Θα ξεκινήσω από τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ, χωρίς να σημαίνει πως αυτός είναι και το πρώτιστο πρόβλημα της ταινίας. Αν όμως δεν διάβαζα στα σχόλια των IMDB-άδων για την «ερμηνεία»(;) του, για την οποία απόρησα που την είδαν και πως την εννοούν ή ακόμα χειρότερα για «την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του» μπορεί κι εγώ να ήμουν πιο μαλακός. Μου κάνει όμως εντύπωση που ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ό, τι καλύτερο έχει κάνει στον κινηματογράφο είναι υπό την ιδιότητα του σκηνοθέτη στο «ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», όπου ακριβώς αυτό που του είχε επισημανθεί κι επαινεθεί είναι πως ως σκηνοθέτης κατάφερνε κι έπιανε βάθη ανθρώπινα που ως ηθοποιός δεν το είχε καταφέρει ούτε καθ’ υποψίαν. Κι όμως οι διάφοροι, αυτή την ταινία την προσπερνούν ή την ειρωνεύονται ,( κι ας έχει πει ο ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ πως με ταινίες σαν το «ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», το «AMERICANBEAUTY» και τη «ΜΑΝΟΛΙΑ» καταλαβαίνει κανείς γιατί ο αμερικάνικος κινηματογράφος είναι κυρίαρχος), επειδή πήρε αυτός το Οσκαρ σκηνοθεσίας κι όχι ο Σκορσέζε για το «Οργισμένο είδωλο» (δεν καταλαβαίνω τότε γιατί να μην προβληθούν κι ανάλογες ενστάσεις από τους οπαδούς –διότι περί οπαδών μιλάμε- του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΥΝΤΣ για τον «Ανθρωπο ελέφαντα» ή του ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ για την «Τες» που θα αρέσουν περισσότερο στους οπαδούς τους κι από το «οργισμένο είδωλο» κι από το «συνηθισμένοι άνθρωποι»). Κι άρχισαν να τον βλέπουν με συμπάθεια ως σκηνοθέτη στη συνέχεια, για ταινίες από μέτριες έως ασήμαντες, που δεν είχαν καμία σχέση με το «Συνηθισμένοι άνθρωποι» ως αξίες.
ΚΙ ενώ οι συγκεκριμένοι σχολιάζουν ειρωνικά ή χλιαρά αυτή την ταινία, υμνούν τον Ρεντφορντ ως…. ερμηνευτή, ειδικά τα τελευταία χρόνια με ταινίες σαν το «Όλα χάθηκαν» και διάφορες που βαριέμαι να απαριθμήσω και να κατονομάσω και μαζί τους και τούτη την «Αλήθεια», όπου και τις ταινίες υμνούν μα κυρίως τον ίδιο. Όταν έχει μεταβληθεί σε μούρη άκαμπτη με τις διάφορες επεμβάσεις κλπ, που δεν έχει την παραμικρή έκφραση κι έχει χάσει κι εκείνο το χαμόγελο που ήταν το σήμα κατατεθέν του. Ο Ρέντφορντ είναι ενας υπέροχος άνθρωπος, ανήσυχος και ψαγμένος αλλά το χαμόγελο ήταν που του προσέδωσε γοητεία και τον έεκανε σταρ και σε αυτό βέβαια συνέβαλε η συνεργασία η πολυετής με τον Σύντνευ Πόλλακ αλλά και με πολλούς άλλους καλούς σκηνοθέτες όπως για παράδειγμα ο Αλαν Πάκουλα ή Τζορτζ Ρόυ Χιλ που αυτό το χαμόγελο το πρόβαλαν μέσα από πολύ καλά έργα στα οποία είχε λόγο κι ο ίδιος ο Ρέντφορντ ως αξιόλογος άνθρωπος. Για ερμηνείες όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Πόσο μάλλον για τις σημερινές ταινίες στις οποίες είναι παντελώς ανέκφραστος.
