Το επίπεδο κινηματογραφικών σπουδών στη ΔΑΝΙΑ είναι παροιμιώδες, έχω κουράσει να το επαναλαμβάνω. Οπως επίσης και το πόσο ανοιχτοί είναι απέναντι στον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ εν γένει, σε κάθε είδους κινηματογράφο και στο πως σέβονται και μελετούν ακόμα κι αυτά που οι δικοί μας επιπόλαιοι καθυβρίζουν.
Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΟΥΝΦΡΙΝΤ ΡΕΦΝ είναι ένα τέτοιο παιδί που βγήκε από εκεί μέσα και του επετράπη να δημιουργήσει με την «τρέλα» του.
Όταν έκανε το «DRIVE» δεν πίστευα αυτά που διάβαζα. Είχαν πέσει πάνω του και κατασκεύαζαν ένα νέο auteurχωρίς να ξέρουν τι ακριβώς κάνει και τι περιμένουν από αυτόν. Εγραφαν για πράγματα που στην ταινία δεν υπήρχαν.
Στο επόμενο φιλμ τα έχασαν. Αρχισαν , όπως συνηθίζουν και στα Φεστιβάλ να κράζουν, να τον αποκαλούν «ψυχάκια» (οι διάφοροι… ψυχίατροι της κριτικής) και διάφορα τέτοια.
Στο «THE NEON DEMON» έβγαλαν το άχτι τους και το ευχαριστήθηκαν μια κι ο Ρεφν , δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν συντονίστηκε με τα νερά τους μολονότι οι Κάνες εξακολουθούν να τον φιλοξενούν.
Μόνο που αυτά που του καταλογίζουν είναι ακριβώς τα ίδια για τα οποία υμνούν Κορεάτες και λοιπούς Ασιάτες κυρίως της Απω Κινηματογραφικής Ανατολής. Είναι όπως κατακεραυνώνουν τη βία όταν τη βλέπουν σε αμερικάνικα φιλμ αλλά την υμνούν όταν την υπογράφει ο Τακέσι Κιτάνο κι ας έχει την ίδια κενότητα περιεχομένου το story και τη βία ως μοναδικό κι απόλυτο ζητούμενο.
Στο «THE NEON DEMON» θα τολμούσα να πω ότι διέκρινα ομοιότητες και με έργα του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΥΝΤΣ.
Αν την υπέγραφε ο Λυντς ή κάποιος Κορεάτης θα έλεγαν ότι «αποδομεί το Λος Αντζελες και τον χώρο του modeling» , ότι «μεταβάλει το LA σε ψυχικό τοπίο» κλπ, κλπ
Όμως σκοπός του άρθρου δεν είναι ούτε η ισοπέδωση του Λυντς ούτε η σύγκριση μεταξύ τους . Τον επικαλούμαι μόνο για ένα λόγο και για τίποτε άλλο: Πως και στις ταινίες του Λυντς σαν το «Μπλε Βελούδο» και το «Μαλχόλαντ Ντράιβ» (που είναι κι οι αναγνωρισμένες του σε αυτό το είδος) αλλά και στη «Χαμένη λεωφόρο» που είναι αποτυχία, το κλειδί είναι να καταφέρουν να σε βάλουν στο κλίμα τους, να σε αρπάξουν από το ξεκίνημα και να σε χώσουν μέσα. Όταν το καταφέρνουν, ο θεατής «φεύγει». Όταν δεν καταφέρνουν να πάρουν τον θεατή, εκείνος μένει αποσβολωμένος κι αναρωτιέται τι είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Το ίδιο ισχύει και στην τελευταία ταινία του Ρεφν.
Εγώ λοιπόν είδα μια άρτια κι αισθητικά εξαίρετη ταινία και το μόνο που δεν θα της κρέμαγα ως κουδούνι θα ήταν η λέξη «βαρετή» που την είδα να αναγράφεται σε αμέτρητα σχόλια του IMDB. «Βαρετή» από πού κι ως πού; Εκτός κι αν δεν ξέρoυν τι σημαίνει η λέξη.
Η ταινία έχει και ρυθμό και δική της ιδιαιτερότητα άρα και δική της συγκρότηση και συνεχώς μας κεντρίζει το ενδιαφέρον για το που σκοπεύει να την πάει και που να την φτάσει. Φτιάχνει κλίμα κι όλη η ταινία είναι ένα κλίμα στο οποίο εντάσσεται και προχωρεί μια υπόθεση η οποία μας κεντρίζει τη διάθεση. Και δεν νομίζω ότι το πρόβλημα της είναι στο πρώτο μέρος ούτε καν στην εξέλιξη του πρώτου κομματιού του δεύτερου μέρους. Toπρόβλημα της είναι μόνο στο φινάλε… αλλά θα φτάσω κι εκεί.
