Ούτε εκείνη ούτε τούτη έχουν σχέση με το θεατρικό «μονόλογο» «Sοuvenir», που είχε παίξει εδώ η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ, όπου, από ό,τι φαίνεται ήταν ένα τρίτο έργο που εμπνεόταν από το ίδιο πρόσωπο, την Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, την φάλτσα σοπράνο. Ούτε εδώ υπάρχουν στην αναγραφή των ονομάτων του σεναρίου credits περί διασκευής θεατρικού, όπως δεν υπήρχαν και στο γαλλικό φιλμ, στο οποίο είχαν αλλάξει και τα ονόματα.
Εδώ, στην ταινία του ΣΤΗΒΕΝ ΦΡΗΑΡΣ υπάρχουν τα επίσημα ονόματα και βλέπουμε την ιστορία , την κατά Στήβεν Φρήαρς (και σεναριογράφου ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΡΤΙΝ) ιστορία της Φλόρενς.
Για αυτό και λέω πως οι συγκρίσεις καταλήγουν άσκοπες με μόνο κοινό σημείο την παρόμοια κι ολόιδια περίπτωση. Το κάθε φιλμ έχει τις δικές του αρετές και τη δική του γραμμή πλεύσης και βέβαια και στις δύο περιπτώσεις είχαμε να κάνουμε με μεγάλες ερμηνείες, διαφορετικού τύπου.
Η Γαλλίδα ΚΑΤΡΙΝ ΦΡΟ ΗΤΑΝ η «Μαργκερίτ» (η Μαργκερίτ όμως,..), ενώ η ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ «παίζει» την Φλόρενς.
ΚΙ ερχόμαστε σε αυτό το «παίζει» που δείχνει και την εξέλιξη της ηθοποιού, της ΜΕΓΑΛΗΣ ηθοποιού, Μέρυλ Στρηπ σε αυτά τα χρόνια. Και θα σταθώ πολύ σε αυτήν.
Όταν πρωτοβγήκε η Μέρυλ Στρηπ και μας έδωσε εκείνες τις πρώτες μεγάλες ερμηνείες που φάνταζαν διαφορετικές από εκείνες που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε ,χύθηκε πολύ μελάνι, κι ακούστηκαν πολλά λόγια, από σχετικούς κι άσχετους.
Η Μέρυλ Στρηπ έπαιζε με ένα τρόπο που έδειχνε ότι ταυτιζόταν πλήρως με τις ηρωίδες, ότι γινόταν ένα με αυτές, κι αυτό προκαλούσε θαυμασμούς. Μάθαινε τοπικές διαλέκτους, έπαιζε με «αξάν» ξένων γλωσσών, συνεργάτες της μου είχαν πεί ότι έκανε κανονική «ψυχανάλυση» στις ηρωίδες της κι υπήρχαν κι εκείνοι που «κορόιδευαν» -αλίμονο!- πως είναι μια «μηχανή», πως παίζει «μαθηματικά» κι άλλες τέτοιες ανοησίες που δεν υπάρχουν γραμμένες σε κανένα κιτάπι περί ηθοποιιών και ρόλων. Και μόνο ‘όταν μελετήσεις κι εσύ την ηθοποιία, όπως την μελετούν οι ηθοποιοί, ώστε να είσαι σε θέση να την κρίνεις και να μη λές βλακείες, καταλαβαίνεις το απεριόριστο του πράγματος. Διότι πως θα κρίνεις ένα αντικείμενο όταν δεν ξέρεις στοιχειωδώς την ιδιοσυστασία του κι αρχίζεις και τελειώνεις με τη λέξη «πειστικός» ή «επαρκής» που είναι συνώνυμα της κριτικής γελοιότητας.
Η Μέρυλ Στρηπ μέσα από το «ΕΙΝΑΙ» ο ρόλος, αναδείχτηκε σε μεγάλη ηθοποιό, κι οι ηθοποιίες της τη μετέβαλαν σε σταρ, με την έννοια όχι των σκανδάλων, των φωτογραφίσεων, των συζύγων ή των εραστών αλλά μέσα από την περίπτωση που πλέον πηγαίνεις στο σινεμά για να τη δεις σε μια ακόμα μεγάλη ηθοποιία. Από αυτή την άποψη, μεγαλύτερη σταρ στην Ελλάδα από την ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ δεν υπήρχε με την έννοια ότι πήγαιναν να δουν την Παξινού να παίζει.
