Πάνω σε αυτή τη βάση θα κριθεί, απλώς δεν εμπίπτει στις μελέτες των παλιών θεωρητικών ενώ δεν έχουν βγει και καινούργιοι ώστε να εκδώσουν θεωρητικές μελέτες πάνω σε σύγχρονα έργα που αποτελούν είδος από μόνα τους ή φτιάχνουν καινούργια είδη «επεκτείνοντας» τα παλιά.
Ο Σέιν Μπλακ αποδεικνύεται εδώ και ικανός σκηνοθέτης του είδους αλλά βασικά από το σενάριο ξεκινάει που το έχει γράψει ξέροντας πολύ καλά τους κανόνες στους οποίους κι ο ίδιος συνέβαλε. Αστυνομική περιπέτεια λοιπόν, με στόχο να διασκεδάσει το κοινό, όπερ σημαίνει και άφθονο κωμικό στοιχείο. Το κωμικό στοιχείο είναι για να «παρατραβήξει» , να «διογκώσει» καλύτερα τα του αστυνομικού έργου και να το κάνει ανάλαφρο και γελαστικό.
Η υπόθεση μας μεταφέρει στο Λος Αντζελες του 1977 με αφορμή διπλή: Τη δολοφονία μιάς πορνοστάρ και την εξαφάνιση μιάς νεαρής όπου οι δύο υποθέσεις θα συνδεθούν , από την ώρα μάλιστα που θα συνδεθούν κι οι ντέτεκτιβ των υποθέσεων, ο ένας είναι επίσημος, ο άλλος είναι άτυπος, και τους δύο διέπει η ίδια πάνω-κάτω «κουρελαρία». Θα ξεκινήσουν ως αντίπαλοι, θα πέσουν και μερικές μπουνιές, θα αναγκαστούν να συνεργαστούν, θα σώσουν ο ένας τη ζωή του άλλου παρακάτω, θα καταλήξουν φιλαράκια από υποχρεωτικά συνεταιράκια κι όλα αυτά μέσα από καταστάσεις τερπνές, ιλαρές και με σωστή δοσολογία και μέτρο, υπερβολικές. Το απαιτεί το είδος άλλωστε αφού θέλει το έργο να λειτουργήσει ως κωμωδία, ως ψυχαγωγικός κινηματογράφος ξεκούρασης.
Δεν υπάρχει ούτε μία σκηνή «κοιλιάς» και κυρίως αυτό το εκτίμησα στο δεύτερο μέρος, μια και κάπου στη μέση φοβόμουν μήπως κι έχει εξαντληθεί κι αρχίσουν οι επαναληπτικότητες. Όχι! Το σενάριο στο δεύτερο όμως μέρος εξελίσσεται διαρκώς , δεν χάνει ποτέ τον τόνο του ούτε το ρυθμό του και θα μπορούσε να είναι κι ένα μάθημα «ζύγισης» και «ακριβείας» προπάντων για τα σενάρια στον ανάλαφρο κινηματογράφο, τουλάχιστον για όσους επιθυμούν να κάνουν κινηματογράφο. Και για τους κριτικούς θα ήταν αλλά εκείνοι πηγαίνουν σινεμά με τα βιβλία του Προκρούστη οπότε πάλι για φιλμ νουάρ θα μιλάγανε.
Κι επειδή, όπως και στο «Φονικό όπλο» αλλά και στις «48 ώρες» που ακολούθησαν την επιτυχή πορεία του πρώτου, πάνω στο είδος «buddy movie»(όπου το είδος βέβαια δεν περιορίζεται σε αυτά, περιλαμβάνει όλα τα φιλμ δράσης των δύο ανδρών πρωταγωνιστών που συνυπάρχουν) το ζητούμενο είναι οι πρωταγωνιστές, έτσι κι εδώ, ο Σλειν Μπλακ, που τώρα αναλάμβανε κι ευθύνη σκηνοθέτη, ήξερε κάτι που ξέρουν καλά οι σκηνοθέτες, και μερικοί σκηνοθέτες το ξέρουν ακόμα καλύτερα και βασίζονται σε αυτό, πως το ήμισυ του παντός σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι η σωστή διανομή.
Ως σκηνοθέτης λοιπόν ο Σέιν Μπλακ είτε από δική του επιλογή είτε από συνεργασία με τους casting directors, κατέληξε σε ένα νέο δίδυμο, στο οποίο είδα και χημεία αλλά κι αντιθέσεις που κι αυτές γίνονται μέρος της «ένωσης»
Σαφώς και τα χαριτωμένο κομμάτι το έχει ο ΡΑΥΑΝ ΓΚΟΣΛΙΝΓΚ. Όπως και στο Κεντρί» το είχε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ κι όχι ο Πολ Νιούμαν που πήγαινε να «παίξει» τον κωμικό, ενώ ο Ρέντφορντ ανέδειξε με άνεση τότε το φυσικό του πλεονέκτημα, που ήταν το χαμόγελο κι ο ρόλος αναδείχτηκε αλλά ανέδειξε και τη χημεία.
