Θες γιατί οι συγκυρίες επιβάλλουν επιτακτικά το άνοιγμα της ελληνικής αγοράς, προπάντων κατά τους θερινούς μήνες που έχει επιβληθεί πλέον η Α’ Προβολή, και προς άλλες κινηματογραφίες, θες γιατί τα φεστιβαλικά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων όχι μόνο δεν φέρνουν κόσμο αλλά καταντούν κι απωθητικά, κάποιοι διανομείς άρχισαν να απλώνονται προς τις ευρωπαικές αγορές και να αγοράζουν κινηματογραφικά προιόντα τους. Κι ανακαλύπτουμε πραγματάκια υπέροχα που για να τα δούμε έπρεπε να πάμε ταξίδι στις χώρες αυτές αλλά επειδή δεν μιλάμε όλες αυτές τις γλώσσες κι επειδή είναι τοπικές παραγωγές παίζονταν φυσικά χωρίς υπότιτλους στις εστίες τους, τα χάναμε κι εκεί.
«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΒΕ» είναι μια ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ τέτοια περίπτωση κι ήδη έχουν αρχίσει στα τελευταία χρόνια κι έρχονται ταινίες από τα σκανδιναβικά κράτη, κυρίως Δανία και Σουηδία κι ως ένα βαθμό και Νορβηγία, που ανοίγουν την βεντάλια και βλέπουμε με τι τρόπο υπηρετούν οι κινηματογραφίες αυτές το ΣΙΝΕΜΑ των ΕΙΔΩΝ, που είναι το σινεμά το οποίο κρατεί ζωντανή την Τέχνη καθώς και την επαφή του κοινού με αυτήν αλλά είναι κι αυτό που αναδεικνύει τους πραγματικούς σκηνοθέτες και φυσικά τους σεναριογράφους, κάτι που δεν κάνει παρά σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις το σινεμά του auteur.
Ετσι, μετά την Ισπανία που φέτος το καλοκαίρι μας έχει δώσει μερικά αξιολογότατα δείγματα της, έρχεται κι αυτό το σουηδικό, άντε να αρχίσουν να έρχονται και τα ιταλικά κι έτσι κάπως ξεθωριάζουν τα «γαλλικά» που δεν… φτούρησαν.
«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΟΒΕ» είναι ένα πολύ ζεστό αλλά και «δροσερό» σε σημεία του έργο, εξαίρετα γραμμένο και σκηνοθετημένο με μεγάλη έμπνευση. Βασίζεται σε βιβλίο από το οποίο έχει προέλθει όπως πληροφορούμαι κι ένα θεατρικό σε τύπο μονόλογου, δεν τα γνωρίζω, και δεν με ενδιαφέρει πως μπορεί να ήταν, ώστε να τα χρησιμοποιήσω ως μπούσουλα για την κριτική της ταινίας , για τον απλούστατο λόγο πως εκεί που εγώ έχω μαθητεύσει, μάθαμε την αυτονόμηση της κάθε Τέχνης και τους δικούς της κανόνες.
Συνεπώς μιλώ για ένα εξαιρετικό σενάριο και για μια σκηνοθεσία που κέντησε κι ανέδειξε τις λεπτομέρειες του με μπόλικη φαντασία που προάγει τα ανθρώπινα.
Ο ήρωας είναι ένας κακότροπος ηλικιωμένος , που έχει χάσει τη γυναίκα του και κάνει δύσκολη τη ζωή των γειτόνων του κι όσων τον πλησιάζουν οι οποίοι τον αντιμετωπίζουν μάλλον ως ιδιάζουσα περίπτωση παρά ως κακό άνθρωπο.
Εδώ κάνω ,μιά παρένθεση για να αναφέρω την εντύπωση που μου έκανε η σκηνοθετική απόδοση αυτών των σχέσεων, η οποία υπογραμμίζει και τα του σεναρίου και το ποιόν του ήρωα: Ότι σκηνοθετεί όλους τους ηθοποιούς που παίζουν τους ρόλους των ερχόμενων σε επαφή μαζί του σαν να μη λαμβάνουν υπόψη αυτό που τους λέει την κάθε φορά ο ήρωας, ο κύριος Οβε, κι έχει σημασία η σκηνοθετική αυτή λεπτομέρεια. Κι από την άλλη ο ηθοποιός που παίζει τον Οβε, ο εκπληκτικός καρατερίστας ΡΟΛΦ ΛΑΣΓΚΑΡΝΤ, που θα τον θυμηθείτε όσοι είχατε δει το «ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΓΑΜΟ» της ΣΟΥΖΑΝΕ ΜΠΙΕΡ, ερμηνεύει τον στριμμένο ήρωα του, με το «άνεση κι ακτινοβολία» που ορίζεται στα στανισλαβσκικά μαθήματα για το πώς παίζεται η κωμωδία, κι έτσι ο ηθοποιός πετυχαίνει ένα θαυμάσιο αποτέλεσμα κι ο σκηνοθέτης μια αρμονία μεταξύ των ερμηνευτών που μεταβάλλεται σε «κλίμα» της ταινίας.
