Βλέποντας την ταινία αυτή στην Β΄Προβολή, διαπιστώνεις αφενός πως πρόκειται για ένα γουέστερν, που στο σύνολο του «λειτουργεί», ειδικά αν είσαι φίλος του είδους. Το ότι τελειώνει κάπως απότομα, υπακούοντας σε ένα βιαστικό «σβήσιμο» κι όχι σε μια κορύφωση που να έχει προέλθει από μια περιπλεγμένη κατάσταση, είναι ένα μείον αλλά όχι τόσο καθοριστικό- τουλάχιστον για την Β΄Προβολή. Αφετέρου γοητεύεσαι από την εξέλιξη που παρουσιάζει η ΝΑΤΑΛΙ ΠΟΡΤΜΑΝ, την οποία είχαμε να δούμε καιρό αφού μετά το Οσκαρ της αποφάσισε να τακτοποιήσει πρώτα τα προσωπικά της κι ύστερα να ξαναβγεί στο σινεμά και να επιδείξει εδώ ένα δυναμισμό, μέσα από το αλαβάστρινο καλούπι της που δεν την κάνει καθόλου παράταιρη για το είδος . Δεν σε κερδίζει μόνο η Πόρτμαν αλλά κι αυτοί που την πλαισιώνουν, πρώτα ο ΤΖΟΕΛ ΕΤΖΕΡΤΟΝ, ένας επίσης εξελίξιμος ηθοποιός, που, προσωπικώς, μου είχε αρέσει πολύ στην «ΑΝΙΕΡΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ» με τον Τζώνυ Ντεπ αλλά και σε κάποια ακόμα που τον έχω δει και τον έχω σημειώσει, όπως κι ο ΓΙΟΥΙΝ ΜΑΚΓΚΡΕΓΚΟΡ, ο αληθινά εδώ αγνώριστος ΜακΓκρέγκορ, αγνώριστος όχι μόνο από το μακιγιάζ αλλά κι από τον συντονισμό του παιξίματος του με αυτό το μακιγιάζ, που τον κάνει να είναι ένα άλλος.
Επίσης έχεις παρακολουθήσει ένα γουέστερν το οποίο ξετυλίγεται σιγά σιγά ως ιστορία, πότε στον ενεστώτα χρόνο και πότε σε διάφορους παρελθοντικούς, σου δίνει τις πληροφορίες λίγο- λίγο και σου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αν και σε κάποια σημεία, οι χρόνοι συγχέονται αλλά δεν είναι κάτι σπάνιο τελευταίως, που, όμως, δεν γίνεται «θέμα» σε όλες τις περιπτώσεις παρά μόνο επιλεκτικά, άρα δεν φταίει αυτό στο ότι η ταινία απέτυχε παταγωδώς εξού και την είδαμε στην Β’ Προβολή ως κάτι που ήρθε να καλύψει τα κενά του προγράμματος..
Κι ο ρυθμός του είναι κλιμακούμενος και το μοντάζ συμβάλλει στη διατήρηση της αγωνίας κι η φωτογραφία χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια- ίσως αυτή η ομοιογένεια εδώ να μην βοηθά την κατανόηση της μεταφοράς του χρόνου από παρελθόν σε παρόν και τούμπαλιν.
Όμως όλα αυτά δεν είναι στοιχεία αποτρεπτικά, πλην του κάπως ισχνού φινάλε, ώστε να δικαιολογήσουν «φιάσκο».
Τελικά είναι φιάσκο; Η μήπως η πολλή δημοσιότητα που προηγήθηκε γύρω από τις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στην παραγωγή και πέταξαν έξω τους χρόνους, η δημοσιοποίηση ονομάτων αστέρων που θα πλαισίωναν την Πόρτμαν κι ήταν πολύ πιο ακριβά ονόματα από αυτά στα οποία κατέληξαν, το γεγονός επίσης πως το γουέστερν ως είδος έχει χάσει το αυθόρμητο κοινό του κι έχει μετατραπεί σε σοφιστικέ είδος του auteur, που έτσι και δεν γράψουν οι κριτικοί ή οι θεωρητικοί, δεν θα ασχοληθεί το καταναλωτικό κοινό κυρίως των νεώτερων ηλικιών που δεν ξέρει το είδος παρά μόνο οι πιο «ψαγμένοι» που δεν έχουν καταλάβει ότι είναι κατευθυνόμενοι κι ότι βλέπουν τα γουέστερν που τους είπαν να δουν, και η κατάληξη στο διαβόητο IMDB όπου «βαθμολογούν» σχετικοί κι άσχετοι , μήπως κι αυτά ήταν τελικώς τα αποτρεπτικά στοιχεία τα οποία χαντάκωσαν το εργάκι;
Είναι τα ερωτήματα που ανέφερα στην εισαγωγή που σου γεννά η Β’ Προβολή μετά την «ανακάλυψη» ενός έργου που το προσπέρασες όταν βγήκε στην Α΄επίσημη και η «αποκάλυψη» κάποιων στοιχείων που δεν δικαιολογούν το να μην ακούγεται τίποτε για το έργο παρά να έχει προλάβει να εξαφανιστεί.
Φυσικά, αν ο σκηνοθέτης ΓΚΑΒΙΝ Ο’ΚΟΝΟΡ υποστηριζόταν από «συμμορίες» ως auteur κι αν απολάμβανε τέτοιας ασυλίας, θα ήταν διαφορετική κι η αντιμετώπιση. Το ότι έφτιαξε ένα γουέστερν με τους κανόνες του στο οποίο αποκάλυψε ότι επρόκειτο καθ’ οδόν για ένα δράμα ερωτικού τριγώνου και μάλιστα με πολλές γκρίζες ζώνες στους χαρακτήρες και κυρίως στον «κακό», δεν ήταν στοιχείο για να σταθεί κανείς, από τη στιγμή που δεν υπήρχε άνωθεν εντολή.
Κι έτσι, το μόνο που του μένει του έργου είναι να κερδίσει κανένα θεατή στη «Β’ ΠΡΟΒΟΛΗ» αλλά , όπως και να το κάνουμε δεν σώζεται. Εκτός αν στο μέλλον βγει κανένας Γάλλος κι ανακαλύψει όχι το «Η Τζέιν πήρε το όπλο της» αλλά τον Γκάβιν Ο’ Κόνορ, οπότε εκεί θα αρχίσουν οι ρετροσπεκτίβες και τα σχετικά. Μα ποιόν να πρωτοπρολάβει να ανακαλύψει κι αυτός ο έρημος ο όποιος «Γάλλος». Διότι κι ο Γκάβιν Ο’ Κόνορ από μόνος του δεν λέει τίποτε.