Και φυσικά, μέσα από αυτή την εξέλιξη, η Στρηπ κατακτούσε τεχνικές, δοκίμαζε πράγματα και πλέον έγινε το είδος εκείνο που πηγαίνεις να τη δεις να «παίζει», που ζητάς από αυτήν, ύστερα από τόσα χρόνια στην Τέχνη αυτή, τη «βιρτουοζιτέ». Να σου κάνει κάτι που να σε καταπλήξει, να σου κάνει κάτι που δεν περιμένεις ή να σου επαναλάβει κάτι που περιμένεις επειδή το κάνει ωραία. Και για την ώρα, η Στρηπ στις ερμηνείες της δεν επαναλαμβάνεται κι αυτό μου κάνει εντύπωση, το ότι δεν μπορείς να της προσάψεις «μανιέρα». Όχι ότι δεν υπάρχει αλλά τη δοσολογία από αυτή τη μανιέρα, που στο τέλος-τέλος είναι και κατάκτηση για τον ηθοποιό στα χρόνια που υπηρετεί, αρκεί να ξέρει να τη διαχειρίζεται, τη ρυθμίζει η ίδια. Πόση δόση θα πάρει και τι πασπάλισμα θα από αυτήν θα ρίξει στον εκάστοτε ρόλο ώστε κάθε φορά να σε γητέψει.
Συνεπώς αν παρέμενε στο να «είναι» ο ρόλος, με τον τρόπο που το έκανε όταν μας πρωτοσυστήθηκε θα ήταν σαν να έχει μείνει στάσιμη, σαν να επαναλαμβάνεται, θα είχε καταλήξει μονότονη και δεν θα τη συζητάγαμε αυτή τη στιγμή.
Πάνω σε αυτό έχει δουλέψει ο Στήβεν Φρήαρς την «Florence: Φάλτσο σοπράνο», πάνω στη Μέρυλ Στρηπ που έχει, για να παίξει μια φάλτσα πριμαντόνα που θεωρήθηκε η χειρότερη φωνή του κόσμου ενώ είχε μέσα της την αληθινή αγωνία του καλλιτέχνη- σύμφωνα με το σενάριο που θέλει να τη δει με συμπάθεια.
Πάνω στην Στρηπ στήνει όλη τη σκηνοθεσία του. Πάνω στην ερμηνεία της. Κι η ερμηνεία της, είναι αυτό που λέει στα μαθήματα για τους Ηθοποιούς ο συνεργάτης του Στανισλάβσκι ΜΙΣΑ ΤΣΕΧΩΦ , «η παράσταση του κλόουν»
Η «παράσταση του κλόουν» είναι το ακριβώς ανάποδο του ερμηνευτή τραγωδίας. Οτι και σε αυτή την περίπτωση ο Ηθοποιός χρειάζεται να έχει δημιουργήσει στο μυαλό του ένα «Υπέρτατο» που θα τον κατευθύνει στην ερμηνεία του, αλλά ο κώδικας κλόουν το «Υπέρτατο» το θέλει σε εξωτερίκευση, σε μορφασμούς, σε μεταλλαγές σωματικών κινήσεων που θα του δώσουν τα όπλα για την ερμηνεία, που θα τον εποπτεύουν στη διάπλαση του ρόλου.
Κι ο ρόλος αυτός, έτσι όπως είναι γραμμένος κι όπως το ζητούμενο είναι η συμπάθεια προς την ηρωίδα (θα μπορούσε να γραφτεί κι έργο γι αυτήν από την ανάποδη, για το πώς μια «ψωνάρα» με πολλά εκατομμύρια, ξεφτυλίζει τη μουσική και δεν σέβεται τίποτα-μα δεν είναι αυτό το έργο) να παιχθεί «κλοουνίστικα» κι η ηθοποιός να βάζει και να βγάζει χρώματα και τόνους.
