Εδώ όμως μου φάνηκε πιο ωριμασμένος, πιο στέρεος, πιο «καθαρή» κι η «πατέντα» του, που είναι τα διαρκείας μονοπλάνα με διάλογο, αυτή τη φορά βρήκα ότι είχαν καλύτερο εσωτερικό ρυθμό και περιεχόμενο.
Βεβαίως και πρόκειται κι αυτή τη φορά για «ταινία θέματος» όπως για κάτι ανάλογο επρόκειτο και στις προηγούμενες ταινίες. Τώρα, όμως, όλα ήταν πιό συμμετρικά και κέντριζαν διαρκώς το ενδιαφέρον, αν και δεν το κρύβω πως ένα –δύο πραγματάκια στο σενάριο με άφησαν ακάλυπτο, όπως λχ η σχέση με το νεαρό boy- friendτης κοπέλας.
Λοιπόν, η όλη ιστορία ξεκινά με μια σεξουαλική επίθεση που δέχεται τελειόφοιτη μαθήτρια καθώς ετοιμάζεται για τις εξετάσεις του καθοριστικού μαθήματος που θα της εξασφαλίσει το «άριστα» το οποίο είναι προυπόθεση για να την δεχτούν σε κολλέγιο στην Αγγλία.
Ο γιατρός πατέρας της ξεκινά ολόκληρη εκστρατεία για να μάθει τι έγινε και για να ανακαλυφθεί ο άγνωστος που της επιτέθηκε. Όμως η περιπέτεια της κόρης κι η αγωνία του πατέρα για τις εξετάσεις σηματοδοτούν μια σειρά ξετυλιγμάτων κι αποκαλύψεων, τόσο κοινωνικών όσο και προσωπικών κι ενδο-οικογενειακών ενώ παράλληλα ο γιατρός αντιμετωπίζει κι άλλου είδους προβλήματα τα οποία μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με το θέμα της κόρης, έχουν όμως άμεση με τον ίδιο.
Η ταινία κατορθώνει και τα συνυφαίνει με ένα εξαιρετικά αποδοτικό τρόπο, Κι ο ρόλος του πατέρα- κεντρικού ήρωα της ιστορίας γίνεται ρόλος ιδανικός, ο άνθρωπος αυτός είναι και πατέρας και γιατρός και σύζυγος και εραστής και πεθερός και γιός και φιλόδοξος και απελπισμένος και συνειδητοποιημένος και παράτυπος , όλο το σενάριο στρέφεται γύρω από αυτόν χωρίς να περιορίζεται στην έννοια του πορτραίτου, όπως την ξέρουμε, αλλά απλώνεται κι αναλύεται στα πλαίσια μιάς ιστορίας η οποία θα φέρει τον άνθρωπο αυτό αντιμέτωπο με άπειρα ζητήματα και θα πρέπει σε όλα να αναπτύξει ή να επισημάνει-ανάλογα με τη σκηνή- τις πτυχές τους.
Ο ηθοποιός που τον ερμηνεύει είναι εξαίρετος, ονόματι ΑΝΤΡΙΑΝ ΤΙΤΙΕΝΙ, μου θύμισε τον Τομ Γουίλκινσον σε κάποιες φάσεις του και με κατέκτησε με την απλότητα του καθώς και με το υπόγειο συναίσθημα όπου υπήρχαν στιγμές που τον «φοβόμουν» ως απειλητικό, σαν να υπέβοσκε ένα ποτάμι ανεξέλεγκτων αντιδράσεων έτοιμο να ξεσπάσει. Κι όμως, δεν ήταν αυτές οι προθέσεις του σεναρίου! Ηταν δημιουργία του ηθοποιού.
Και βέβαια, είχε να κάνει πολύ και με το κλίμα που έφτιαξε ο σκηνοθέτης, με την ωρίμανση της «πατέντας» που ανέφερα και πριν, με καλύτερη χρήση του μοντάζ σε αυτά τα μεγάλα πλάνα που τώρα δεν φαίνονταν για «μεγάλα» -κάτι που τολμώ να πω πως με είχε ενοχλήσει στο «4 μήνες…» ως κινηματογραφική ανωριμότητα ενδιαφερουσών ίσως προθέσεων. Επίσης θα ήθελα να αναφέρω και τη ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ διότι συνηθίσαμε να μιλάμε για «μοντάζ που δεν φαίνεται» και ξεχνούμε τη φωτογραφία «που δεν φαίνεται», τη φωτογραφία εκείνη που δεν φωνάζει «εδώ είμαι» με ηλιοβασιλέματα και με χρυσίσεις αστεριών στη θάλασσα αλλά είναι η φωτογραφία που φτιάχνει ατμόσφαιρα σε μια καθημερινή (τρόπος του λέγειν…) ιστορία, η οποία θέλει την ατμόσφαιρα της καθώς εξελίσσεται, καθώς ο θεατής παρακολουθεί την εκτύλιξη της. Η ταινία, με τη συγκεκριμένη φωτογραφία, μας βάζει στην ατμόσφαιρα μιάς Ρουμανίας σημερινής που είναι έξω από τα πολιτικά στερεότυπα κι ασχολείται με ιστορίες ανθρώπων που άπτονται της κοινωνίας ή και της πολιτικής ακόμα αλλά στο βάθος βάθος…. Και βέβαια, για να γίνει αυτή η φωτογραφία χρειάζεται προηγουμένως ανάλογη επιλογή χώρων, χρώματος και διάκοσμου. Διότι υπάρχει κι η σκηνογραφική διεύθυνση «που δεν φαίνεται», που οι χώροι εκφράζουν χαρακτήρε και βάζουν τις βάσεις για ατμόσφαιρα κι εδώ αν παρατηρήσει κανείς τις λεπτομέρειες των σκηνογραφικών επιλογών, προπάντων στους εσωτερικούς χώρους, θα καταλάβει πολλά… Δεν θα το κάνει όμως κανείς για τον απλούστατο λόγο ότι η σκηνογραφία έχει επιτελέσει τον σκοπό της που είναι η δημιουργία κλίματος κι όχι το κλέψιμο της ματιάς του θεατή. Κι όμως πόσα δεν καταλαβαίνουμε για το ποιος είναι ο γιατρός και για τη σχέση του με τη γυναίκα του από το σπίτι που ζουν, όπως επίσης από το διαμερισματάκι και την περιοχή που συναντά την γκόμενα, για το τι νοσοκομείο είναι αυτό στο οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του.. Ψυχροί χώροι
Το έργο το έχουμε και στα Ευρωπαικά Βραβεία .Για το Οσκαρ η Ρουμανία επέλεξε να στείλει άλλη ταινία, το «Sieranevada»- όπως το γράφω, μια λέξη-που επίσης το έχουμε στα Ευρωπαικά, έχει άλλου τύπου ενδιαφέρον, συγγενεύει ως ένα βαθμό με το σινεμά του Μουντζίου αλλά είναι πιό άμεσα πολιτική παρά το γεγονός πως κι εκεί η ιστορία παίζεται εντός των τειχών μιας πολυμελούς οικογένειας.
Αυτό που λέμε «κοινωνική ταινία» αλλά το υποστηρίζουμε με τους όρους του κινηματογράφου, του πλήρους κινηματογράφου , κι όχι με τη λογική του ρεπορτάζ, του σχόλιου ή της φεστιβαλικής μιζέριας, γίνεται ορισμός στην «Αποφοίτηση».
Αν δεν μου άφηνε κι ένα -δύο κενά στο κλείσιμο...