Την ευθύνη θα τη ρίξω αφενός στο ότι ο θεατρικός σκηνοθέτης ΜΑΙΚΛ ΓΚΡΑΝΤΑΤΖ δεν έχει αυτό που λέμε τα… skills, τα κινηματογραφικά, την κινηματογραφική επιδεξιότητα κι αφετέρου στην ασυμφωνία με το σενάριο του ΤΖΟΝ ΛΟΓΚΑΝ ο οποίος είναι καθαρώς χολυγουντιανός σεναρίστας και ξέρει πολύ καλά την εικονογραφημένη δόμηση. Το βάθος, όμως, κι ειδικά σε ένα έργο σαν κι αυτό που θέλει να απευθυνθεί στον διανοούμενο κόσμο, κι εδώ επιχειρεί να το βρει, φυσικά πάλι δια των εικόνων , σκοντάφτει στο σκηνοθέτη που δεν έχει τον κινηματογράφο μέσα του παρόλο ότι το προσπαθεί.
Το προσπαθεί (ο σκηνοθέτης) με τη φωτογραφία (ΜΠΕΝ ΝΤΕΙΒΙΣ) που ακολουθεί τα σέπια χρώματα του σκηνογράφου και μας πετυχαίνει υποβλητική ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ νεουορκέζικου μεσοπολέμου σε εσωτερικούς, ως επί το πλείστον ,χώρους,το πετυχαίνει και με τις πρωτοβουλίες των συνεργατών του διευθυντή φωτογραφίας με τις κάμερες που προσπαθούν να δώσουν «κινητικότητα» και κινηματογραφικότητα στο φιλμ, το χάνει πλήρως σε όλο το πρώτο μέρος, όπου συστήνονται οι χαρακτήρες κι οι σχέσεις τους αλλά τα λεγόμενα τους επαναλαμβάνονται κι ο Τόμας Γουλφ ειδικότερα επαναλαμβάνεται ακόμα περισσότερο…. Ισως πάλι εδώ, επειδή έχουμε διασκευή βιβλίου ο σκηνοθέτης σαν να δείχνει ότι θέλει να σκηνοθετήσει το βιβλίο κι ο σεναριογράφος του παραδίδει διασκευή εικονογραφημένη που δεν λύνει το πρόβλημα επειδή το θέμα είναι τέτοιο που δι’ αυτου του τρόπου δεν αντιμετωπίζεται.
Τα καλά στοιχεία έρχονται στο δεύτερο μέρος όπου βλέπουμε επιτέλους και τον «Ερνεστ Χεμινγουέι» που τον σκιτσάρει ωραία δια του ΝΤΟΜΙΝΚ ΟΥΕΣΤ αλλά και πετυχαίνει να δώσει κινηματογραφικά τη σκηνή του ως «αναγνώριση» ενώ για τον ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά και για να σιγουρευτώ ότι πρόκειται περί αυτού έμεινα να δω το castστους τίτλους φινάλε ότι πράγματι ο ΓΚΑΙ ΠΙΡΣ παίζει τον Φιτζέραλντ.
Αναφέρομαι σε αυτούς τους δύο ως «καλά στοιχεία» επειδή ο Μαξ Πέρκινς ο εκδότης , που έχει αναλάβει τώρα τον Τόμας Γουλφ , είναι ο εκδότης που ανέδειξε αυτιύς τους δύο μέγστοςυ Αμερικανούς συγγραφείς. Κι αυτό από μόνο του είναι ένα ερέθισμα για την παρακολούθηση της ιστορίας στους θεατές εκέινους που δεν γνωρίζουν τον Τόμας Γουλφ ως συγγραφέα και τον ανακαλύπτουν ως κινηματογραφικό ήρωα
Προσθέτουμε στο δεύτερο μέρος καθώς προχωράμε προς το τέλος και τη σκηνή της μάνας που ανεβάζει θερμοκρασίες αλλά πιά έχουμε βαρεθεί, όπως επίσης και τα πηγαινε-έλα της σχέσης του Γουλφ με τη γυναίκα του.
Το έργο- δεν ξέρω για το βιβλίο, μιλώ αποκλειστικώς για τον κινηματογράφο- δεν πετυχαίνει τα ερεθίσματα που ατμόσφαιρα, ηθοποιοί, χαρακτήρες κι εποχή, προιδεάζουν.
Αν κι ο κόσμος του βιβλίου θα βρει κάτι περισσότερο από τους υπόλοιπους θεατές επειδή θα νιώθει λίγο παραπάνω το «μέσα» των ηρώων. Κυρίως, ως προς το ρόλο του εκδότη που τον υποστηρίζει το στέρεο και λιτό παίξιμο του ΚΟΛΙΝ ΦΕΡΘ, κι εκείνο το ανεξήγητο εύρημα που φορά διαρκώς καπέλο ακόμα και στο οικογενειακό τραπέζι και το βγάζει μόνο στην τελευταία σκηνή… καθώς και το αναπάντεχα ώριμο παίξιμο της ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ στο ρόλο της συζύγου του Γουλφ. Η ΛΟΡΑ ΛΙΝΕΥ είναι στο πνεύμα του δικού της μέρους, αν και δεν της προσφέρει τις μεγάλες εξάρσεις. Για τον ΤΖΟΥΝΤ ΛΟ έχω να πω μεικτά πράγματα. Από τη μια ΥΠΕΡΠΑΙΖΕΙ έως κι επιτηδευμένα σε μερικά σημεία. Από την άλλη, ο χαρακτήρας δικαιολογεί αυτές τις συμπεριφορές μια και διακατέχεται από υπερβολή σε πολλές εκδηλώσεις του και στην ίδια την ψυχοσύνθεση του. Εχω όμως την πεποίθηση ότι κι εδώ φέρει μερτικό ευθύνης ο σκηνοθέτης που το αντιμετώπισε σαν να ήταν στο θέατρο. Οτι ο Γουλφ είναι ο ρόλος των εξάρσεων άρα στις δικές του σκηνές πρέπει με έντονο τρόπο να βγάζει τον ηθοποιό μπροστά για να δημιουργεί «ανάφλεξη» στο κοινό. Κινηματογραφικά αυτό δεν λειτουργεί στο ακέραιο κι ο Λο χρεώνεται υπερπαίξιμο για το οποίο θα μπορούσε και να μην φταίει.
Κοντολογίς, όταν ένα έργο δεν έχει συγκεκριμένο το στόχο του και εξ αυτού προκαλεί βαρυθυμία στους θεατές, από πείρα καταλήγω ότι προκαλεί την ίδια βαρυθυμία και στην κριτική του.
Θεωρώ ότι γράφω κι εγώ μια βαρετή κριτική για κάτι που με έκανε μόνο να πλήξω χωρίς να με «βοηθήσει» και να θυμώσω.