Αρα, ο σκηνοθέτης , κι εδώ φαίνεται η σοφία κι η ικανότητα του Φρήαρς, που έχει δώσει πολλές φορές ρέστα ως σκηνοθέτης με ερμηνεύτριες, επιλέγει το στυλιζάρισμα στο σύνολο της σκηνοθετικής-ερμηνευτικής γραμμής. Με άξονα την Στρηπ στυλιζάρει όλη την ομάδα. Και γίνεται ένας ερμηνευτικός συντονισμός, πραγματικής απόλαυσης, όπου ακριβώς επειδή στο επίκεντρο υπάρχει μια μεγάλη πρωταγωνίστρια σε στιγμές παραληρήματος, συντονίζεται και με το σεναριογράφο για ρόλους των γύρω της και με το εξονυχιστικό castπου καταλήγει στην ανανέωση του κεφαλαίου «διανομή ρόλων» εμφανίζοντας νέα κι άφθαρτα πρόσωπα (όπως ο αποκαλυπτικός ΣΑΙΜΟΝ ΧΕΡΜΠΕΡΓΚ στο ρόλο του πιανίστα Κόσμε Μακμούν που τη συνοδεύει- μιλάμε για τον ΗΘΟΠΟΙΟ-ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ της ταινίας!, τι ερμηνευτικός συντονισμός με την Στρηπ σε αυτό που λέμε "παράσταση του κλόουν"... κι η γεμάτη ενέργεια ΝΙΝΑ ΑΡΙΑΝΤΑ που παίζει τη χυδαία γκόμενα του βιομήχανου με την ωραία ανατροπή ρόλου στο τέλος) παραδίδει στους θεατές μια απολαυστική ταινία.
Οπου η απόλαυση γίνεται και οπτική με τις σκηνογραφικές λεπτομέρειες στα εσωτερικά ντεκόρ αλλά και στους εξωτερικούς χώρους όπου «ξαναζωντανεύει» τη Νέα Υόρκη του 1944( χάζευα τα αυτοκίνητα της εποχής εκείνης) (διευθυντής σκηνογραφίας ο ΑΛΑΝ ΜΑΚ ΝΤΟΝΑΛΝΤ), με το πώς φωτίζει τα σκοτωμένα αλλά και τα φωτεινά χρώματα ο ΝΤΑΝΥ ΚΟΕΝ στη φωτογραφία, με τα κοστούμια της ΚΟΝΣΟΛΑΤΑ ΜΠΟΥΛ που γίνονται προέκταση των ρόλων (όλοι αυτοί, όπως κι ο ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΝΤΕΣΠΛΑ στη συνοδευτική μουσική η οποία συνδυάζει μελαγχολία και μιούζικ χωλ- είναι τακτικοί συνεργάτες του Στήβεν Φρήαρς-άρα έχει δουλέψει την ταινία με επιτελείο με το οποίο συνεννοείται) το προσφέρουν. Προσθέστε και το μοντάζ που δίνει εκπληκτική ροή στην ταινία κι ούτε καταλαβαίνεις πότε τελειώνει (μοντέρ ο ΒΑΛΕΡΟ ΜΠΟΝΕΛΛΙ).
Αφησα για το τέλος τον ΧΙΟΥ ΓΚΡΑΝΤ επειδή μπορεί να μην τον έχω δει ποτέ μου ΚΑΛΥΤΕΡΟ. Σε ένα απίστευτο ερμηνευτικό συντονισμό- κόντρα με την Μέρυλ Στρηπ ήταν ο ιδεώδης στηρικτής της.
Η επίγευση που μου άφησε η ταινία (κι ως ουσία) είναι πως ο Στήβεν Φρήαρς , που έχει σκηνοθετήσει σε μεγάλες τους στιγμές την ΕΛΕΝ ΜΙΡΕΝ που του χρωστά ευγνώμονα το ΟΣΚΑΡ της για την «Βασίλισσα» του , την ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΝΤΣ κατεπανάληψη, την ΓΚΛΕΝ ΚΛΟΟΥΖ με το δώρο του φινάλε στις «Επικίνδυνες σχέσεις», επιθυμούσε διακαώς να σκηνοθετήσει και την ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ. Κι έκανε το καλύτερο που μπορούσε
Το έργο δεν είναι σπουδαίο από πλευράς βαρύτητας, όμως χαίρεσαι να το βλέπεις.