Το «Fury» με την επιβλητική αφίσα του Μπραντ Πιτ είναι ένα καλό πολεμικό φιλμ. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Καλό πολεμικό φιλμ όταν λέμε εννοούμε με τους κανόνες του είδους κι όχι με το σινεμά του auteur. Δεν είναι δηλαδή ένα πολεμικό σαν την «Λεπτή κόκκινη γραμμή» διότι εκείνο εμπίπτει στον προσωπικό, ποιητικό κινηματογράφο του Τέρενς Μάλικ. Είναι της σχολής της «Διάσωσης του στρατιώτη Ράυαν» που στο ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΕΙΔΟΣ παίρνει ΑΡΙΣΤΑ. Το «Fury» βεβαίως και δεν είναι ΤΟΣΟ καλό.
Είναι όμως κοντά και μέσα σε πλείστα όσα πολεμικά φιλμ έχουμε δει στον κινηματογράφο και μας έχουν συναρπάσει. Θα θυμίσω στα γρήγορα ταινίες όπως το «Ηρωες με βρώμικα χέρια» ή το «Και οι 12 ήσαν καθάρματα» , για να συνεννοηθούμε, και θα φτάσω πάλι στα περί ειδών, ότι δηλαδή μέσα από το σινεμά των ειδών αναδεικνύονται οι μεγάλοι σκηνοθέτες, που είναι αυτοί οι οποίοι κάνουν τα πολύ καλά φιλμ του είδους ή και τα αριστουργήματα του. Οι auteurs, το έχω εξηγήσει, και θα το θίγω σε κάθε δεδομένη ευκαιρία, είναι άλλη υπόθεση κι όχι υποχρεωτικά μεγάλοι σκηνοθέτες.
Αυτά όλα για να διαχωρίσω το «Fury» από την «Διάσωση του στρατιώτη Ράυαν» σε περίπτωση που κάποιοι μπερδευτούν και κατά συνέπεια απογοητευτούν.
Όχι, το «Fury», ως πολεμική ταινία δεν απογοητεύει!
Δεν μας δείχνει όμως και κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Εκτός αν εννοούμε διαφορετικότητα το ότι δείχνει τους Αμερικάνους στη Γερμανία να πηγαίνουν αφιονισμένοι για την οριστική συντριβή και το ξέσπασμα εναντίον των κατακτημένων οσονούπω- ή και πλέον- Γερμανών.
Συγγνώμη, αλλά επειδή έχω φάει τα πολεμικά φιλμ με το κουτάλι που λένε, θα αρχίσω να αραδιάζω τίτλους και πάλι, την «Μάχη των Αρδενών», την «Μάχη του Αντζιο» και άλλα ων ουκ εστιν αριθμός και θα έλεγα ότι παρόμοιες σκηνές έχω δει και σε εκείνα, όπως και στο «Τραίνο» του Φρακενχάιμερ και στο «Εξπρές του Φον Ράυαν» και στη «Μυστική απόβαση» κλπ και θα έλεγα ότι και σε εκείνα υπήρχαν σκηνές με παρόμοια θεματική.
Ας το αφήσουμε λοιπόν όλο αυτό, στο που κι αν καινοτομεί, κι ας πιάσουμε την ουσία του και τα σημεία που κρύβεται η αξία του. Κι η όποια αξία βρίσκεται στο ότι είναι ένα καλά δομημένο φιλμ του είδους, με χαμηλή εκκίνηση, με παραπέρα κλιμάκωση, η οποία όλο κι ανεβαίνει, με γνώση των κανόνων της κλιμάκωσης του είδους και υποστηριζόμενο από μια σύγχρονη τεχνική την οποία ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί και δεν πέφτει στην παγίδα της, στον εντυπωσιασμό και μόνο.
