Όπως και να έχει οι ΙΣΠΑΝΟΙ (ως κινηματογράφος διότι ο σκηνοθέτης είναι ΚΑΤΑΛΑΝΟΣ…., ονομάζεται ΣΕΣΚ - μην τον πείτε «Θεσθ», σαν να ήταν Καστιλιάνος, και τον κάνετε…παπόρι- ΓΚΑΙ) φέτος το καλοκαίρι, λόγω καλής συγκυρίας κάποιων Ελλήνων διανομέων που αναζήτησαν αλλού «προιόν», κι όχι στα αμερικάνικα blockbuster ή στα αφόρητα πανομοιότυπα μεταξύ τους γαλλικά, έδειξαν απίστευτη ποικιλία ειδών. Και κυρίως την ικανότητα τους σε αυτό, να βάζουν υπογραφές στα είδη και να παρουσιάζουν έργα εντελώς δικά τους, και σχεδόν κάθε εβδομάδα, είχαμε και μια έκπληξη.
Τούτο εδώ ανήκει στο «feel-good movie» αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω.
Αν εξαιρέσω το φινάλε, που με εκνεύρισε το «καπέλωμα» που τρώει ο ένας φίλος από τον άλλο, κι αυτό δεν αφορά στην καλλιτεχνική αξία της ταινίας , ούτε στο πως το δίνει ο σκηνοθέτης που το δίνει με τρόπο εξαιρετικό αλλά αφορά σε μένα προσωπικά που «μπήκα» βαθιά μέσα στην ταινία και στη σχέση των δύο κι είπα «για κάτσε, μη μου το φορτώνεις χωρίς να με ρωτήσεις κι αν αρνηθώ θα κουβαλάω ενοχές!!!!!»…
Αυτό λοιπόν το «υποκειμενικό» που παρέθεσα είναι εξ αιτίας του ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ πως η ταινία δηλαδή σου περιγράφει μια ανδρική φιλία η οποία είναι και ανδρική και φιλία , με τους δικούς της κώδικες μα δεν περιορίζεται σε αυτό ώστε να παρακολουθήσεις κάτι βαρετό. Κι είναι αυτό που κάνει την ταινία να κατακτά τους θεατές.
Αντίθετα, επεκτείνεται, με αφορμή τη φιλία δύο μεσήλικων ανδρών, σε πολλά πράγματα, και φτάνει στην οικογένεια, στην αγάπη, στο πως διαχειρίζεται τη ζωή του, την ασθένεια του ακόμα και το τέλος του ένας άνθρωπος και θα τολμούσα να πω ότι περισσότερο από τη φιλία με συγκίνησε η σχέση του πατέρα με το γιό, ειδικά όταν έπεσαν οι αποκαλύψεις στο φινάλε.
Με άλλα λόγια, ένα έργο ανθρώπων. Και στα έργα ανθρώπων, όταν δίνονται με τέτοια λεπτότητα και αραχνένια ύφανση σαν και τούτη εδώ που κάνει ο Καταλανός, το να αρχίζει ο θεατής τις δικές του αναγωγές είναι δείγμα επιτυχίας τεράστιας, ότι το έργο ΜΙΛΗΣΕ επειδή ο σκηνοθέτης ΤΟ ΕΔΩΣΕ. Το έδωσε στον κόσμο-αυτό εννοώ.
Σκέφτηκα και φίλο που θα με «καπέλωνε» με κάτι ανάλογο διότι αυτός είναι ο χαρακτήρας του αλλά δεν παύει να είναι φίλος, σκέφτηκα κι άλλον φίλο που ήταν το ακριβώς ανάποδο και δεν θα σου φόρτωνε ποτέ το επέκεινα του, σκέφτηκα και τον πατέρα μου κι όσα δεν υπήρχαν στη σκηνή της συνάντησης στο Αμστερνταμ αλλά και στη σκηνή των αποκαλύψεων στο φινάλε…
Οσο δε για τον «Τρούμαν» του τίτλου είναι το όνομα του σκύλου που γίνεται επίμαχο στοιχείο της υπόθεσης χωρίς να περιστρέφεται το story γύρω από αυτόν!
Σκέφτηκα, όμως, κι ένα ελληνικό φιλμ μικρού μήκους που είχα δει πέρσυ στις «Νύχτες Πρεμιέρας», το «AL» του ΑΛΕΞΗ ΚΟΥΑΝΤΑΣ , όπου σε ολιγόλεπτη αφήγηση είχε κάτι παρόμοιο με σκύλο, όπου κι εκεί ο τίτλος ήταν το όνομα του σκύλου κι ο «Αλ» δεν ήταν ο Πατσίνο ούτε κι εδώ στο «Truman» δεν πρόκειται για τον πρώην Πρόεδρο των ΗΠΑ…
Κι ότι εδώ ο Καταλανός πιάνει μια μικρομηκάδικη αφορμή και της δίνει διαστάσεις, επεκτάσεις, προεκτάσεις.
