφοι και σκηνοθέτες ξέρουν από τις δομές του είδους. Ώστε να κάνουν σινεμά το θέμα για το οποίο επιθυμούν να μιλήσουν.
Δηλαδή, τη σεναριακή δομή την κατέχουν καλύτερα από όσο δείχνει να την φέρει η άλλη ελληνική ταινία της περιόδου αυτής, κι εννοώ την «Εκρηξη». Στο σενάριο καταφέρνουν κι ενσωματώνουν όχι μόνο το θέμα της οικονομικής κρίσης, που το συνδέουν άμεσα με τα της επιστροφής των Γλυπτών αλλά και στοιχεία του πνεύματος που καθιστά αναγκαία την επιστροφή αυτών των θησαυρών στον τόπο τους.
Τέλειο έργο δεν είναι. Το μεγαλύτερο του μειονέκτημα για τον υπογράφοντα είναι η απουσία φινάλε. Επειδή το ζήτημα είναι ανοιχτό άφησαν ανοιχτή και την ταινία. Αυτό είναι ολέθριο λάθος. Κι «επανεξετάζει» κι αναθεωρεί ολόκληρο το σενάριο, πως δεν γράφτηκε μια πιο στέρεη ιστορία φανταστικών προσώπων σε υπαρκτό ζήτημα, που να ολοκληρώνει το μύθο, το story δηλαδή, το ότι ο κεντρικός ήρωας που είναι Ελληνας περιπλανώμενος και στο επάγγελμα δικηγόρος, έφτασε κάπου, σε ένα τέρμα, ακόμα και σε μια προσωπική ολοκλήρωση με αφορμή τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Τούτο το μειονέκτημα σίγουρα μειώνει αλλά δεν ακυρώνει.
Το άλλο μείον , για το οποίο όμως κρατώ μια επιφύλαξη αν είναι της ταινίας ή κάποιων αιθουσών προβολής, είναι οι φωτισμοί. Σε κάποια σημεία, όταν το εικονιζόμενο πρόσωπο κινείται στο ημίφως, δεν διακρίνεται. Αντίθετα, οι σκηνές του δρόμου , των διαδηλώσεων όπως και το εφφέ στο Μουσείο της Ακρόπολης δείχνουν κινηματογραφική κατάρτιση.
Ναι, είναι μικρή παραγωγή οπότε δεν μπορούσε να έχει για πρωταγωνιστές, πρόσωπα μεγάλης επιφάνειας. Αν είχε, θα έπρεπε να ξαναγράφονταν οι ρόλοι…..
Από αυτούς που διέθετε ξεχώρισα τον Γιώργο Βογιατζή στη σύντομη σκηνή του ο οποίος έχει διεθνή κινηματογραφική κατάρτιση όπως και να το κάνουμε, τον ΤζανΚάρλο Τζανίνι φυσικά που πρόσφερε το «βάρος» της προσωπικότητας αλλά έμεινε αναξιοποίητος από ρόλο και από καθαρά ελλαδίτικης πλευράς τον Θοδωρή Κατσαφάδο που ήταν πολύ καίριος σε αυτό το «μικρό» που ανέλαβε να παίξει και το έπαιξε με όρους κινηματογραφικής λιτότητας.
Οπωσδήποτε σε απογοητεύει το γεγονός πως μια ταινία που έστω και με ατέλειες έχει σκοπό να κάνει γνωστή μια ελληνική υπόθεση και ξαφνικά δέχεται τόσες επιθέσεις εντός Ελλάδας , χωρίς να ξέρουν και το γιατί. Όπως επίσης κι η αδιαφορία του ελληνικού λαού για το θέμα, δεν έγινε ποτέ μια διαδήλωση, μια πορεία, μια συγκέντρωση έξω από τη Βρετανική Πρεσβεία που να αξιώνει την επιστροφή των Μαρμάρων.
Οπότε, μια ταινία που αναλαμβάνει να τα κάνει αυτά, σε ένα τόσο αδιάφορο κι αφιλόξενο πλαίσιο, θα βρεθεί ολομόναχη στα νύχια της κριτικής εκείνης που δεν εντάσσει την ταινία στους κόλπους της και στο είδος των κινηματογραφικών ενδιαφερόντων της.