Μιλάμε για το καινούργιο, Νο 3 «παραμύθι» , αστυνομικό παραμύθι , του ΝΤΑΝ ΜΠΡΑΟΥΝ που μετέφερε και πάλι στην οθόνη ο ΡΟΝ ΧΑΟΥΑΡΝΤ με σταθερό καθηγητή Λάνγκτον τον ΤΟΜ ΧΑΝΚΣ.
Η λέξη «παραμύθι» κάθε άλλο παρά ως υποτιμητική τίθεται. Χρησιμοποιείται αφενός ως δηλωτική πως αυτά που συμβαίνουν δεν τα παίρνουμε στα σοβαρά κι αφετέρου πως στα παραμύθια έχουμε δει μεγάλα κινηματογραφικά θαύματα, καλή η ωρα τις ταινίες του Σπίλμπεργκ με ήρωα τον ΙΝΤΙΑΝΑ ΤΖΟΟΥΝΣ και πολλές άλλες του ίδιου κι άλλων.
Αρα, ως παραμύθι δεν κατατάσσεται στα κινηματογραφικά «μεγάλα», εξού κι οι συγκριτικές αναφορές προς τον διάσημο αρχαιολόγο του Σπήλμπεργκ (κι εδώ που τα λέμε ως κάτι ανάλογο αλλά σε πιό "σοβαρή» εκδοχή γράφεται ως ήρωας ο καθηγητής Λάνγκτον) κι από την άλλη, μόνο με την εκδοχή του παραμυθιού μπορούν να γίνουν αποδεκτά τα όσα βλέπουμε στο έργο.
Ο ΝΤΑΝ ΜΠΡΑΟΥΝ ως συγγραφέας είναι πολύ ξεκάθαρος , μπορώ να παραδεχτώ μάλιστα ότι στον «ΚΩΔΙΚΑ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ» ως αναγνώστης είχα συνεπαρθεί. Και με το γράψιμο του και με την φαντασία του και με την έρευνα του και με την ικανότητα της πλοκής και της σύνθεσης. Κάπως ανάλογα και στους «ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΥΣ». Από κει και μετά, προτιμώ να τον βλέπω απευθείας στο σινεμά που δίνει υλικό για συναρπαστικές περιπέτειες.
Όμως και στο σινεμά, όπως και στα βιβλία του, οι ταινίες βγαίνουν επίσης πανομοιότυπες. Λογικό κι αυτό αφού την εργολαβία την έχει αναλάβει ένας συγκεκριμένος σκηνοθέτης που μεταφέρει στην οθόνη με δικό του τρόπο τα βιβλία και με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Λογικό λοιπόν οι ταινίες από ένα σημείο κι ύστερα να φαίνονται πανομοιότυπες.
Από τις τρεις, με καθαρώς κινηματογραφικούς όρους, προτιμώ το «ΟΙ ΠΕΦΩΤΙΣΜΕΝΟΙ». Την είχα βρει πιο εμπνευσμένη από όλες κι είχε δύο τρεις σεκάνς όπως η καταδίωξη αυτοκινήτων στα σοκάκια της Ρώμης ή η σκηνή αγωνίας στο επιστημονικό εργαστήρι-βιβλιοθήκη που κινδυνεύουν από ασφυξία, όπου είχα καταγοητευθεί.
Στο «INFERNO», αν κάτι λείπει , είναι το στοιχείο της έκπληξης. Ξέρουμε πάνω κάτω τι θα δούμε και πως περίπου θα το δούμε.
Και πράγματι ούτε ο σκηνοθέτης μας ξεγελά, ούτε ο συγγραφέας αν δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο του, ούτε το ένστικτο μας αφού είδαμε πάνω κάτω αυτά που περιμέναμε.