Κυρίως όμως έχω να του δώσω επαίνους για το ότι έχουμε στο επίκεντρο ένα καρκινοπαθή που βαδίζει προς το τέλος του κι αυτό το γνωρίζουμε από την αρχή- οπότε δεν κατηγορούμαι ως μαρτυριάρης (για να μη χρησιμοποιήσω κι εγώ ως εμετικός μίμος τη λέξη «spoiler» του διαδικτύου)- κι ουδέποτε αισθανόμαστε βάρος ή δυσφορία που παρακολουθούμε κάτι τέτοιο.
ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ. Αν η Μελίνα Μερκούρη έκανε διεθνή θρίαμβο με το «Ποτέ την Κυριακή» λανσάροντας τον ασυνήθιστο τύπο της «ευτυχισμένης πουτάνας», στο «TRUMAN» ο ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΝΤΑΡΙΝ πετυχαίνει ένα άλλο θαύμα: ένα τύπο καρκινοπαθή που δεν έχει προηγούμενο. Χωρίς ο ρόλος να διακωμωδείται, χωρίς να ρεζιλεύεται, χωρίς να φτηναίνει. Το αντίθετο.
Ο ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΝΤΑΡΙΝ αποδεικνύει από ταινία σε ταινία ότι πρόκειται για ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΓΕΘΟΣ κινηματογραφικού ηθοποιού, πιθανόν και θεατρικού αλλά δεν έχω υπόψη μου ούτε προσωπική μαρτυρία, αλλά μιλάμε για πολύ μεγάλο ηθοποιό. Τι πρότυπο έφτιαξε στο μυαλό του κατά την ανάγνωση του σεναρίου και κατά την προετοιμασία του ρόλου ώστε να παίξει με αυτό τον τρόπο τον καρκινοπαθή αλλά και το πόσο τον αναδεικνύει ο φακός και τον κάνει αφοπλιστικό, είναι από τα μεγάλα ερωτήματα αλλά και ατού της ταινίας. Ο Νταρίν έχει ΓΙΝΕΙ ο ρόλος, ο χαρακτήρας, κι όλο αυτό ως αποτέλεσμα μιάς τέτοιας λιτότητας εκφραστικών μέσων στην εκδήλωση αμέτρητων και αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων και συγχρόνως ακτινοβολίας διότι μιλάμε για ηθοποιό που έχει αποφασίσει να γοητέψει τους θεατές του. Ομως βοηθιέται κι από το πληρέστατο σενάριο όχι στο να παίξει τα «έτοιμα» αλλά στο να καταφύγει, πατώντας γερά στο ρόλο, σε δημιουργικές επινοήσεις.
Εξαίρετος φυσικά στο κράτημα των ίσων ο συμπρωταγωνιστής ΧΑΒΙΕ ΚΑ’ΜΑΡΑ, γνώριμος μας από ταινίες του ΑΛΜΟΔΟ’ΒΑΡ, που δείχνει κι αυτός μια πλαστικότητα στην επεξεργασία, μια προίκα για μεταμορφώσεις.
Και παίζει μία σκηνή αλλά δική του κι ο νέο-αποκτηθείς Ισπανός φίλος ΧΑΒΙΕ ΓΚΟΥΤΙΕΡΕΘ, που τον έχουν πάρει για μία σκηνή αλλά κομβική ώστε να της δώσει ανάδειξη.
Το θέμα είναι πως κατά το ξεκίνημα η ταινία σου φαίνεται λίγο αργή. Σε χαιδεύει αλλά σαν να μην απλώνει και το χέρι της με ζέση ή με πάθος σε αυτό το χάιδεμα. Και κάπου φοβάσαι μη και βαρεθείς. Πολύ γρήγορα όμως αλλά και σιγά – σιγά , ξετυλίγει ανθρώπινες λεπτομέρειες που ανεβάζουν θερμοκρασία, ζεσταίνουν και κατακτούν. Κι είναι πολύ ωραίος ο τρόπος γραφής του σεναρίου όπου σκηνές ήπιες και λιτές έρχονται στη συνέχεια να αποδειχτούν ως ότι έκρυβαν πολλά κι ουσιώδη πράγματα την αποκάλυψη των οποίων την ήθελε το σενάριο για αργότερα. Σαν μικρέ βόμβες, κρυμμένες ύπουλα. Τις δείχνει ως σημαντικές αλλά παρακάτω φαίνεται πως ήταν εκ των προτέρων ανατρεπτικές. Μου άρεσε πολύ αυτό ως γραφή!
Και φυσικά ο σκηνοθέτης που έχει συγγράψει το σενάριο με συνεργάτη τον ΤΟΜΑ’Σ ΑΡΑΓΚΑΙ τα μεταβάλει όλα, σενάριο και σκηνοθεσία, σε ένα. Α λα ΤΖΟΤΖΕΦ ΜΑΝΚΙΕΒΙΤΣ, ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΙΛΝΤΕΡ, ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ. Και πολλών, πολλών άλλων. Και ΤΖΑΒΕΛΛΑ δικού μας. Κι ΑΛΜΟΔΟ’ΒΑΡ δικού τους. Το σενάριο κι η σκηνοθεσία να μη διαχωρίζονται.
Ως «σεναριάκιας», κάθε φορά που βλέπω κάτι τέτοιο να συμβαίνει , παραδίνομαι!