Ένα ακόμα δυνατό κομμάτι λοιπόν στα ισπανόφωνα του φετινού καλοκαιριού που μας έχουν καταπλήξει με την πολυεδρικότητα τους, την ποικιλομορφία τους, το ΣΙΝΕΜΑ των ΕΙΔΩΝ, που τιμούν κι υπηρετούν, και μέσα από αυτό αναδεικνύουν δυνάμεις.
Εχω όμως και κάποιες ενστάσεις σεναριακές και θα ήθελα να ξεκινούσα με αυτές . Βασικά μία είναι η ένσταση στο σενάριο, ότι πολλά ερωτηματικά δημιουργούνται και δεν δίνονται ικανοποιητικές απαντήσεις σε όλα. Κι η ευθύνη βαραίνει το ίδιο το θέμα κι αυτή τη νέα παγκόσμια τάση στον κινηματογράφο που έχει απλωθεί παντού και που δηλώνεται ως «βασισμένο σε αληθινή ιστορία»
Πράγματι το έργο βασίζεται σε αληθινή ιστορία η οποία είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου. Από αυτές που αποδεικνύουν ότι τα παράξενα, περίεργα, απίστευτα σενάρια τα γράφει η ίδια η ΖΩΗ κι οι σεναριογράφοι απλώς τα επεξεργάζονται.
Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει τους σεναριογράφους από τον κόπο να αντιμετωπίσουν το θέμα με τους κανόνες της γραφής, της σεναριογραφίας, της Τέχνης κι όχι να επαναπαυθούν στο ότι «δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια». Η Τέχνη είναι μίμηση πράξεως και χρειάζεται μετάπλαση. Και στο σινεμά, δεν αρκεί το δικαιολογητικό ότι «έτσι έγιναν και στην πραγματικότητα»
Εδώ δεν έχουμε πραγματικότητα, δεν έχουμε ντοκυμαντέρ, δεν έχουμε ρεπορτάζ.
Αν δηλαδή δεν υπήρχε η ένδειξη στους τίτλους «βασισμένο σε αληθινή ιστορία», θα λέγαμε «τι παραμύθια μας πουλάνε». Επειδή όμως δεν πουλούν ΚΑΘΟΛΟΥ παραμύθι αλλά αληθινό γεγονός, θα έπρεπε να έχουμε πειστεί και ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ για το πώς αυτός ο πρώην στρατιωτικός μπόρεσε και σύστησε εγκληματική συμμορία με την οικογένεια του σε κατάσταση συνεργασίας αλλά και ομηρίας, οικογένεια νοικοκυρεμένη , πολυμελής, σύζυγος μορφωμένη, παιδιά ποικίλων ηλικιών… Πως έστησε τη συμμορία, πως προχωρούσαν στις απαγωγές των πλουσίων , τους έφερναν στο υπόγειο του σπιτιού, τους βασάνιζαν και μετά τους σκότωναν….. Κι ο περίγυρος, που σαν μην πήρε χαμπάρι, αλλά και τα εκτελεστικά όργανα της συμμορίας που δεν κινούσαν υποψίες, επίσης πόσο ενέχονταν όλα τα παιδιά κι αν ενέχονταν πως και δεν αντιδρούσαν στον τρόμο και στο αίμα με τις αντιδράσεις της τρυφερής τους ηλικίας, μα κι η σύζυγος κλπ
Το «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» θεωρούν ότι απαλλάσσει από όλες αυτές τις εξηγήσεις. Δραματουργικά, όμως, έχει το προβληματάκι του διότι δραματουργικά έχει κενά. Η πραγματικότητα είναι άλλη υπόθεση. Το κάθε τι πρέπει να σε πείθει εντός του έργου που το βλέπεις. Στον Τζέημς Μποντ τα όσα κάνει, που αν τα έκανε καθημερινός άνθρωπος, δεν θα είχε ζήσει, είναι ενταγμένα στον είδος Μποντ. Στο ρεαλιστικό σινεμά απατούνται ρεαλιστικές επεξηγήσει. Και πάει λέγοντας..
Κι εδώ τελειώνω με τις ενστάσεις διότι κι εμένα άρχισαν να με απασχολούν τουλάχιστον δύο 24ωρα μετά την παρακολούθηση του, επειδή ήθελα να ενθουσιαστώ αλλά κάτι με συγκρατούσε , οπότε το έβαλα κάτω και το έψαξα.
Διότι είναι τόσο ωραία σκηνοθετημένο, εκτελεσμένο, ερμηνευμένο, ακόμα και γραμμένο μα και ντεκουπαρισμένο ώστε να γίνει κινηματογράφος, που εκείνη τη στιγμή δεν σου επιτρέπει να περάσουν οι όποιες ενστάσεις από το μυαλό σου. Δεν έχει προλάβει να τις συνειδητοποιήσεις.
