Το «Money Monster» του ξένου τίτλου αναφέρεται σε αληθινή τηλεοπτική εκπομπή, με παραλλαγμένο τον τίτλο, που οικοδεσπότης της είναι ο ΤΖΩΡΤΖ ΚΛΟΥΝΕΙ , με την ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ στο «παρατηρητήριο», στο control room, όπου η εκπομπή έχει ως θέμα της τα της Wall Street κι ένα βράδυ μπουκάρει νεαρός οπλισμένος , την ώρα της μετάδοσης, και κρατεί ομήρους όλους όσους βρίσκονταν εκεί μέσα. Για να αποδειχτεί ότι ο καταληψίας νεαρός ήταν θύμα των παιχνιδιών του Χρηματιστηρίου , ένα ακόμα θύμα.
Κι η υπόθεση κλιμακώνεται και παίρνει παν-αμερικάνικες κι όχι μόνο διαστάσεις- φτάνει μέχρι Σεούλ
Μάλιστα.
Μια ταινία της Τζόντι Φόστερ με δύο υπέρλαμπρους σταρ .
Το πρόβλημα της ταινίας είναι κατά 70 ο/ο σκηνοθετικό. Κι όχι τόσο σεναριακό. Θα έλεγα μάλιστα ότι το σενάριο , από πλευράς εξέλιξης και πλοκής, κάτι λέει. Από πλευράς περιεχομένου είναι μόνο αφορμή ώστε να κάνει εντύπωση και να έχουμε να λέμε..
Κι είναι σκηνοθετικό το πρόβλημα διότι σε όλο το πρώτο μέρος, ενώ συμβαίνουν κάποια πράγματα στην οθόνη, κάτι φταίει και δεν σε αγγίζουν ή δεν σε γεμίζουν.
Δεν υπάρχει εσωτερικότητα ούτε στην προβολή των χαρακτήρων ούτε στην καθοδήγηση των ηθοποιών. Αντίθετα, μοιάζει σαν ν έχει αφήσει τους σταρ να κάνουν το παιχνίδι τους κι η σκηνοθέτης να τους υπογράψει. Ο Τζορτζ Κλούνει καταφεύγει στα προσωπικά του «ακκίσματα» (χαμόγελο κυρίως), τη δε Τζούλια Ρόμπερτς θαρρείς και θέλει να την παγιδέψει, δεν της προβάλλει απολύτως τίποτα. Κυρίως, όμως, το πρόβλημα φαίνεται στο νεαρό ηθοποιό ΤΖΑΚ Ο’ ΚΟΝΕΛ, που παίζει τον «εισβολέα», κι ο οποίος δείχνει αξιόλογος κι ότι έχει «πιάσει» το ρόλο. Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής από μεριάς σκηνοθεσίας που όλη η σκηνοθεσία αρχίζει και τελειώνει στους μονταζιέρικους εντυπωσιασμούς , δεν βοηθά ούτε αυτόν ούτε κανέναν άλλο.
Διότι η Τζόντι Φόστερ σε όλες τις ταινίες που αποπειράται να κάνει τη σκηνοθέτη αλλά και στο σύνολο της καριέρας της, αυτό που έχει δείξει είναι πως της λείπει το βάθος. Εχει νοοτροπία παραγωγού και με αυτή τη νοοτροπία πλάσαρε και τον ηθοποιό εαυτό της, όταν επέστρεψε από τα Παρίσια κι άρχισε να φτιάχνει το «προφιλ» της «διανοούμενης» του Χόλυγουντ, με μπροσούρες του τύπου «ο Γκοντάρ κι ο Αντονιόνι είναι τα είδωλα μου» και καμία ταινία δεν έδειξε, δεν ΑΠΕΔΕΙΞΕ, κάτι τέτοιο. Αντίθετα, και στην ηθοποιία στάθμευσε, βρήκε τον πρώτο καιρό δύο καλούς ρόλους κι από υπέρμετρη καλή συγκυρία κατέληξαν σε Οσκαρ κι αυτό ήταν. Δεν εξελίχθηκε ούτε ως ηθοποιός. Εκτοτε.
