Αν ανήκα στην αίρεση του «auter-ισμού» θα έπρεπε κι εγώ να αισθανθώ ΧΑΙΡΕΚΑΚΑ για τον Χέρτζοκ που τώρα, αλλά και παλιότερα, όταν επιχείρησε να κάνει σινεμά των ειδών και το «πόσα απίδια πιάνει ο σάκος;», να γυρίσω και να του πω «μάγκα μου, η αφήγηση δεν είναι εύκολο πράγμα, απαιτεί γερή κινηματογραφική κατάρτιση κι είναι εύκολο να βγαίνεις να παριστάνεις τον ποιητή σε αδαείς που επίσης δεν ξέρουν από είδη κι όλοι μαζί δοξολογούν τον «ποιητή» κι έτσι ο καθένας, κι εκείνοι κι εσύ, τακτοποιεί τις ελλείψεις του»
Όμως δεν θα το κάνω, διότι εδώ είδα ότι ο Βέρνερ Χέρτζοκ τα κατάφερε μια χαρά στην αφήγηση και στο σινεμά των ειδών (αυτό που λένε οι «δηθενάδες» εμπορικό) κι ότι «Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ» είναι καλή ταινία.
Καλή ταινία, που, όμως, είναι καταδικασμένη να πάει άκλαυτη διότι, τον auteur όταν ξε-auter-ιάζει, τον «καρτερούν Μαστιγωτές και Συμπληγάδες»- για να θυμηθούμε και τον Μάνο Ελευθερίου. Εδώ για τον ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ είχαν τολμήσει να πούν κάτι «υποζύγια» στο ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ του «ΦΑΝΥ ΚΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» πως «έγινε λαικός». Δεν θα πούν για τον Χέρτζοκ και για τον κάθε Χέρτζοκ;
Μόνο που ο Χέρτζοκ δεν είναι ο «κάθε Χέρτζοκ», δεν είναι ένας ασήμαντος που παριστάνει τον auteur, είναι μια προσωπικοτητα που είχε δική του υπογραφή στα auter-ίστικα ΄που έκανε κι από τα κυκλώματα των οποίων αναδείχτηκε. Τα τελευταία χρόνια απέχει από εκείνο το σινεμά που κάποτε έκανε ,τύπου «ΑΓΚΙΡΕ» και «ΦΙΤΖΚΑΡΑΛΝΤΟ», που είναι και τα αντιπροσωπευτικά του (εγώ προσθέτω και τον «ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ» με τον ΚΛΑΟΥΣ ΚΙΝΣΚΥ που είχε πάει κάπου παραπέρα το βουβό αριστούργημα του ΜΟΥΡΝΑΟΥ, μα οι κριτικοί του auter-ισμού-ας πρόσεχε!- του τα είχαν ψάλει και τότε) , στρέφεται στα ντοκυμαντέρ ή φλερτάρει την Αμερική , επιχειρώντας προσέγγιση του σινεμά των ειδών.
Όμως όταν έχεις συστηθεί ως auteur, κι αυτό θα έπρεπε (;) να το γνωρίζει , από τη στιγμή που ασχολούνται με σένα κι όχι με τις ταινίες, αναλύουν δηλαδή εσένα κι όχι τις ταινίες και κατά πόσο στέκουν ως ταινίες, επόμενο είναι πως αν φύγεις από τον έλεγχο τους, θα τη «βάψεις». Οι κριτικοί του auter-ισμού αδυνατούν να δουν τον auteur κι ως σκηνοθέτη, αρνούνται να καταλάβουν ότι ένας σκηνοθέτης γουστάρει και να δοκιμάζεται, να «τσεκάρει» τον εαυτό του και σε είδη ή να επιθυμεί ρε αδερφέ να κάνει κι άλλα πράγματα. Αυτό το δικαίωμα ο auteur δεν το έχει. Κι αν συνεχίζει να κάνει τα ίδια κάποτε τον βαριούνται (τη φωτισμένη ατάκα του Κώστα Γαβρα «το πρόβλημα των κριτικών είναι ότι κάποια στιγμή βαριούνται τα πάντα» θα την έχω φάρο στη διαδρομή μου) και λένε «επαναλαμβάνεται» ή αν δοκιμάσει «είδος» θα τον κατηγορήσουν για «ξεπεσμό» και για «εμπορικές παραχωρήσεις». Κάπως έτσι δεν «σταύρωναν» τον Βιττόριο Ντε Σίκα, όταν πια ο νεορεαλισμός είχε ολοκληρωθεί για εκείνον κι ήθελε ως σκηνοθέτης να κάνει κι άλλα πράγματα, να σκηνοθετήσει κωμωδίες, να γυρίσει αισθηματικά δράματα, να διδάξει σταρ και να τους μεταβάλει σε ηθοποιούς άλλου τύπου κι όλα αυτά του τα κατηγορούσαν ως «ξεπεσμό» επειδή οι ίδιοι είχαν κολλήσει στο νεορεαλισμό ο οποίος ως κίνημα είχε πάψει να υφίσταται αλλά οι καλλιτέχνες του τον έφεραν εντός τους και τον χρησιμοποιούσαν είτε ως ανθρώπινη προσέγγιση σε είδη είτε ως σκηνογραφικό πλαίσιο αλήθειας; Τα κολλήματα των κριτικών τα πλήρωναν και τα πληρώνυν οι σκηνοθέτες, κυρίως οι κάποτε ευνοημένοι….