Αντίθετα του βρίσκεις συνεχώς αρετές. Πρώτα από όλα διότι κάνει μια θαυμάσια εισαγωγή ιστορίας και προσώπων, πηγαίνοντας μας στην Αργεντινή των ημερών του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ραφαέλ Βιντέλα με κορυφή του παγόβουνου την ήττα της χώρας στον πόλεμο για τα νησιά Φόλκλαντ με το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου κέρδισε το δεύτερο, επί ημερών Θάτσερ κι ανέβασε τις μετοχές της Θάτσερ στην Αγγλια ενώ καταβύθισε την Αργεντινή σε πένθος και ήττα και σε αρχή του τέλους για τη Δικτατορία… Κι αισθάνεσαι πολύ ωραία που σου φτιάχνει και ιστορικό αλλά και κοινωνικό πλαίσιο ενόψει μιάς ιστορίας την οποία ετοιμάζεται να σου αφηγηθεί κι επιχειρεί να τη συνδέσει. Νιώθεις ακόμα πιο ωραία όταν αρχίζει αυτή η σύνδεση κι ο άνθρωπος που έχεις δει στη σκηνή με τους στρατιωτικούς, τη σκηνή της ανακοίνωσης της ήττας στα Φόλκλαντ, βρίσκεται τώρα στην» αποστρατεία», στην ήσυχη ζωή, και μπαίνουμε στην υπόθεση. Στο τι κάνει τώρα. Κι είναι τα παραπάνω που σας είπα. Κι όλα αυτά τα δεχόμαστε με τον καλύτερο τρόπο, διότι δεν βλέπουμε μια απλή γκανγκστερική ταινία με απαγωγές και σκοτωμούς αλλά την παρακολουθούμε κι ως ένα πολιτικό έργο με δραματικούς κανόνες.
Επιπλέον, ο ικανότατος σκηνοθέτης ΠΑΜΠΛΟ ΤΡΑΠΕΡΟ αναβιώνει τη δεκαετία των 80ς με κάθε λεπτομέρεια , και μας βάζει απόλυτα σε κλίμα εποχής (ρούχα ,αξεσουάρ, αυτοκίνητα –ακόμα κι η ηχητική επένδυση), επίσης με τα χρώματα που έχουν επιλέξει οι σκηνογράφοι βοηθούν τη φωτογραφία να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα που θέλει ο σκηνοθέτης για ατμόσφαιρα του έργου, ατμόσφαιρα σκοτεινή για «σκοτεινές» μέρες και για «σκοτεινές» καταστάσεις κι όλο μαζί λειτουργεί περίφημα
Υπάρχει κι αυτός ο μεγάλος ηθοποιός (πολύ καλό πράγμα διαπιστώνουμε ότι διαθέτει η Αργεντινή), ο ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΦΡΑΝΣΕΛΑ που παίζει τον «πατριάρχη» της «φαμίλιας» που συνδυάζει την ψυχρή, εγκληματική φάτσα με τον αυστηρό οικογενειάρχη που τηρεί στο σπίτι τους κανόνες ενώ τους έχει στη δολοφονική δούλεψη όλους και που στο φινάλε «γκρεμίζεται» μέσα του ενώ η φάτσα παραμένει απειλητική και ψυχρή κι ο ηθοποιός καταφέρνει όλο αυτό που περιγράφω να μας το δώσει- κι αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα.
Και συγχρόνως, ο σκηνοθέτης, για να επανέλθω σε αυτόν, ξέρει πολύ καλά το σινεμά των ειδών, τις γκανγκστερικές ταινίες, τις πολιτικές ταινίες, ξέρει να τα παντρέψει και να φτιάξει ένα έργο το οποίο ανταποκρίνεται και στους χαρακτήρες καθώς εξελίσσεται η ιστορία, καθώς κλιμακώνονται ι καταστάσεις, καθώς αρχίζουν οι ρωγμές.
Για όλους αυτούς τους λόγους το έργο μας κερδίζει ανεπιφύλακτα.
Μετά από δύο 24ωρα, όμως, κάτι από εδώ, κάτι από εκεί, κάτι σε εκείνη τη λεπτομέρεια, κάτι στην άλλη σκηνή που δεν ήταν λεπτομέρεια και δεν θέλω να τα ονοματίσω για να μη χαλάω και την έκπληξη του θεατή, αρχίζουν να διαφαίνονται τα κενά κι η διαφορά της δραματουργίας από την αληθινή ζωή.