«Ζήλεψα» την ηλικία στην οποία απευθύνεται διότι τη μαγεία του κινηματογράφου που σε αιχμαλωτίζει από την ηλικία εκείνη και σε στρέφει στη συνέχεια σε αυτόν, τη διαθέτει τούτη η ταινία, σχεδόν στο ακέραιο. Να είσαι μικρός και να σε πάνε σινεμά οι γονείς σου ή οι παππουδο – γιαγιάδες σου και να χαζεύεις αυτά που βλέπεις, ε, τι να λέμε..
Κι από την άλλη, να είσαι μεγάλος και να βλέπεις αυτή την ταινία, εκείνο που συναισθάνεσαι και σε φέρνει στα ίσα με την ηλικία που απευθύνεται, είναι το μεράκι και το κέφι των ανθρώπων που την έκαναν. Κι η έμπνευση.
Είναι όλο αυτό του σκηνοθέτη ΤΖΟΝ ΦΑΒΡΟ; Είναι ένα «σχέδιο» που αποφασίστηκε από κοινού, που σχεδιάστηκε σε κάποιο γραφείο παραγωγής, το κατέβασε ο ακριβοπληρωμένος νους κάποιου στελέχους της «Ντίσνευ» κι ο Φαβρό ανέλαβε την «εκτέλεση» του; Δεν το γνωρίζω και δεν έχει και τόση σημασία διότι εκείνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα.
Λοιπόν, εδώ πήραν το «Βιβλίο της ζούγκλας», το κινούμενο σχέδιο που είχε κάνει η «Ντίσνευ» το 1967, και το μετέτρεψαν σε κάτι διαφορετικό: Σε έργο ΛΟΓΙΚΗΣ κινουμένου σχεδίου όπου ο Μόγλης είναι ένας κανονικός ηθοποιός πιτσιρίκος, ένα «παιδί θαύμα» όπως συνηθίσαμε να τα αποκαλούμε αυτά τα μικρά ταλεντάκια των μικρών ηλικιών και όλα τα ζώα της ζούγκλας, με την συνδρομή του ψηφιακού, τα έβαλαν να παίζουν με φωνές ηθοποιών, σαν να επρόκειτο για κινούμενο σχέδιο. Όμως δεν ήταν τέτοιο ακριβώς. Ηταν ένα έργο που θώπευε διαρκώς με την μαγεία του.
Πάντως κι ο ΡΑΝΤΓΙΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ, στο βιβλίο του οποίου βασίζεται το έργο, στο διάσημο βιβλίο του, είναι κι αυτός ΚΑΤΟΧΟΣ ΝΟΜΠΕΛ. Και το Νόμπελ Λογοτεχνίας , στις κατά καιρούς επιλογές του, ανοίγει δρόμους σε κλάδους της Λογοτεχνίας και της Ποίησης (όπως έγινε φέτος με τη στιχουργική του ΜΠΟΜΠ ΝΤΥΛΑΝ, όπως είχε γίνει με το αναρχικό σατιρικό θέατρο του ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ πιο πριν) προς αναγνώριση και κατακύρωση.
Βλέπουμε λοιπόν ξανά, σε άλλη «εικαστική» βερσιόν την ιστορία του Μόγλη , που τον μεγάλωσαν οι λύκοι στη ζούγκλας (όπως η Λύκαινα βύζαξε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο κι έγινε σύμβολο της Ρώμης) να πρέπει να επιστρέψει στο χωριό των Ανθρώπων αφού ο φοβερός και τρομερός Σιρχάν ο τίγρης, που του αφάνισε την οικογένεια, έχει βάλει σκοπό να πετύχει και τον ίδιο και να τον εξοντώσει.
Κι η Μαγεία ξεκινά. Με όλα τα ζώα της ζούγκλας επί της οθόνης, με ένα «μέτρημα» ιδεώδες του περιπετειώδους και του κωμικού επί της ατάκας, με κάμερες να τρέχουν και να μη φτάνουν, με το ψηφιακό εργαστήρι να συμβάλλει τα μέγιστα, με τη συνειδητοποίηση ότι εξακολουθούν να γεννιούνται παιδιά άρα πρέπει να ψυχαγωγούνται με κλασικές μέν πηγές που θα τους παράξουν την «κληρονομιά» που χρειάζονται αλλά με νέες μεθόδους, της εποχής τους, του αιώνα τους.
Στο μεταξύ, τα σημεία αναφοράς στο κινούμενο σχέδιο του 1967 είναι τόσο εμφανή, μέχρι και το υποψήφιο για Οσκαρ τραγούδι απονομής 1968, το «THE BARE NECESSITIES» έχουν εντάξει στο φιλμ και το επανασκηνοθετούν με τον ίδιο τρόπο αλλά με τα νέα τεχνολογικά δεδομένα κι εκεί σκέφτεσαι, εσύ ο ενήλικας του «λογικού», πως μπορεί να μην είναι και τόσο υπόθεση φαντασίας όσο ένα «σχέδιο» όπου σκέφτηκαν αυτοί που ανέφερα στην αρχή. Για αυτό κι ο «θυμικός» ανήλικος, αν αποφασίσει να διαβάσει τι έγραψαν και δει να του λένε διάφορα τέτοια, θα γίνει έξαλλος και από τη μικρή του ηλικία θα εντάξει μια νέα πληροφορία για τον προσωπικό του δρόμο στο σινεμά, πως από τη στιγμή που ένα έργο τον μάγεψε, μάλλον θα πρέπει η ανάλυση να γίνει επί των όρων της μαγείας που ασκεί. Κι όχι επί των εξωκινηματογραφικών παραμέτρων της.
Η ταινία παίζει κανονικά με αυτούς τους όρους, σκοπός της είναι η μαγεία , την πετυχαίνει και παρασύρει και τον ενήλικα. Εκτός αν είναι κριτικός και θέλει να τη «σπάσει» στους πιτσιρικάδες. Τότε το «φάουλ» μετατρέπεται και σε κόκκινη κάρτα.
Για να συνοψίσω, επαναλαμβάνω πως βρήκα ευφυές ΚΑΙ στην απόδοση, κι όχι μόνο στη σύλληψη διότι και στο παρελθόν έχουμε δει ταινίες που να δανείζουν στα ζώα φωνές ανθρώπων, να γυριστεί ο «Μόγλης» με ηθοποιό και να παίζουν δίπλα του τα ζώα σαν να επρόκειτο για κινούμενο σχέδιο. Και το παιδάκι, όμως, που κάνει τον Μόγλη τι ωραία διδαγμένο που είναι να συνομιλεί με τα ζώα της ζούγκλας σαν να έπαιζε με φίλους του σε κάποιο παρκάκι.
Χρώματα, μουσικές, «χαρακτήρες» της ζούγκλας…
Φαντάζομαι κάποιους «θεωρητικούς» να γίνονται έξαλλοι με την ταινία επειδή ο άγριος Τίγρης ακούει στο αραβικότατο όνομα «Σιρχάν» κι οι θεωρητικοί να πιάνονται από εκεί και να συνεχίζουν την «κινηματογραφική» τους (ο Θεός να την κάνει) κριτική ανάλυση επεκτεινόμενοι κι ως τον Κίπλινγκ και τα Νόμπελ και τους «ύποπτους» λόγους για τους οποίους του το έδωσαν….