Μελετημένος ο Σειν Μπλακ λοιπόν έχει βάλει τον Ράυαν Γκόσλινγκ στο κωμικό κομμάτι, ουσιαστικά τον έχει βάλει να παίζει ανάλαφρα, να είναι χαριτωμένος και να βγαίνει συμπαθής.
Ο ΡΑΣΕΛ ΚΡΟΟΥ από την άλλη είναι πια πολύ «βαρύς». Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και έχει παχύνει παραπάνω του επιτρεπτού αλλά και δεν είναι κωμικός από ιδιοσυγκρασία. Είναι όμως καλός ηθοποιός. Και μπορεί να κρατήσει τα ίσα ώστε να βγει το κωμικό από τον παρτενέρ του και να πετύχει το δίδυμο. Διότι ούτε ο Ράυαν Γκόσλινγκ είναι κωμικός. Το κωμικό και σε αυτόν βοηθιέται από την «ατάκα». Στις σκηνές του Γκόσλινγκ υπάρχει πάντα μια έξυπνη ή κωμική ατάκα η οποία δίνει στον ηθοποιό το έναυσμα να κινηθεί ανάλαφρα και στον Κρόου τη δυνατότητα από απέναντι να «αποκρούσει». ΚΙ έτσι κάνουν παιχνίδι. Γι αυτό και μίλησα για πολύ μελετημένη κατάσταση και θα πω και για τη δεσποινίδα που έβαλε ο Σέιν Μπλακ να παίξει την κόρη του Γκόσλινγκ, η οποία ακούει στο παράξενο όνομα ΑΝΓΚΟΥΡΙ ΡΑΙΣ και την οποία χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης- σεναριογράφος ως «κωμική διαιτησία» ανάμεσα στους δύο ΜΗ κωμικούς πρωταγωνιστές. όπου σε πολλές από τις περιπτώσεις η ατάκα που θα βγάλει τα γέλιο και θα υποχρεώσει σε τρισχαριτωμένη αντίδραση τον Γκόσλινγκ, ανήκει στην πιτσιρίκα, έχει γραφτεί για αυτήν. Είτε από τον ίδιο τον Μπλακ, είτε από το συνεργάτη του ΑΝΤΟΝΥ ΜΠΑΓΚΑΡΟΤΣΙ, ή κι από τους δύο μαζί, αδιάφορο. Το αποτέλεσμα είναι που μετράει.
Κάπου εδώ σταματάμε και την ανάλυση διότι είναι έργο ψυχαγωγίας για να προσφέρει ευφορία και χαλάρωση σε μια θερινή αίθουσα στην Ελλάδα, σε ένα Cineplex στο εξωτερικό, είναι ταινία ξεκούρασης.
Να κλείσω με το ότι στην ολοκλήρωση του πακέτου συμβάλει η φωτογραφία του ΦΙΛΙΠ ΡΟΥΣΛΟ, ο οποίος έδωσε αίσθηση του Λος Αντζελες των 70ς , χάζεψα στα πολλά νυχτερινά πλάνα το πώς έχει παίξει με τα διάσπαρτα φώτα είτε βγαίνουν από σπίτια είτε από δημόσιους δρόμους είτε από ξενοδοχεία και προσδίδουν ζωηράδα στη νύχτα . Μα και στα ημερήσια πλάνα με τις αναφορές στο νέφος που τότε σκέπαζε την πόλη κι ενώ το σενάριο το σχολιάζει, η φωτογραφία δεν καταφεύγει στη ρεαλιστική αναπαράσταση αλλά εντάσσει και το νέφος στους κανόνες του είδους που ανήκει η ταινία.
Το βασικότερο είναι πως όλα τα παραπάνω συναποτελούν το πακέτο που λέγεται ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ κι είναι ο λόγος για τον οποίο έγινε η ταινία. Και το να ξέρεις να φτιάξεις διασκεδαστική ταινία προϋποθέτει πολλή μαγκιά. Οπότε η μαγκιά απαιτεί και σεβασμό. Εφόσον αγαπούμε το σινεμά εν γένει.
ΥΓ. Οσο για το «film noir» , ας θυμηθούμε ότι ένα από τα καλύτερα του είδους είναι γυρισμένο στο μεγαλύτερο του κομμάτι, μέρα και μάλιστα σε ηλιόλουστο περιβάλλον. Μιλώ για το «CHINATOWN».Ηταν και το επίτευγμα της φωτογραφίας του ΤΖΟΝ ΑΛΟΝΖΟ.. Οχι πως έλειπαν τα νυχτερινά. Νυχτερινά όμως στο L.A είχε και το «PRETTY WOMAN». Κι όλων των ειδών οι ταινίες..….