Το κλίμα που μας έχει βάλει από το πρώτο πλάνο με την τέλεια αισθητική και την απίθανη φωτογραφία που το συνοδεύει κι ένα αποτελεσματικό ηλεκτρονικό score, δεν αφήνει περιθώρια για «βαρεμάρα», εκτός αν έχουμε πάει για να βαρεθούμε υποχρεωτικά. Γύρω από όλα τα πρόσωπα φτιάχνει μυστήριο και το γεμίζει με υπόγειες εντάσεις και για το τι πρόκειται να ξεσπάσει. Υπάρχει η αίσθηση της διαρκούς απειλής κι εγώ όλα αυτά τα συναισθάνθηκα κι έμεινα να την παρακολουθώ με ενδιαφέρον. Επαναλαμβάνω, χωρίς να είναι το είδος μου. Πως όμως να μην το κάνω όταν έβλεπα και τη χρήση των ηθοποιών και κυρίως την ΤΖΙΝΑ ΜΑΛΟΟΥΝ, που την είχα ως τώρα στην ίδια μοίρα με την Τζένιφερ Τζέισον Λη που μου την ανέτρεψε κατά 180 μοίρες πέρσυ ο Ταραντίνο στο «Οι μισητοί οκτώ». Ξαφνικά, η Τζίνα Μαλόουν, θαρρείς και το ταλέντο της βρήκε την ηλικία που του ταιριάζει, φανερωνόταν μπροστά μου ηθοποιός κι όχι ένα άβγαλτο κι άπειρο κορίτσι που έπαιζε υπογραμμισμένα και κλαψιάρικα όπως στα πρώτα της χρόνια- και μετά κάπου την είχα χάσει. Σε ένα ρόλο δύσκολο μια κι υπακούει σε είδος σκηνοθέτη κι όχι σε πατήματα δραματουργών, η Μαλόουν έδειχνε υποδειγματικό αυτοέλεγχο και μέτρο- και μάλιστα σε ένα σκηνοθέτη που κατηγορείται ότι χάνει το μέτρο ή ότι δεν έχει μέτρο. Αυτό λοιπόν οφειλόταν στο κλίμα που έφτιαξε ο σκηνοθέτης και που το είδαμε και στα άλλα κορίτσια που παίζουν καθώς και στους άλλους ηθοποιούς, ακόμα και στον ΚΙΑΝΟΥ ΡΙΒΣ. Αρα ο Ρεφν δεν είναι ακριβώς αυτό που του έγραψαν εκείνοι που κατασκεύαζαν auteur βιαστικά και χωρίς να ξέρουν τα υλικά του.
Κι η πρωταγωνίστρια, η ΕΛΛΕ ΦΑΝΙΝΓΚ μου άρεσε στο ρόλο του 16χρονου νυμφιδίου –μοντέλου που παρουσιάζεται ως 19χρονη και θέλει να κατακτήσει το χώρο του modelingαπέναντι σε αδίστακτες ανταγωνίστριες. Δεν ξέρω αν έχει τα προσόντα για γονιμότερη καριέρα, όμως εδώ γίνεται ιδεώδης, είναι ένα θαύμα του casting director που την πρότεινε και του σκηνοθέτη που την δούλεψε και στήριξε την ταινία πάνω της.
Την έχω λοιπόν αποδεχτεί την ταινία κι ας μην είναι το είδος μου αλλά από τη στιγμή που είναι σινεμά οφείλω να την παρακολουθήσω ως το τέλος.
Σε αυτό το τέλος, η υπεράσπιση κάνει πίσω. Διότι ενώ καταλαβαίνει πως αυτά που θέλει να δείξει από πλευράς αντιδράσεων χαρακτήρων τα μεταβάλει σε εικόνα που κορυφώνεται στο είδος «splatter» και που την ανθρωποφαγία της ανταγωνιστικότητας θέλει να την δείξει ως κανονική αλλά κι ως μια ηδονή στην αισθητική του αίματος, εκεί ο Ρεφν τα χαλάει χοντρά. Και τα χαλάει χοντρά διότι επιλέγει ως κορύφωση την ΥΠΕΡΒΟΛΗ κι η υπερβολή είναι το ένα από τα δύο πράγματα που απεχθάνεται το ΜΕΤΡΟ κι όταν χάνει κάποιος το μέτρο χάνει την ΑΡΜΟΝΙΑ και τότε χωρίς αρμονία η αισθητική μεταβάλλεται σε απέχθεια.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το φινάλε αυτής της ταινίας και δίνει πάτημα σε όσους είχαν βαλθεί να την θάψουν εξ αρχής.