Ναι, που να πάρει. Εχει ανάγκη ο κόσμος ταινίες με συναισθήματα κι ο κινηματογράφος επιτελεί αυτό το σκοπό. Ποιο σκοπό; Του να σε καθηλώσει δύο ώρες με μια ωραιότατα διατυπωμένη ανθρώπινη ιστορία η οποία να παίζεται κι εκπληκτικά.
Γι αυτό κι ανέφερα το «Ημερολόγιο», χωρίς να μοιάζουν σε τίποτε οι δύο ιστορίες, συγγενεύουν όμως στο αποτέλεσμα, στην απήχηση , στο άγγιγμα.
Δεν είναι ταινίες «κριτικών» αυτές, οι κριτικοί ψάχνουν τον auteur. Μόνο που αυτού του είδους τα έργα, αν καθίσει κανείς και το ψάξει θα δει ότι έχουν γίνει από αληθινούς «δημιουργούς» άλλης όμως έννοιας. Δεν θα καθίσω να απαριθμήσω σκηνοθέτες ολκής, είτε από το Χόλυγουντ είτε από την Ευρώπη, που μας πρόσφεραν τέτοιες ταινίες και συνέβαλαν στο να δημιουργήσουμε με τον κινηματογράφο μια σχέση ζωής. Θα κάνω μάλιστα και το χατίρι των κριτικών, να δεχτώ ή να παραδεχτώ πως ακόμα και καλές να είναι, διαρκούν οι εντυπώσεις κι η επίδραση όσο διαρκεί κι η ταινία. Μετά ξεχνιούνται. Θα τους αντικρούσω όμως με το παρακάτω επιχείρημα δύο σκελών: Πρώτον, δεν είναι οι ταινίες που ξεχνιούνται μα είναι οι ίδιοι που δεν γράφουν γι αυτές και γράφουν για άλλες με τις οποίες πιπιλάνε το μυαλό. Όταν όμως τις δει κάποιος, τότε κολλάει. Δεύτερο σκέλος επιχειρήματος είναι πως κι αν όντως κάποιες από αυτές είναι καταδικασμένες να ξεχαστούν, αυτό το δίωρο που πρόσφεραν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης είναι ανεκτίμητο. Κι επειδή η ΕΥΤΥΧΙΑ είναι στιγμές κι όχι διάρκειες, οι ταινίες αυτές μπορούν και μας κάνουν ευτυχισμένους αλλά κι ευγνώμονες για το δίωρο που έφυγε και δεν ξανάρθε.
Και πάμε στο έργο το οποίο διαθέτει ένα θαυμάσιο σενάριο, γύρω από ένα εξαιρετικά δουλεμένο κεντρικό ήρωα και προσανατολισμένο στη σχέση αυτού του ήρωα με την κόρη του σε διαφορετικές φάσεις ηλικιών, μα και στον αντίκτυπο αυτού του ταλαιπωρημένου ανθρώπου στον γύρω κόσμο, με το έργο του και τα βιώματα του. Ο ήρωας είναι συγγραφέας, που μετά από ένα δύσκολο περιστατικό, χαρακτηρίζεται ψυχολογικά διαταραγμένος και πάνε να του αποσπάσουν την κόρη του. Στην υπόθεση εμπλέκονται εξαιρετικά γραμμένοι χαρακτήρες, όπως είναι η κουνιάδα με τον σύζυγο (ΝΤΑΙΑΝ ΚΡΟΥΓΚΕΡ σε προσπάθεια του να γίνει ηθοποιός- ΜΠΟΜΠ ΓΚΡΗΝΓΟΥΝΤ απέριττος) , ο γκόμενος της κόρης όταν αυτή μεγαλώνει που γίνεται θαυμαστής του έργου του πατέρα της αλλά κι η "μητρική" ατζέντης του ήρωα που την παίζει η ΤΖΕΙΝ ΦΟΝΤΑ. Η οποία Φόντα είναι χάρμα στο να κάνει την προστάτισσα του Ράσελ Κρόου όπως είναι εκπληκτική κι η συνεύρεση του Κρόου με τις δύο που παίζουν την κόρη, την ΑΜΑΝΤΑ ΣΕΥΦΡΙΝΤ στην ενηλικίωση και προπάντων με την μικρή ΚΑΙΛΙ ΡΟΤΖΕΡΣ στην παιδική ηλικία.