Όμως επαναλαμβάνω , το πρόβλημα της ταινίας δεν είναι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Το πρόβλημα της ταινίας είναι η στρατηγική που έχει αλλάξει στο Χόλυγουντ, για την οποία γράφω και ξαναγράφω, κι η οποία στέλνει τα καλά σενάρια στην τηλεόραση κι αυτά που κρατά για τον κινηματογράφο, όταν δεν πρόκειται για blockbuster ώστε να δικαιολογηθούν ανάλογα, γεννούν απορίες.
Η «Αλήθεια» έως και με απογοήτευσε ως ταινία διότι ανήκει σε ένα είδος στο οποίο το αμερικάνικο σινεμά έχει διαπρέψει. Και τα τελευταία χρόνια το βλέπω να μην είναι σε θέση να βγάλει καλές ταινίες κι από τα παραδοσιακά του είδη. Κι αυτό με στενοχωρεί.
Το σενάριο βασίζεται σε αληθινό περιστατικό, έχει να κάνει με τα πολιτικο-δημοσιογραφικά παρασκήνια και με την εκπομπή «60’» που είχε βγάλει στη φόρα κάτι άπλυτα του Τζορτζ Μπους από την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ.
Το σενάριο αφενός έτσι όπως είναι γραμμικό και παραθέτει τα επεισόδια το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να τα μπλέκει μεταξύ τους ώστε να έχουμε ένα καλύτερο σασπένς κι η σκηνοθεσία από την άλλη,( υπεύθυνος και για τα δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, ονόματι ΤΖΕΗΜΣ ΒΑΝΤΕΡΜΠΙΛΤ), άνευρη, επίπεδη, απολύτως στατική και χωρίς ατμόσφαιρα σκηνοθεσία, με έβαλαν σε δυσάρεστες σκέψεις: Πως καλείται ο κόσμος να ντυθεί και να στολιστεί για να πάει στον κινηματογράφο και να πληρώσει και να αφήσει την τηλεόραση του, με αριστουργήματα σαν το «Houseofcards» μια κι η «Αλήθεια» που έγινε για το σινεμά, δεν μπορεί να συγκριθεί με το πιο «μέτριο» (αν υπάρχει), επεισόδιο της σειράς.
Από την ταινία το μόνο που στέκει πραγματικά είναι η ΚΕΙΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ. Η οποία πλέον τον ηθοποιό εαυτό της που τον βρήκε και τον έφτιαξε μέσα από ρόλους κι από στυλ ερμηνευτικά που έμαθε , τα πάντρεψε και τη μετέβαλαν σε ηθοποιό με προσωπικότητα, πλέον κάνει καριέρα «Κέιτ Μπλάνσετ». Εχει περάσει από το performance στο starperformance, όπως το είχα επισημάνει από την «Carol». Το πήγε ανάποδα, από ηθοποιός έγινε σταρ αλλά η σταρ της είναι τόσο στέρεη κι αποδεικνύεται εδώ όπου έχει μόνο διαρκή παρουσία κι ελάχιστο ζουμί ο ρόλος αλλά η ίδια ως «Κέιτ Μπλάνσετ» είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει το φιλμ. Ούτε η φωτογραφία μου άρεσε με μια «σκοτεινιά» χωρίς να βγάζει ατμόσφαιρα, ούτε και το μοντάζ φυσικά που δεν πέτυχε κανένα εσωτερικό ρυθμό και μετέβαλε το φιλμ σε αργοκίνητο ή και σταθμευμένο καράβι, όχι εξαιτίας μόνο της πλοκής αλλά και της έλλειψης εσωτερικού ρυθμού.
Τέτοιες ελλείψεις στον αμερικάνικο κινηματογράφο μου είναι πρωτόγνωρες.
Εξού και το ύφος μου μοιάζει θυμωμένο όχι επειδή το φιλμ είναι «κακό»- «κακό» δεν είναι με τίποτα- αλλά είναι κάτι χειρότερο, τουλάχιστον έτσι όπως μου τα έμαθαν οι δικοί μου δάσκαλοι «ΠΕΡΙΤΤΟ». Ότι έχουμε δει στο παρελθόν πολλά παρόμοια που ήταν υπέροχα. Και τώρα τα υπέροχα αυτού του είδους τα βλέπουμε στην τηλεόραση……