Τότε, γιατί πήγαμε; Α, εδώ χρειάζεται ειλικρίνεια. Διότι μας ευχαριστεί όλο αυτό ως κινηματογραφική απόδραση. Εχει μπέρδεμα, πλοκή, αγωνία, συνωμοσιολογία, έχει και πάλι Ιταλία, όχι Ρώμη τώρα αλλά μπόλικη Φλωρεντία, αρκετή Βενετία και μετά μας στέλνει για φινάλε στην Κωνσταντινούπολη. Εχει και τον Τομ Χανκς, ο οποίος φέτος έχει παίξει σε αρκετά φιλμ και καλό θα είναι να πάρει μια ανάσα και να ξεκουραστεί. Δίνει πολλά με την παρουσία του αλλά , ειδικώς μετά το «SULLY», δεν τον λες εδώ κι ανανεωμένο.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν ένα κανονικό entertainment, μια απολαυστική ταινία, ένα παραμύθι που στο τέλος μας ανατρέπει όλα όσα μας έδειξε στην αρχή και κατά τη διάρκεια.. Μας μιλά για το τέλος του κόσμου με ένα ιό πανώλης που κατασκευάστηκε από ψαγμένο άνθρωπο ο οποίος στη συνέχεια έχασε την μπάλα..Και ξεκινάμε με τον Τομ Χανκς στο νοσοκομείο να έχει χάσει τη μνήμη του, να είναι χτυπημένος στο κεφάλι και να τον κυνηγούν δολοφόνοι να τον βγάλουν από τη μέση ακόμα και στην Εντατική..Ενώ γύρω του εξυφαίνονται απίθανες συνωμοσίες με αναφορές στην «Κόλαση» του Δάντη.. Και μετά αρχίζουν οι ανατροπές.
Για Παρασκευή βράδυ μου ήταν το πιο ενδεδειγμένο ως ταινία ξεκούρασης και να ξέρετε πως οι ταινίες έχουν και τις ώρες τους και τις μέρες τους.
Είχε και πάλι δύο με τρεις σεκανς κορυφώσεων –τα highlights που λένε- οι οποίες πηγάζουν από το πρωτότυπο στο οποίο δίνει σημασία η διασκευή αν κι ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΚΕΠ ως διασκευαστής ποτέ δεν με κέρδισε, ούτε στο «Τζουράσικ Παρκ». Κάποιοι αναγνώστες του βιβλίου κολλάνε στο ότι άλλαξε το φινάλε- να τους πω ότι είναι ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ των διασκευαστών και των σκηνοθετών, να «αλλάζουν» πράγματα όταν νομίζουν ότι στη νέα μορφή θα λειτουργήσουν καλύτερα .Το μάθημα αυτό το χρωστώ ως αιώνια ευγνωμοσύνη στον ΣΥΝΤΝΕΥ ΠΟΛΛΑΚ που μου το είχε εξηγήσει αναλυτικά για δική του περίπτωση, για την «Φίρμα», όπου συνειδητά ζήτησε ο ίδιος από τον σεναριογράφο αλλαγή του φινάλε διότι στην οθόνη το φινάλε του βιβλίου δεν θα λειτουργούσε .(δεν είναι της παρούσης οι λεπτομέρειες, ίσως κάποια άλλη φορά..)
Εγώ μένω στο ότι τα highlights τούτης της ταινίας δεν ήταν το ίδιο συναρπαστικά ως κινηματογραφική απόδοση , όπως ήταν στους «Πεφωτισμένους», μου φάνηκαν σαν επαναλήψεις..Μου άρεσε η συνολική ανανέωση του θιάσου που πλαισίωνε τον Τομ Χανκς (ο ΜΠΕΝ ΦΟΣΤΕΡ πρώτος από όλους αλλά κι η ΦΕΛΙΣΙΤΥ ΤΖΟΟΥΝΣ αν και δεν έχει το μουτράκι της Οντρέ Τοτού αλλά είναι καλύτερη ηθοποιός, κι η Δανέζα ΣΙΝΤΣΕ ΜΠΑΜΠΕΤ ΚΝΟΥΤΣΕ που τη θαύμαζα στη σειρά «Borgen: Συνωμοσίες Εξουσίας» και τη βλέπω τώρα να πηγαίνει στο Χόλυγουντ με ρολάκια… είτε εδώ είτε στη σειρά «Westworld»- δεν καταλαβαίνω γιατί) (την είχαμε δει με τον Τομ Χανκς και το καλοκαίρι στο «Ένα ολόγραμμα για τον βασιλιά») κι ο γνώριμος μας Ινδός ΙΡΦΑΝ ΧΑΝ κι ο ΟΜΑΡ ΣΥ- κανένας όμως πλην Φόστερ δεν είχε ρόλο της «ωφελειάς»-που λένε.
Απίθανο το score του ΧΑΝΣ ΖΙΜΕΡ, συνοδεύει κι υπογραμμίζει δράση με το δικό του μοναδικό τρόπο.
Συνυπολογισμός: Μια χαρά entertainment αλλά δεν έχει και κάτι που θα πρέπει να το θυμάμαι μετά από λίγο καιρό .