Η πρώτη θετική εντύπωση είναι πως ο εδώ Γάλλος σκηνοθέτης εγκαταλείπει την συστημένη γαλλική φλυαρία κι αφηγείται με σενάριο περισσότερο δράσης και λιγότερο λόγου. Η δεύτερη σκέψη είναι πως τελευταίως οι Γάλλοι υιοθετούν στα αστυνομικά φιλμ που επαναφέρουν στην επιφάνεια, την αμερικάνικη λογική κι όχι τη γαλλική αστυνομική παράδοση. Αυτό σε άλλους θα φανεί θετικό, από κάποιους θα εκληφθεί κι ως αρνητικό. Ως προς την αλλοίωση της ταυτότητας με σκοπό την επικράτηση στις αγορές.
Η Τρίτη σκέψη είναι αρνητική για τους Αμερικάνους πως τους αντιγράφουν οι Γάλλοι και τους τη βγαίνουν μέσα από τα δικά τους κι όχι μέσα από τα γαλλικά, όπως συνέβαινε κάποτε με ένα παρόμοιο ανταγωνισμό που όμως αφορούσε άλλους σκηνοθέτες κι άλλες γενιές και στις δύο χώρες, κι ότι αυτοί, οι Αμερικάνοι δηλαδή οι σημερινοί, έχουν «γιαπωνεζοποιηθεί» , από την ώρα που τα στούντιο του Χόλυγουντ αγοράστηκαν από πολυεθνικές και λοιπά «corporations» κι εντάχθηκαν σε ιαπωνικούς, ως επί το πλείστον, ομίλους με σκοπό την κατάκλυση της παγκόσμιας αγοράς δια του κέρδους. Χωρίς μηδαμινή καλλιτεχνική φιλοδοξία.
Με αυτές τις σκέψεις μπαίνουμε κι εμείς στην υπόθεση η οποία χτίζεται όμορφα , μας φτιάχνει κεντρικό ήρωα, ένα νεαρό επίδοξο συγγραφέα που οι εκδοτικοί οίκοι απορρίπτουν και που κάποτε πέφτει στα χέρια του ένα χειρόγραφο, γραμμένο από βετεράνο του πολέμου της Αλγερίας ο οποίος πέθανε άκληρος, χωρίς ένα συγγενή.
Ο νεαρός το οικειοποιείται, το κυκλοφορεί ως δικό του βιβλίο, κάνει πάταγο, γεννιέται εν μια νυκτί μεγάλος κι υποσχόμενος συγγραφέας, ανοίγουν οι πόρτες, εμφανίζεται κι ο έρωτας που πριν την επιτυχία έκανε τα στραβά μάτια, μαζί με τον έρωτα και πλούσια πεθερικά κι η ζωή φαίνεται ωραία.
Όμως φέρνει κι έναν εκβιαστή. Κάποιον που ανακάλυψε την απάτη.
Και κάπου εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος κι είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από την κλιμάκωση, τη γραφή σύντομων σκηνών που δίνουν στο μοντάζ ελευθερία κινήσεων ώστε να στήσει και να «σφίξει» ατμόσφαιρα, μας αρέσει κι η φάτσα του πρωταγωνιστή ΠΙΕΡ ΝΥΝΕ που είναι από την «Κομεντί Φρανσαίζ» και τον είχαμε δει κι ως «ΥΒ ΣΑΙΝ ΛΩΡΑΝ», διότι η φάτσα του είναι κάπως ιδιαίτερη και δεν γλυκίζει, θυμίζει ενίοτε και τον Αντριεν Μπρόντυ και σκεφτόμαστε ότι αν το είχαν κάνει οι Αμερικάνοι με τον Μπρόντι πως θα ήταν κλπ;
Και μπαίνουμε για το δεύτερο μέρος, έτοιμοι να απολαύσουμε την κλιμάκωση. Και την απολαμβάνουμε. Διότι στο μεταξύ αρχίζουν οι φόνοι, ο νεαρός στην προσπάθεια του να διαφύγει από αυτά στα οποία έχει μπλέξει, μπλέκει και με φόνους, τον βάζει ο σεναριογράφος να μπλέξει ενώ ο σκηνοθέτης, που είναι κατά το ήμισυ το ίδιο πρόσωπο, φροντίζει να φτιάχνει κάλυμμα αγωνίας που να παρασύρει τον θεατή στα όσα του λέει το σενάριο. Όμως εδώ ο θεατής κάπου κι αρχίζει κάτι να αντιλαμβάνεται. Τα όσα συμβαίνουν παραείναι υπερβολικά κι «εκβιασμένα», δεν πείθουν, και δεν πείθουν εννοώ στο είδος κινηματογράφου που παρακολουθούμε. Κι όταν φτάνουμε στο φινάλε , εκεί τινάζεται στον αέρα κι ως ανθρώπινη αντίδραση. Οσο κι αν έφτιαξε ένα φινάλε μελοδραματικής αξίας ερχόμενο κατευθείαν από την «Στέλλα Ντάλας» (ένα μελό που γυρίστηκε πολλές φορές στο Χόλυγουντ αλλά το καλύτερο είναι εκείνο του 1937 από τον Κινγκ Βίντορ με την Μπάρμπαρα Στάνγουικ που κάνει το φινάλε να «γράφει» και να γίνεται σημείο αναφοράς σε αμέτρητες παραλλαγές- όπως κι εδώ…).Το κομμάτι που θα έκανε την ποιοτική διαφορά θα ήταν αυτό το εύρημα του τέλους. Αλλά εκεί είναι που δεν έπεισε.
Ως θεατής έμεινα με την αίσθηση πως με παρέσυρε στην αγωνία μια κλιμάκωση η οποία τελικά αυτά που μου έλεγε ως ιστορία δεν γίνονταν πιστευτά πουθενά. Κι η μελοδραματική σκηνή του φινάλε δεν λαμβάνει υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα, οπότε δεν γίνεται ούτε αυτή πιστευτή αφού μένει και χωρίς «κάθαρση».
ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗΝ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΩΣ: Όταν λέμε «πιστευτό» κάτι στην Τέχνη, στην οποιαδήποτε μορφή της, εννοούμε στα πλαίσια της Τέχνης. Όχι το αν μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει στη ζωή. Το «πιστευτό» αλλάζει από είδος σε είδος, κι από σενάριο σε σενάριο διότι είναι θέμα «χρήσης» κι εναρμόνισης με τον τρόπο αφήγησης της ιστορίας.
Εξαιρετικός κι ο ηθοποιός που παίζει τον εκβιαστή, θαυμάσια κι η ατμόσφαιρα με την χρήση των ντεκόρ και με το περιβάλλουν που δημιουργούν ώστε να δίνουν «ανάσες» στους ήρωες κι η κλιμάκωση να μένει για το μοντάζ.
Καλός ο σκηνοθέτης αλλά….