Η ιστορία, όπως ξετυλίγεται κατακτά τον θεατή από καρέ σε καρέ όλο και περισσότερο, τον ταξιδεύει σε όλες τις ηλικίες του ήρωα, αναμειγνύει τους χρόνους παρόν-παρελθόν-προιστορία κι όλα αυτά συνδέονται απολύτως μεταξύ τους, είναι η ιστορία του ανθρώπου ,δικαιολογεί ή αιτιολογεί συμπεριφορές του κι ο θεατής ξεχνά ότι φορά ρολόι. Διότι, φυσικά, και την ιστορία αυτή τη συνοδεύει ένα μοντάζ που όχι μόνο την τρέχει αλλά συμβάλλει και σε κάτι ακόμα που σε εμένα προσωπικά έκανε τεράστια εντύπωση: Για σπάνια φορά, σε ένα έργο που μπερδεύονται τόσο πολύ οι χρόνοι μεταξύ τους, δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία, το «μισό λεπτό-αυτός τώρα ποιός είναι;» που μου συμβαίνει με πολλά έργα και του εγχώριου και του ευρωπαικου, ακόμα και του αμερικάνικου σινεμά που ως εμπορικότερο, υποτίθεται ότι κάτι τέτοια τα προσέχει περισσότερο.. Αυτό που συμβαίνει σε τούτο το σουηδικό φιλμ είναι από τα σπάνια.
Κι ένα φινάλε τόσο μα τόσο συγκινητικό…Και ποιητικό. Κι ονειρικό.. Για να γίνει κι ονειρεμένο. Κι όλο το έργο να στάζει μέλι και να μη γίνεται ποτέ γλυκερό.. κάθε άλλο.
Ένα άλλο στοιχείο που μου έκανε επίσης εντύπωση είναι πως ο ήρωας ζει σε κάποιο προάστιο κι η ταινία ενώ έγινε για να τη δουν κατά βάση Σουηδοί, προβάλει όχι μόνο το χώρο και τη ζωή στο προάστιο αλλά εντάσσει στην ιστορία και το γιατί αλλά και το πότε έγινε μετακίνηση των Σουηδών προς τα προάστια μα δίνει και μια πινελιά περί του πως βλέπουν οι «άλλοι» εκείνους που αποφάσισαν να κατοικήσουν στην προαστιακή ζώνη.
Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει πως τόσο ο ήρωας όσο και το περιβάλλον πρέπει να εξηγούνται πλήρως, με ένα ευρηματικό τρόπο, ώστε ο θεατής να μην έχει κανένα κενό για τίποτα και για κανένα και βεβαίως πρέπει να υπακούουν όλα αυτά στο είδος που ανήκει η εκάστοτε ταινία και στο που στοχεύει το σενάριο της. Κάτι που ο ελληνικός κινηματογράφος ακόμα το παλεύει και δεν θεωρούν υποχρέωση τους να ολοκληρώσουν τον ήρωα, να δείξουν την προιστορία του (περίπτωση “Suntan”) και το νομίζουν και για…. Καλό.
Από αυτή την πληρότητα εξηγούνται τα συναισθήματα που καταφέρνει και γεννά η ταινία στους θεατές, η απόλαυση στην οποία τους ερεθίζει να μπουν και τελικώς η εκ των έσω συγγνώμη προς τους Βόρειους που τους θεωρήσαμε ψυχρούς, αδιάφορους, ωμούς κλπ, κλπ. Αυτοί δεν είναι Άνθρωποι;
Το σινεμά έρχεται και μας το θυμίζει όταν ξεφεύγουμε.
Ο καταπληκτικός σκηνοθέτης, που δεν κάνει καριέρα auteur ώστε τα λογής λογής έντυπα να αναπαράγουν τις παραδοξολογίες του και να τον κάνουν φίρμα, λέγεται ΧΑΝΕΣ ΧΟΛΜ κι είναι ο ίδιος που μετατρέπει σε σενάριο το βιβλίο του ΦΡΕΝΤΡΙΚ ΜΠΑΚΜΑΝ…..
Δηλαδή σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο αλλά αυτός δεν θεωρείται auteur......!