Το φιλμ είναι εντελώς «ιταλικό» στα συναισθήματα του και στην επεξεργασία του αλλά ο ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΜΟΥΤΣΙΝΟ εδώ και χρόνια τις ταινίες τις κάνει διεθνοποιημένες ή «αμερικάνικες», δηλαδή μεταφέρει το ιταλικό πνεύμα του στην Αμερική. Σε διεθνοποιημένο Ιταλό εξελίσσεται τελευταίως κι ο Τζουζέπε Τορνατόρε και μην ξεχνάμε ότι ο πιο διεθνοποιημένος των Ιταλών ήταν ο Λουκίνο Βισκόντι, ειδικά από τον «Γατόπαρδο» και μετά, και σε ένα βαθμό ήταν κι ο Βιττόριο Ντε Σίκα. . Θέλω να πω με αυτό ότι υπάρχει και μια προιστορία, μια παράδοση σε αυτή την ιταλική διεθνοποίηση, που κάποτε οι κριτικοί την αναθεμάτιζαν με το θεωρητικό επιχείρημα πως «έτσι όταν γίνεται, ο σκηνοθέτης δεν ελέγχει το υλικό του». Κι επειδή το θυμόνταν το επιχείρημα alacarte κι όχι σε όλες τις περιπτώσεις (ανάλογα με το πόσο ήταν του κεφιού τους ο εκάστοτε σκηνοθέτης) αλλά κι επειδή οι συμπαραγωγές ήταν παμπάλαια ιστορία και στις τελευταίες δεκαετίες κατέληξαν κύρια υπόθεση, το επιχείρημα μπήκε στα χρονοντούλαπα με τους σκελετούς ως παρωχημένο αν όχι γελοίο…
Ο Γκαμπριέλε Μουτσίνο, πατώντας στέρεα στο σενάριο του άγνωστου σε μένα ΜΠΡΑΝΤ ΝΤΕΣ, πετυχαίνει επειδή καταφέρνει και καθοδηγεί και ζωντανεύει και δημιουργεί ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ κι όχι «Ιταλούς», «Αμερικάνους» ή «Αυστραλούς» κι αυτό που έρχεται και μας αγγίζει σε όποια χώρα κι αν παρακολουθήσουμε την ταινία ή σε όποιον λαό κι αν ανήκουμε, είναι το ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ στοιχείο. Κι η ενδιαφέρουσα ιστορία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Δεν λέω ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι πιο σύνθετο από σεναριακής πλευράς αλλά από τη στιγμή που δεν βγήκε κάτι ελλιπές, δεν έχω λόγο να πάω προς αυτή την κατεύθυνση αφού όλα τα έργα όπως κι όλοι οι άνθρωποι κι όλα τα σπίτια κι όλοι οι χώροι μα και οι δρόμοι δεν έχουν τις ίδιες ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ. Σε ένα καλοβαλμένο τριάρι δεν θα κάνω κριτική αν θα μπορούσε να γίνει σπιταρόνα όπως και σε μια δενδροφυτευμένη αλέα δεν θα μιλήσω για το αν μπορούσε να γίνει Πεμπτη Λεωφόρος διότι θα με περάσουν για ψώνιο ή για ηλίθιο.
Ο Ράσελ Κρόου έρχεται για μια ακόμα φορά να αποδείξει τη δύναμη της ηθοποιίας του, τι σημαίνει ερμηνευτική λιτότητα την ώρα που πρυτανεύει ένα αδιαμφισβήτητο εκτόπισμα που λίγοι ηθοποιοί του κινηματογράφου το διαθέτουν. Κι όμως, δεν αφήνει ποτέ τον όγκο του εκτοπίσματος να τον εξουσιάζει ή να τον παρασύρει σε πομπώδεις λύσεις. Ναι, έχει απογοητεύσει κάποιους θαυμαστές, είναι η αλήθεια, στα τελευταία χρόνια επειδή δεν του έχουν προκύψει καλές ταινίες , ωστόσο ο ίδιος δεν έχει φθαρεί. Εδώ δείχνει εντελώς άλλες προσλαμβάνουσες στις κινήσεις, στη γλώσσα του σώματος, στις χειρονομίες που εκφράζουν στον ηθοποιό «τη δύναμη της θέλησης» όπως δίδασκε ο μαθητής του ΣΤΑΝΙΣΛΑΒΣΚΙ, ο ΜΙΚΑΕΛ ΤΣΕΧΩΦ, κι εδώ ο Κρόου παίζει εντελώς διαφορετικά τον «διαταραγμένο» από τον τρόπο που τον είχε παίξει στο «Ενας υπέροχος άνθρωπος»(Abeautifulmind)- δεν έχει επαναπαυθεί σε ένα κλισέ που ο ίδιος πετυχημένα δημιούργησε κι απλώς το επαναλαμβάνει. Ισως αυτό να οφείλεται στο ότι και στις δύο περιπτώσεις δεν προσκολλήθηκε στο «ψυχικά διαταραγμένος» αλλά ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ στη μία, ΠΑΤΕΡΑΣ στην άλλη και συμπεριφέρθηκε εντελώς διαφορετικά στα ψυχικά νοσήματα των ηρώων του, που ήταν εντελώς διαφορετικά .Στο «ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ» είναι ένας ΠΑΤΕΡΑΣ που διαταράσσεται , είναι μάλλον ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ που διαταράσσεται αλλά η ιστορία στην οποία επικεντρώνεται το έργο έχει να κάνει με την ιδιότητα του πατέρα κι ας είναι αυτός ο πατέρας ένας συγγραφέας και μάλιστα βραβευμένος με «Πούλιτζερ». Δεν έχει καμία σχέση με τον βραβευμένο με Νόμπελ μαθηματικό της άλλης ταινίας.
ΥΓ. Και τι ωραία μουσική συναισθημάτων είναι αυτή. Ιταλική ,πέρα για πέρα. ΠΑΟΛΟ ΜΠΟΥΟΝΒΙΝΟ. Κόντρα στην «ψυχρή» φωτογραφία