Ναι, λοιπόν, αγαπητά «κορίτσια» του χθες, του σήμερα, του αύριο ίσως, ο Ανδρέας Μπάρκουλης έφυγε. «Κατέληξε» μέσα στην Εντατική που βρισκόταν .
Κι ο κύκλος των λαμπερών πρωταγωνιστών του ελληνικού σινεμά εκείνου που παρήγαγε μύθους, σαν ένα μικρό ελληνικό Χόλυγουντ, που γινόταν με φραγκοδίφραγκα προυπολογισμών αλλά από καρδιές που πάλλονταν έστω κι όταν «τσαπατσούλιζαν», κλείνει κι άλλο. Τι έχει μείνει;..
Ο μύθος του Ανδρέα Μπάρκουλη συμπυκνώνεται σε αυτό το συνθηματάκι που είναι πέρα για πέρα αληθινό. Και δείχνει πόσο ερωτευμένα, ξετρελαμένα θα έλεγα , ήταν τα κορίτσια μαζί του , τον καιρό της βασιλείας του στο ελληνικό σινεμά.
Το «κορίτσια ο Μπάρκουλης» το αποτύπωσε στον κινηματογράφο , πιο ανάγλυφα από οποιονδήποτε άλλον, ο Γιάννης Δαλιανίδης, σε μία από τις πρώτες του ταινίες, πριν πάει στη «Φίνος Φιλμ», στην αισθηματική κομεντί «Το αγόρι π’ αγαπώ», τότε που είχε εκτοξευθεί η Αννα Φόνσου, με την οποία , ειρήσθω εν παρόδω συνεργάστηκε ο Μπάρκουλης πολλές φορές και , ειρήσθω εν παρόδω Νο 2, δέθηκε μαζί του με φιλία, στάθηκε στο πλάι του στις δύσκολες στιγμές του και με δική της πρωτοβουλία βρήκε θέση στην Εντατική, σε κάποια φάση νοσηλείας, λυγισμένος από οικονομικά προβλήματα που δεν του επέτρεπαν στο τέλος ούτε τα στοιχειώδη.
Στο φιλμ εκείνο λοιπόν, ο Μπάρκουλης έπαιζε ένα σταρ του σινεμά με τον οποίο είναι ξετρελαμένες οι μαθήτριες και μια τέτοια είναι η ηρωίδα του έργου, που στήνει ολόκληρη ίντριγκα προκειμένου να τον κατακτήσει.
Σε εκείνο το έργο, ο Δαλιανίδης καθρέφτιζε κι ένα άλλο θέμα που είχε να κάνει με τον αλησμόνητο Ανδρέα, της φυγής του στη Ρώμη για μια καριέρα διεθνή και κάπως έτσι τέλειωνε το έργο.
Η φυγή εκείνη έχει να κάνει , επίσης, με την πραγματικότητα μια κι ήταν η εποχή, που άνθιζε η Τσινετσιτά και μετά τη φυγή της Ειρήνης Παππά και του Σπύρου Φωκά, που του έλαχε και ρόλος σε θρυλική ταινία του Βισκόντι , το «Ο Ρόκκο και τα αδέλφια του», οι Ελληνες ηθοποιοί άρχισαν να πηγαίνουν προς τα εκεί μαζικά και δοκιμαστικά. Ενας από αυτούς ήταν κι ο Μπάρκουλης. Δεν έμεινε εκεί, όμως, επιστρέφοντας έφερε μαζί του μια ελληνοιταλική συμπαραγωγή, το «ΜΙΑ ΙΤΑΛΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» με συμπρωταγωνίστρια την τότε ανερχόμενη (που δεν έφτασε όμως ψηλα) Ιταλίδα στάρλετ «ΒΑΝΤΙΖΑ ΓΚΟΥΙΝΤΑ. Του αποδόθηκε τότε του Μπάρκουλη και μια φράση, μια δήλωση, σχεδόν εφάμιλλη του «Κορίτσια ο Μπάρκουλης» , ο οποίος επέστρεψε και με απόλυτη ειλικρίνεια δήλωσε τότε πως «πήγα εκεί με διεθνείς διαθέσεις και διαπίστωσα ότι ο τελευταίος θυρωρός της Τσινετσιτά ήταν πιο όμορφος από μένα»