ΚΙ έτσι φτάνουμε στη «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ», που είναι μια ταινία η οποία παίζεται στα σινεμά, η οποία έγινε για να παιχθεί στα σινεμά και θα τη δουν οι άνθρωποι που πάνε στο σινεμά….
Με τι μούτρα θα θα «θάψει» κανείς αυτή την ταινία, ποιο θα είναι το σημείο στο οποίο θα «εστιάσει» την επιχείρηση διασυρμός ενός έργου που οι θεατές θα βλέπουν και θα χαίρονται; Με το ότι δεν έχει σχέση με τα παλιά έργα του σκηνοθέτη; ΟΚ. Δεκτό ως ένσταση αλλά είναι μόνο μια ένσταση. Δεν είναι στοιχείο για να καταδικάσεις μια ταινία.
Στη «Βασίλισσα της ερήμου» που είναι μια περιπέτεια ιστορικού πλαισίου στην αραβική έρημο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρακολουθούμε μια ιστορία που συνυφαίνει θαυμάσια το αισθηματικό στοιχείο, το επικό ύφος, την πλοκή για την κατασκοπική καριέρα μιάς αριστοκράτισσας που βρέθηκε εκεί, με στοιχεία προσωπικά του όπως είναι ο στοχασμός πάνω στους πολιτισμούς ή στη μεταφυσική. Κι η ταινία αφηγηματικά, πηγαίνει ρολόι.
Εκεί που φαίνεται ότι δεν είναι μεγάλος σκηνοθέτης είναι όταν εμπλέκει (από μεριάς σεναρίου) τον Λώρενς της Αραβίας ως πρόσωπο κι επιλέγει για τον ρόλο, τον ελάχιστο ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΑΤΙΣΟΝ παρόλο ότι ο ρόλος είναι συμπληρωματικός κι όχι πρωταγωνιστικός. Όμως επειδή ο ρόλος, έστω ως παρουσία, είναι σφραγισμένος από τη μορφή του ΠΗΤΕΡ Ο’ΤΟΥΛ, κατεβαίνουν οι στάθμες κι οι βαθμίδες ομαδικά.Κι εκεί η έρημος γίνεται «λίγη» κι ο Χέρτζοκ αποδεικνύει πως δεν είναι ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ και στέλνει κι άθελα του ένα μήνυμα σε εκείνους που έχουν «πειράξει» τον Ντέηβιντ ΛΗΝ περί του ποιος είναι ο μεγάλος σκηνοθέτης και τι σημαίνει μεγάλος σκηνοθέτης.
Η ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΤΜΑΝ βγαίνει εξαιρετική σε αυτή την ταινία, η φυσική της ψυχρότητα ταιριάζει με το ρόλο κι η ίδια έχει πάρει το ρόλο σοβαρά και τον παίζει ως ηθοποιός και λιγότερο ως σταρ σημερινή που θέλει να μιμηθεί τις παλιές. Το «σταρ» στοιχείο της βγαίνει από μόνο του αλλά νοικοκυρεμένα και διακριτικά.