Ο σκηνοθέτης… Ο Ντέιβιντ Αγιερ… Ο οποίος είναι σεναριογράφος-σκηνοθέτης κι αυτό που περισσότερο δείχνει στα πεπειραμένα μάτια μου είναι ότι κατά βάση είναι ένας καλός σεναριογράφος του πολεμικού σεναρίου. Χμ! Δεν είναι εύκολο είδος το πολεμικό σενάριο. Όταν καλείσαι να γράψεις έργο δράσης για τον κινηματογράφο έχεις μια δύσκολη δουλειά να κάνεις που πολλές φορές δια γυμνού οφθαλμού δεν φαίνεται: να προχωρήσεις την υπόθεση μέσα από τις σκηνές της δράσης , να βρεις τον κεντρικό στόχο της κάθε σκηνής, να αναπτύξεις τα πριν και τα μετά της εντός της σκηνής και μετά να προχωρήσεις σε μία επόμενη «σεκάνς» και μετά στην ανάλογη μεθεπόμενη μέχρι να φτάσεις στο σημείο που θέλεις να οδηγήσεις τον κεντρικό σου ήρωα είτε είναι ένα πρόσωπο, ένας αξιωματικός ή ένας στρατιώτης ή και μια ολόκληρη μεραρχία.
Αυτό είδα στο «Fury» κι εκτίμησα διότι πρόσεξα πως μέσα από αυτά ο σκηνοθέτης –σεναριογράφος καθόριζε, όπως τα έγραφε και το πώς θα τα σκηνοθετούσε. Οι χαρακτήρες έδιναν το παρόν σε όλες τις σκηνές της δράσης κι η εξέλιξη της πολεμικής διαδρομής καθώς προελαύνουν στο εσωτερικό της Γερμανίας εξέλισσε κι αυτούς. Στα πλαίσια ενός πολεμικού φιλμ.
Κι αυτό που τελικά πετυχαίνει ο Ντέιβιντ Αγιερ με το «Fury» είναι να φτιάξει ένα ΟΛΟΝ κι αυτό το σύνολο να είναι η επιτυχία του .Δεν μιλάμε βέβαια για την μεγάλη, εμπνευσμένη σκηνοθεσία, δεν μιλάμε για εκείνη την φοβερή αρχή που κράτησε 45 λεπτά στην «Διάσωση του στρατιώτη Ράυαν» και στο πως είχε εμπνευστεί ο Στίβεν Σπίλμπεργκ την απόβαση στην Νορμανδία, σαν ένα σφαγείο κι όχι σαν μια ηρωική επιδρομή. Δεν υπάρχει αυτή η έμπνευση ώστε να μιλήσουμε για τόσο μεγάλο σκηνοθέτη, υπάρχουν όμως η κατάρτιση κι η μαστοριά.
Τα μεγάλα ατού της ταινίας είναι η φωτογραφία, σχολής «Ράυαν», λίγο λασπωμένη και βρώμικη, ο ήχος με τις επιλογές του και τα μοντάζ του και το ίδιο το μοντάζ της ταινίας, το μοντάζ της εικόνας, η ραχοκοκαλιά που είναι κι αυτό το οποίο κάνει πράξη τη σεναριακή γνώση του είδους.
Ο Μπραντ Πιτ ανήκει στην κατηγορία των σταρ-παραγωγών, που ευδοκιμεί εδώ και δεκαετίες στο Χόλυγουντ όπου ο σταρ μέσω του ταλέντου του ως παραγωγού και χάρη στις σωστές και λεπτομερειακές επιλογές, προσπαθεί να γεμίζει με «ηθοποιό» τον σταρ εαυτό του.
Ο Μπραντ Πιτ εξελίσσεται προς αυτή την κατεύθυνση και δείχνει πρότυπα από τα οποία έχει εμπνευστεί ή έχει μελετήσει στο πως θα παίξει τον Αμερικανό αξιωματικό του πολεμικού είδους. Τα καταφέρνει καλά. Τον περιβάλουν ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες, έτσι όπως τους έχει χειριστεί ο σκηνοθέτης.
Εξαιρετική σκηνή: Στο σπίτι των δύο φοβισμένων Γερμανίδων όπου πάνω τους εκδηλώνονται οι χαρακτήρες των Αμερικανών νικητών κι εκδικητών του σεναρίου και πιστεύω ότι ήταν η βάση για τους ηθοποιούς που μετέχουν στο πως θα πλάσουν τους ρόλους τους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η σκηνή – κλειδί για τους ηθοποιούς αλλά κι αυτή που μένει στο θεατή από την ταινία το περισσότερο.