Ο Τομ Χανκς διαθέτει ένα στοιχείο προσωπικότητας που ο κινηματογράφος του το ανέδειξε πολύ νωρίς κι αυτό το στοιχείο είναι μια συνειδητή παιδικότητα που μεταβολίζεται σε καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία και που τον διακρίνει στον τρόπο έκφρασης κι από την πολλή δουλειά και το ψάξιμο, το έχει μεταβάλει σε εργαλείο προσέγγισης ρόλων. Είτε για κωμικό ρόλο πρόκειται είτε για δραματικό, ο Τομ Χάνκς θα τον δει από αυτή τη σκοπιά και θα τον αναδείξει τον ρόλο κάνοντας τον δικό του, σαν να γράφτηκε αποκλειστικά για αυτόν και για κανένα άλλον.
Και για κάποιους ρόλους, κυρίως εκείνους που προέρχονται από πρωτότυπα σενάρια, που γράφτηκαν δηλαδή απευθείας για την οθόνη, μπορεί και να ισχύει. Κάποιοι άλλοι ρόλοι, όμως, κι ένας εξ αυτών, ο τωρινός, προέρχονται από βιβλία. Αυτοί οι ρόλοι, πλάστηκαν, διαμορφώθηκαν, δημιουργήθηκαν από τον ηθοποιό και βλέποντας κανείς το «ΕΝΑ ΟΛΟΓΡΑΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΙΑ» δεν μπορεί να φανταστεί άλλον ηθοποιό στη θέση του.
Μα είναι φυσικό. Ετσι όπως τον έπαιξε δεν αφήνει περιθώρια σκέψης για άλλους.
Εδώ παίζει έναν κατά κάποιο τρόπο εφευρέτη που πηγαίνει στη Σαουδική Αραβία για να πουλήσει ένα σχέδιο στον βασιλιά για τη δημιουργία μιάς μοντέρνας πόλης που θέλει να φτιάξει ο μεγαλειότατος στην έρημο αλλά εκεί τον περιμένουν πολλά περίεργα και τα περίεργα είναι αφενός ο διαφορετικός τρόπος ζωής και κουλτούρας αλλά κι η αποκάλυψη προσωπικών του πραγμάτων που θα τον οδηγήσουν , εκτός από την κατανόηση των άλλων, στην αυτογνωσία. Και σε μια δική του πλέον επιλογή.
Δεν θα έλεγα ότι στο σενάριο τα πάντα λειτουργούν με τον αρτιότερο ή με τον βαθύτερο τρόπο. Και σίγουρα, κάπου στο δεύτερο μέρος, κάποιοι ίσως παρατηρήσουν τις λεγόμενες «κοιλιές» ή κάποιες σεναριακές δυσκαμψίες.
Όμως όλα αυτομάτως επανέρχονται στην τάξη χάρη σε αυτόν, θες με μια ματιά που ρίχνει κι αυτομάτως δίνει μια επιπλέον διάσταση στη σκηνή, θες με μια γκριμάτσα διακριτικά ελεγχόμενη, θες με μια αντίδραση που μπορεί να του προέκυψε στην πρόβα, παίρνει τα βλέμματα πάνω του, κάνει τη σκηνή να φαίνεται πιο σημαντική από όσο είναι και τελικώς αναπληρώνει τα όποια παρουσιαζόμενα κενά.
Ο ΤΟΜ ΤΙΚΒΕΡ , ο Γερμανός σκηνοθέτης, με τη σειρά του δείχνει ότι ξέρει και να τον παρακολουθήσει, άρα να τον σκηνοθετήσει, και να ρυθμίσει όλο το έργο πάνω του. Κάνει περίπου κάτι ανάλογο με εκείνο που έχει κάνει ο Στίβεν Φρήαρς με την Μέρυλ Στρηπ στην «Florence: Φάλτσο Σοπράνο». Πατά στέρεα στον πρωταγωνιστή που τον έχει σχεδόν σε όλα τα «καρέ» του φιλμ και συντονίζει με αυτόν τους γύρω του.
Ετσι επιτρέπει και σε ηθοποιούς που τον πλαισιώνουν να φτιάξουν καλή συναρμογή μαζί του, και να ανανεώσει και το cast γύρω του χρησιμοποιώντας άφθαρτους ηθοποιούς όπως η Δανέζα ΣΙΝΤΣΕ ΜΠΑΜΠΕΤ ΚΝΟΥΝΤΣΕΝ, που την ξέρουμε από το «Μετά το γάμο» της Σουζάνε Μπίερ κι από το σήριαλ «Borgen» που μετέδιδε η ΕΡΤ, ή η ΣΑΡΙΤΑ ΤΣΟΥΝΤΧΟΥΡΥ που την μάθαμε από την Ινδή σκηνοθέτη Μίρα Ναίρ, στο ρόλο εδώ της γιατρού. Και μας αποκαλύπτει κι έναν ηθοποιό, τον ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΠΛΑΚ, που παίζει τον Γιουσέφ, τον σωφέρ που συνοδεύει τον ήρωα κι ο οποίος δείχνει υποδειγματική πειθαρχία στη διαχείριση του κωμικού στοιχείου.
Ως προς τον Τομ Τίκβερ εκείνο που έχω να πω είναι πως οι οπαδοί της θεωρίας του auteur, που τον είδαν ως auteur και τον εκθείασαν στο «Τρέξε Λόλα τρέξε» θα μείνουν και πάλι μετέωροι ή κι αμήχανοι όπως είχαν μείνει και στο «Αρωμα» και στο «Cloud Atlas» καθώς και σε άλλα φιλμ, διότι ο Τίκβερ δείχνει πως θέλει μεν να αναδειχτεί σε auteur, αλλά όπως το εννοεί εκείνος, σε auteur που βγαίνει μέσα από το σινεμά των ειδών και μαθαίνοντας τα είδη να βάζει ο ίδιος προσωπική υπογραφή. Κάτι σαν κι αυτό που είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Δεν το έχει φτάσει σε μεγάλο ύψος το συγκεκριμένο, πάντως δεν επαναλαμβάνει και το «Τρέξε Λόλα τρέξε» κι όσοι δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν ώστε να καταλάβουν τι κάνει ακριβώς με τα είδη, τον προσπερνάνε ή του βρίσκουν ελλείψεις αοριστολογώντας.
Κι επειδή δεν το έχει κατακτήσει στο ακέραιο αυτό που έχει ορίσει ως στόχο του, το φιλμ καταλήγει ένα «feel -good movie», ιδανικό για καλοκαιρινή ψυχαγωγία (μιλώντας για Ελλάδα )που αφήνει αμήχανους εκείνους που δεν είναι σε θέση να τα αντιληφθούν και να το εξετάσουν ως είδος.
Τη ζωή στη Σαουδική Αραβία, όπως την βλέπουν και τη βιώνουν οι ξένοι που βρίσκονται εκεί, μέσα από μια σοφιστικέ κομεντί που είναι και το είδος στο οποίο πρέπει να την εντάξει, την έχει σκηνοθετήσει θαυμάσια. Τόσο τους χώρους, με τη βοήθεια του διευθυντή σκηνογραφίας όσο και τους ανθρώπους με την καλή συνεργασία των ηθοποιών και με την έμπνευση που του παρέχει ο Τομ Χανκς με την προσωπικότητα του και το ταλέντο του.