Αυτή η δήλωση, στον καιρό του είχε γράψει και δείχνει στοιχείο του χαρακτήρα του. Μια απόλυτη εντιμότητα με τους γύρω του αλλά και με τον εαυτό του, μια σύνεση, την οποία, όμως, σε άλλα σημεία του βίου του δεν την έδειξε. Στο οικονομικό για παράδειγμα που ήταν πάντα ένας μπον βιβέρ και «τρυπιοχέρης», στην ανεξέλεγκτη αδυναμία του προς τις γυναίκες, που πολλές φορές τον οδήγησε σε δεινές δοκιμασίες (μια κι η σχέση του με το άλλο φύλλο ήταν αμοιβαία και το «κορίτσια ο Μπάρκουλης» θα μπορούσε να το απευθύνει ο ίδιος κάθε φορά που εμφανίζονταν γυναίκες στο διάβα του) και σε μια επίσης ανοικονόμητη σχέση του με το σινεμά στην πρώτη περίοδο της καριέρας του όπου, ακριβώς επειδή είχε ζήτηση κι άρεσε πολύ ως άντρας, έλεγε «ναι» σε κάθε πρόταση, με αποτέλεσμα να παίζει πολύ και συχνά κι αυτό να λογαριάζεται από ένα σημείο κι έπειτα ως φθορά.
Επαιξε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Ο Μιμίκος και η Μαίρη», στη «Μουσίτσα», στη «Μαρία Πενταγιώτισσα», στο «Διακοπές στην Αίγινα», έπαιξε με την Τζένη Καρέζη στο «Τρελλοκόριτσο», στα «Ναυάγια της ζωής», στη «Χριστίνα», στο «Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλλήκαρα», είχε παίξει σε μια εξαίρετη διασκευή του έργου του Γιάννη Μαρή «Εγκλημα στο Κολωνάκι» του Τζανή Αλιφέρη, ωστόσο ο Φίνος δεν τον ήθελε ακριβώς λόγω της φθοράς των πολλών κι απίθανων ταινιών που γύριζε.
Ωστόσο, υποχρεώθηκε αργότερα να αλλάξει γνώμη. Κι αυτό συνέβη στο «Δόλωμα», χάρη στην επιμονή του Αλέκου Σακελλάριου, ο oποίος του γράφει ένα εξαιρετικό ρόλο δίπλα στην Αλίκη , σίγουρος ότι εκεί ο Μπάρκουλης μπορεί να δείξει την υποκριτική του ωρίμανση όχι μέσα από τη «φθορά» των πολλών ταινιών, όπως θεωρούσε ο Φίνος αλλά μέσα από την «πείρα» τόσων ταινιών όπως επέμενε ο Σακελλάριος.
Και πράγματι, εκεί ο Μπάρκουλης, κάνει την επιτυχία και γίνεται μόνιμος στη Φίνος Φιλμ μέχρι τέλους , όπου από σταρ του κάποτε μεταβάλλεται σε ένα εκπληκτικό ρολίστα του μετέπειτα , απαραίτητο σε βασικούς ρόλους της διανομής είτε για δράματα μιλάμε είτε για κωμωδίες. Αυτή είναι κι η καλύτερη περίοδος του Μπάρκουλη και θα μας μείνει για το «Τζένη Τζένη» με την Καρέζη, με την οποία θα κάνει και το «Κοντσέρτο για πολυβόλα», για το «Κοινωνία ώρα μηδέν» με τον Κούρκουλο με τον οποίο τους συνδέει κι ο «Εχθρός του λαού» αλλά και το «Γυμνοί στο δρόμο» με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη με την οποία γύρισε και το «Ολγα αγάπη μου», το «Όταν η πόλις πεθαίνει» με την Μαίρη Χρονοπούλου με την οποία είχε και μια σχέση σχεδόν μοιραία, εκτός πλατώ, το «Μια τρελλή τρελλή σαραντάρα», το «Η θεία μου η χίπισσα», και το «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» όλα με τη Ρένα Βλαχοπούλου με την οποία «έδεσε» εκπληκτικά ενώ η συνεργασία τους είχε ξεκινήσει από την «Καραγιάννης Καρατζόπουλος» με το «Βίβα Ρένα».