Η Τζόντι Φόστερ είναι 100 ο/ο παιδί του Χόλυγουντ και τίποτε άλλο, κι όταν λέω Χόλυγουντ εννοώ το κομμάτι που λέγεται «business». Όμως εξακολουθεί να το «πλασάρει» αυτό κι ας μην διακρίνεται τίποτε στα έργα. Θα φροντίσει να πάει στις Κάνες, φυσικά εκτός συναγωνισμού, να κυκλοφορήσει με τους σταρ της ως σταρ κι η ίδια στα κόκκινα χαλιά, να δώσει συνεντεύξεις Τύπου και να μιλήσει «περισπούδαστα» για το περιεχόμενο- ποιο περιεχόμενο;
Στο πρώτο μέρος, η απουσία «βάθους» κι εννοώ στο να βγάλει στην επιφάνεια τον «άνθρωπο», που περικλείει ο κάθε χαρακτήρας μέσω του σταρ που είναι το κύριο ζητούμενο, δεν βγάζει τίποτε. Δείχνει να έχει κατά νου την «ΣΚΥΛΙΣΙΑ ΜΕΡΑ» (Dog Day Afternoon) αλλά ούτε Σύντνευ Λιούμετ είναι ούτε σενάριο σαν εκείνο του ΦΡΑΝΚ ΠΗΡΣΟΝ διαθέτει.
Αν και το σενάριο έχει κάτι με το οποίο μπορεί να «διαβαστεί» κι ως «τραγική φαρσοκωμωδια» ή κι ως «τραγική φάρσα» επειδή η ουσία έγκειται στη φάρσα περισσότερο που καταλήγει στην τραγωδία και με αυτά τα στοιχεία παίζει. Κι εδώ, σε αυτό το σημείο, υπάρχει σεναριακή αξία-πράγματι!
Το αν θέλουν,όμως, να το παρουσιάσουν ως έργο καταγγελίας απέναντι στο κακό που μας έχει βρει με την παγκόσμια δικτατορία των Τραπεζών- καμία σχέση.
Κινηματογράφος , βεβαίως, είναι, η δουλειά του δεν άπτεται του να μας κάνει ανάλυση- μη γίνω κι εγώ σαν κι εκείνους τους «θεωρητικούς» που ξεχνούν ότι βλέπουν σινεμά κι αρχίζουν κατεβατά ιδεολογικών αναλύσεων του περιεχομένου, που δεν έχουν σχέση με το άμεσο αντικείμενο.
Μιλώ όμως ,για το είδος.
Σε αυτή τη βάση το σενάριο πηγαίνει καλά. Εξού , κι ειδικά στο δεύτερο μέρος, όταν ο παραλογισμός της φάρσας αλλά και της τραγικότητας που τον διέπει, τονίζεται, και το χιούμορ βγαίνει μπροστά, το έργο προς στιγμήν στρώνει, το κοινό ζεσταίνεται. Σε αυτό το ζέσταμα, του γίνονται εκ νέου συμπαθητικά τα πρόσωπα κι οι ηθοποιοί που τα παίζουν.
Διότι αυτό ακριβώς είναι, μια σάτιρα παραλογισμού που όμως η σκηνοθετική «δηθενιά» δεν του επιτρέπει να φανεί εξ ολοκλήρου.
Για τις παρούσες συνθήκες, καλοκαίρι στην Αθήνα, θερινό σινεμά και τέτοια, με δύο αγαπητούς σταρ στην οθόνη κι ένα νεαρό ηθοποιό που πασχίζει να δείξει την αξία του, το εργάκι βλέπεται, κυρίως επειδή στο δεύτερο μέρος ανέλαβε δράση το χιούμορ.
Αν όμως παρασυρθείς από εκείνο το μονταζιέρικο ξεκίνημα ύφους καταγγελίας αλά «Δίκτυο» - κι εδώ ολοκληρώνεται το «Homage» προς τον Σίντνευ Λιούμετ και τις δύο ίσως καλύτερες ταινίες του που τις είχαν κατά νου οι ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΙ (διότι , μαζί με το «Chinatown», το «Δίκτυο» κι η «Σκυλίσια μέρα» αποτελούν την Αγία Τριάδα των must για μαθητεία, αμερικανικών σεναρίων των 70ς) – τότε δεν περνάς καλά! Σου φαίνονται όλα ψεύτικα και δήθεν.