Ενώ ο «Συγγραφέας» μοιάζει πιο «νορμάλ» στην εξέλιξη του, τα συμβαίνοντα κι η κατάληξη δεν πείθουν ως ανθρώπινες αντιδράσεις κι εξελίξεις στα πλαίσια πάντα ενός είδους.
Αντίθετα, «Το κορίτσι του τραίνου» ενώ μοιάζει πιο «εξωπραγματικό» ως υπόθεση, τελικώς μέσα στην ατμόσφαιρα του, φτιάχνει απολύτως ανθρώπινες αντιδράσεις και τελικώς εκείνο που διαπιστώνουμε ότι ίσχυσε ήταν η διόγκωση αυτού του «πιστευτού» μια και πρέπει να λειτουργήσει το είδος που λέγεται «θρίλερ»
Εξωπραγματικό μοιάζει το ξεκίνημα πως μια κοπέλα κάνοντας την ίδια καθημερινή διαδρομή με το τραίνο έχει προλάβει να ταυτιστεί με μια άλλη κοπέλα την οποία έβλεπε καθημερινά στην βεράντα του σπιτιού της, ξαφνικά την είδε να φιλιέται με κάποιον κι υπέθεσε του κόσμου τα πράματα και στη συνέχεια όταν δεν την βλέπει θεωρεί ότι έχει εξαφανιστεί η δολοφονηθεί.
Κι όμως, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα.Κι όλα βρίσκουν την εξήγηση τους κι απαντιούνται, πάντα υπό τον ίσκιο του είδους που λέγεται θρίλερ.
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο της ΠΟΛΑ ΧΩΚΙΝΣ στο οποίο βασίζεται η ταινία, ώστε να δω εκεί πως λειτουργεί- μπαίνω απευθείας στο κινηματογραφικό ψητό.
Κι εδώ για αρκετή ώρα περισσότερο έχουμε την αίσθηση ενός ψυχολογικού δράματος (η «δραματακίου») με θέμα την ΕΜΜΟΝΗ, παρά ενός θρίλερ με τους παραδοσιακούς όρους. Καθώς το σενάριο που βλέπω και που το υπογράφει η διασκευάστρια-ικανή όπως δείχνει από καθαρώς σεναριογραφική άποψη-ΕΡΙΝ ΚΡΕΣΙΝΤΑ ΓΟΥΙΛΣΟΝ (δεν ξέρω πως τα χειρίζεται αυτά το βιβλίο) εξετάζει κι ανακατεύει τις περιπτώσεις τριών γυναικών που συνδέονται μεταξύ τους και τις αναπτύσσει στην αρχή παράλληλα κι ύστερα χώνει τη μία μέσα στην άλλη. Κάπου με τα πηδήματα του χρόνου πάει λίγο να μας μπερδέψει αλλά τελικώς τα μπερδέματα είναι πταίσματα-αν κι η αναφορά σε προηγούμενους χρόνους θα έπρεπε να δηλώνει και πότε αυτός ο χρόνος τελειώνει διότι μέχρι να πάρουμε χαμπάρι ότι έχουμε μεταφερθεί στο παρόν, κάτι έχουμε χάσει ως σύνδεση.
Γύρω λοιπόν από την «εμμονή» της ηρωίδας που έχει υπάρξει κι αλκοολική ώστε πολλοί να μην την πιστεύουν χτίζεται ατμόσφαιρα μυστηρίου, που είναι και το μόνο το οποίο δικαιολογεί την έννοια «θρίλερ» ώσπου στο τελευταίο 20λεπτο τα περί «εμμονής» να γίνουν θρίλερ κανονικό και να δοθεί λύση καθαρόαιμου αστυνομικού μυστηρίου. Και να μην μπαίνει κανένα θέμα περί «πιστευτού» επειδή οι ανθρώπινες αντιδράσεις των χαρακτήρων αποδείχτηκαν δικαιολογημένες. Κι η ίδια η υπόθεση ,μπορεί ως αφήγηση να φαινόταν υπερβολική, όσο τη χρειάζεται το είδος, όμως από κάτω υπήρχε μια τάξη.
Δεν θα ήθελα να πω περισσότερα για την υπόθεση διότι σε αυτού του είδους τα έργα η γοητεία εμπεριέχεται και στο ξετύλιγμα.
Θα έλεγα πως είναι στην ίδια λογική με το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» χωρίς να πρόκειται για ίδια πράγματα και φυσικά χωρίς να έχει τον Ντέηβιντ Φίντσερ για σκηνοθέτη αλλά και χωρίς να κάνει κανενός είδους «τομή» στο θέμα της, όπως έκανε εκείνο το «Κορίτσι» στο θέμα «γάμος». Εδώ η «εμμονή» εξετάζεται μέχρι να παραδοθεί άνευ όρων στο θρίλερ αλλά μέχρι να γίνει αυτό έχει φροντίσει την ψυχολογία.
Δεν πρόκειται για κάτι «μεγάλο», πρόκειται για ένα φιλμ μυστηρίου «της σειράς», το οποίο όμως σε παρασύρει στα δικά του και το παρακολουθείς μέχρι τέλους με απόλυτη προσήλωση.
Ο σκηνοθέτης ΤΕΙΤ ΤΕΙΛΟΡ πετυχαίνει τη δουλειά του αν και στο τέλος δεν αποφεύγει τις ελαφρές «σπλατεριές» χωρίς όμως να ξεπερνά το μέτρο.
Εξαιρετική είναι η ΕΜΙΛΥ ΜΠΛΑΝΤ και τη βλέπω από ταινία σε ταινία να γίνεται όλο και καλύτερη, να μεστώνει, να ωριμάζει, να είναι ηθοποιός και να μπορεί να είναι και πρωταγωνίστρια και γλυκιά και γοητευτική. Κρατά με πολύ καλή πυξίδα το μέρος της, όλο το μέρος της, ισορροπεί τα σημεία που θα μπορούσαν να προδώσουν το ρόλο και ταυτοχρόνως κατορθώνει να μην υπερβάλει ποτέ ενώ η ηρωίδα ζεί καταστάσεις έντονης δραματικότητας.. Και το υπόλοιπο cast που την πλαισιώνει, αντρικό και γυναικείο, είναι ικανοποιητικότατο.
Η παραγωγή είναι φροντισμένη, η φωτογραφία έχει προβάλλει φθινοπωρινή ατμόσφαιρα και στο τέλος, την κάθαρση τη βλέπουμε και μέσα από τα κοστούμια. Από αυτό το υπέροχο «σιελ» μαντό που δεν έχει καμμία σχέση με τις προηγούμενες ενδυματολογικές επιλογές της ηρωίδας κι εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι εδώ έχει μπει χέρι ενδυματολόγου και δεν πρόκειται για επιμέλεια από Οίκο Μόδας. Κι όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους διαβάζουμε το όνομα ΑΝΝ ΡΟΘ (που έχει πάρει ΟΣΚΑΡ για τον «ΑΓΓΛΟ ΑΣΘΕΝΉ» κι είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα κι αγαπημένη της Μέρυλ Στρηπ) και καταλαβαίνουμε πως «χωριό που φαίνεται….». Ε, ναι. Επρεπε να φανεί και στο σουλούπι της ηρωίδας η κάθαρση κι η Ροθ φρόντισε την Μπλαντ με ένα εκπληκτικό κομμάτι, από αυτά τα ωραία του σινεμά , που, τελευταίως, έχουν γίνει λίγο «προκάτ»