Α, ναι, διότι δεν έπαιζε μόνο στο Φίνο στην περίοδο που έγινε ρολίστας αλλά και στην «Καραγιάννης Καρατζόπουλος», κυρίως με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα σε σειρά κωμωδιών («Ο σπαγγοραμένος», «Ενας τρελλός γλεντζές», «Κρίμα το μπόι σου»), καθώς και στον Τζέιμς Πάρις στα «Σύνορα της προδοσίας» με τον Κώστα Πρέκα ή και σε άλλες εταιρίες όπου καλύτερη ταινία του από "εκείνες" των άλλων εταιριών ήταν το «Ερωτας και προδοσία» με την Τζένη Ρουσέα σε σενάριο Νίκου Φώσκολου, [που αποτέλεσε και τη βάση της μετέπειτα τηλεοπτική ιστορίας «Βιργινία Δέρβου» στη σειρά - θρύλος «Αγνωστος πόλεμος» όπου δεν έπαιζε όμως ο Μπάρκουλης. Διότι ο Μπάρκουλης, εκείνο τον καιρό στην TV, έπαιξε σε μια άλλη θαυμάσια σειρά «Οι έμποροι των Εθνών» από το έργο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη
Επαιζε δηλαδή και πάλι πολύ αλλά όχι σε φτηνά μελό όπως κάποτε.
Ο κατάλογος του είναι ατέλειωτος κι οφείλουμε να πούμε ότι συμπρωταγωνίστησε με όλες τις κοπέλες εκείνης της εποχής, την Γκέλυ Μαυροπούλου, τη Χριστίνα Σύλβα, την Κάκια Αναλυτή που κι αυτή του στάθηκε καλή φίλη όπως η Φόνσου.
Τώρα, επειδή σας τρώει η περιέργεια για τις σχέσεις του με τις γυναίκες, ναι με πολλές συμπρωταγωνίστριες του πέρασε κι από φάση ειδυλλίων, ωστόσο ας μείνουμε στον πρώτο γάμο με την Αλέκα Στρατηγού πού τέλειωσε άδοξα και στη συνέχεια στη σχέση του με τη Μαίρη Χρονοπούλου που διακρινόταν από πολύ πάθος και τέλειωσε άδοξα κι αυτή. Πολλά χρόνια αργότερα, η Μαίρη Χρονοπούλου σε τηλεοπτική της συνέντευξη θυμάμαι που είχε πεί για αυτόν ότι «το μόνο που θέλω να πω για τον Ανδρέα είναι ότι στην περίοδο που ζήσαμε μαζί, φρόντισε πολύ την καριέρα μου, πολλές φορές παραμελώντας τη δική του και τον ευχαριστώ γι αυτό»
Είχαν ειπωθεί πολλά για αυτή τη σχέση, τόσο κατά τη διάρκεια της όσο και κατά το μετά της, αλλά τα μυστικά της τα γνωρίζουν μόνο οι δύο τους.
Ως προς το θέατρο.
Εδώ υπήρξε ένα θέμα, που συνάδει με τις ανεξέλεγκτες κινηματογραφικές επιλογές της πρώτης περιόδου του. Κάνει ένα πολύ καλό ξεκίνημα, 20άρης σχεδόν, στο θίασο Κοτοπούλη, παίζοντας στον «Κορυδαλλό» του Ζαν Ανούιγ δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, η οποία είχε ξετρελαθεί μαζί του «ασυγκράτητα» όπως έλεγαν πολλοί, ο Δημήτρης Μυράτ ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θιάσου, του δίνει στη συνέχεια ένα ακόμα καλό ρόλο στο «Σιμούν» του Λενορμάν πλάι στη Βούλα Ζουμπουλάκη, όπου έπαιζε ένα μικρό ρόλο κι η Αλίκη Βουγιουκλάκη αλλά στη συνέχεια τον απορροφά ο κινηματογράφος εκείνος κι οι θεατρικοί κριτικοί της εποχής, κάθε φορά που αποτολμά να παίξει στη σκηνή, τον αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά ως αστέρα του σινεμά.
Με το που κατακτά, όμως, την ωριμότητα στην οθόνη αποδεικνύει πράγματα και στο θέατρο. Επαιξε με τη Σμαρούλα Γιούλη και τον Τζαβαλά Καρούσο στο «Ενας άγνωστος», έπαιξε με την Μιράντα στο «Ένα σταφύλι στον ήλιο» βαμμένος μαύρος για ρόλο που είχε ερμηνεύσει στην οθόνη ο Σίντνει Πουατιέ, έπαιξε «Γλάρο» του Τσέχωφ με καλές επιδόσεις στο ρόλο του Τριγκόριν (θίασος Φέρτη – Καλογεροπούλου σε διδασκαλία Τίτου Φαρμάκη), έπαιξε επί σειρά ετών με την Τζένη Καρέζη σε μια σειρά από κωμωδίες όπου διακρίθηκε για τη συναισθηματική ερμηνεία του «Η κυρία εκυκλοφόρησε» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη στο θέατρο «Κεντρικόν»(ηταν η πρώτη φορά που είδα άντρα ηθοποιό επί σκηνής να κλαίει όχι με τον παραδοσιακό τρόπο αλλά ξαφνικά να κυλά ένα δάκρυ από τα μάτια του, και μου είχε κάνει εντύπωση) , έκανε θίασο με τη Μαίρη Χρονοπούλου τον καιρό του δεσμού τους, τον κάλεσαν η Κάκια Αναλυτή με τον Κώστα Ρηγόπουλο να αντικαταστήσει τον τελευταίο στον τρίτο χρόνο του θριάμβου τους «Αγάπη μου Ουάουά», που λόγοι υγείας υποχρέωσαν το Ρηγόπουλο να διακόψει και συνεργάστηκαν μαζί του και στη συνέχεια, σε επόμενο έργο..
Εκεί τον βρήκε η περιπέτεια που του στοίχισε , γύρω στο 1973-74, με το χασίς, για το οποίο είχε μιλήσει δημοσίως κι ο ίδιος, βρέθηκε εκτός θεάτρου, ειπώθηκαν πολλά για εκείνη την περιπέτεια, ακόμα κι ότι η δουλειά ήταν «καρφωτή» από εχθρό διότι ο ίδιος δεν ήταν διακινητής και τέτοια πράγματα, τελικά, έφυγε στο εξωτερικό, περιπλανήθηκε στην Αμερική, έγινε μέχρι και τραγουδιστής λαικών κέντρων που πήγαιναν οι Ελληνες κι έμεινε καιρό εκτός ελληνικού χάρτη.
Όταν ξαναγύρισε, οι συνάδελφοι του δεν του ανταπέδωσαν τη γενναιοδωρία που είχε δείξει εκείνος σε πολλά πράγματα, κι αυτό τον πίκρανε αν κι ήταν πολύ περήφανος. Κάποτε, όμως, ήρθε κι η αποκατάσταση έστω και με σποραδικές εμφανίσεις, όπου δύο από αυτές συνοδεύονται από αναγνώριση του ταλέντου του και πρέπει να αναφερθούν: Στο «Σλουθ» του Αντονι Σάφερ με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στο θέατρο «Αλάμπρα» και στις «Ακρότητες» του Γουίλιαμ Μαστροσιμόνε με την Κάτια Δανδουλάκη σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν, στο θέατρο «Λαμπέτη»
Από κει και μετά, όμως, κάτι οι πρώτες περιπέτειες με την υγεία, κάτι οι πικρίες εξαιτίας ορισμένων συναδελφικών συμπεριφορών, κάτι τα οικονομικά προβλήματα ,τον πήραν από κάτω….
Θα άξιζε να γινόταν ταινία η ζωή του και να φωτίζονταν κάποιες αλήθειες που θα είχαν πολύ ενδιαφέρον. Καθώς κι η αυταπάρνηση και φροντίδα της τελευταίας του γυναίκας που τόσο του στάθηκε.