Και όταν αναγκαζόταν, για να δουλέψει στη χώρα του, να καταφεύγει στα ανώδυνα, έκανε τέτοιας υψηλής αισθητικής και ρυθμού και φαντασίας ταινίες όπως ο «ΗΡΩΑΣ» ή τα «ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΣΤΙΛΕΤΑ» που και πάλι του έβγαζες το καπέλο.
Εδώ μπόρεσε να ξανακάνει ταινία απαγορευμένου θέματος, είχα και καιρό να δω κάτι δικό του και πήγα με τις καλύτερες διαθέσεις.
Η ταινία είχε όλα τα προσόντα για να με συνεπάρει κι όμως δεν τα κατάφερε. Μπορεί να έφταιγα κι εγώ; Να μην ήταν οι δικές μου οι προσλαμβάνουσες εκείνο το βράδυ συντονισμένες με αυτό το φιλμ ή με ένα τέτοιο φιλμ; Συμβαίνει καμιά φορά κι αυτό.
Το αναφέρω επειδή με παραξένεψε πως το έργο επισήμως έδειχνε αψεγάδιαστο. Ηταν όμως;
Καταρχάς, ωραία υπόθεση: Στην περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης, όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα, μια γυναίκα πληροφορείται από το Κόμμα πως ο άντρας της δραπέτευσε κι ότι έρχεται να τη βρει. Η γυναίκα τρομάζει, αρνείται, τον αρνείται.
Κάποτε τελειώνει η περίοδος εκείνη, αποκαθίστανται η τάξη κι η ηρεμία κι ο φυλακισμένος επανέρχεται νόμιμα κι επίσημα. Εδώ υπάρχει ένα σεναριακό κενό σχετικά με το ενδιάμεσο διάστημα και πως το «κάλυψε» ο σύζυγος στον πραγματικό χρόνο αλλά είναι από τα κενά που μπορούμε και προσπερνάμε ή που σε μια δεύτερη ματιά, σε μια επανεξέταση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι έστω και φευγαλέα μπορεί να είχε περάσει η κατατοπιστική πληροφορία. Οπότε δεν το χρεώνω άμεσα.
Επιστρέφει λοιπόν ο σύζυγος κι η φοβισμένη γυναίκα, δεν τον αναγνωρίζει! Κάνει επιλεκτική αμνησία σε ό,τι αφορά αποκλειστικά σε αυτόν. Παρά τις προσπάθειες της κόρης, παρά τις διαβεβαιώσεις αυτή τη φορά και των ανθρώπων του Κόμματος υπέρ του, παρά τις προσπάθειες του γιατρού, η γυναίκα αρνείται να τον δεχτεί πως είναι ο άντρας της. Μένει κολλημένη στην ιδέα ότι ο άνδρας της λείπει, ότι αυτός που έχει έρθει δεν είναι ο άνδρας της κι ότι εκείνη περιμένει τον κανονικό.
Το φινάλε της ταινίας είναι ένα από τα ωραιότερα που έχω δει. Διότι μπαίνει κι ο σύζυγος στο παιχνίδι της αμνησίας, με τη συνδρομή της κόρης, που κι αυτή έχει πληρώσει το τίμημα της και το φιλμ με αυτό τον τρόπο κάνει βαθύτατη κριτική στα όσα συνέβησαν και που προφανώς τώρα έχουν χαλαρώσει ώστε ο Γιμού να μπορέσει να μιλήσει για αυτά.
Το φινάλε πραγματικά είναι καταστάλαγμα ποίησης κι ευρηματικής δήλωσης για τα όσα συνέβησαν στην ηρωίδα.
Επιπλέον, η ταινία είναι εξαίρετα γυρισμένη, σκηνογραφημένη φωτογραφημένη οι δε ερμηνείες είναι πρωτοκλασάτες με προεξάρχουσα την ΓΚΟΝΓΚ ΛΙ, παλιά αγαπημένη του Γιμού, ο οποίος τη συγχώρεσε για την εγκατάλειψη, την προ ετών, και συνεργάζεται μαζί της τελευταίως και πάλι, όπου στο συγκεκριμένο φιλμ της έχει εξαιρετικό ρόλο, της δίνει τη δυνατότητα να παίξει , να δοκιμάσει μάλλον, και την καρατερίστα και την υπογράφει ως αληθινή ηθοποιό. Πέραν του ότι παραμένει μια όμορφη γυναίκα αλλά κι η ίδια πρόθυμα θυσιάζει τα «κάλη» για τον καλλιτεχνικό «πόνο». Εξαίρετος ηθοποιός κι ο συμπρωταγωνιστής που παίζει τον σύζυγο, το ίδιο και το όμορφο κορίτσι που κάνει την κόρη κι έχει στήσει πάνω της και μια ευρηματική σκηνή ο Γιμού, λίγο πριν το φινάλε.
Με βάση αυτά τα προσόντα, τι μένει και δεν με κατακτά η ταινία; Τι συνέβη και δεν τράβηξε το κοινό στα σινεμά; Αδιαφορώ για το αν ήταν πολλά ή λίγα τα «αστεράκια»..
Ένα πρόβλημα που εντοπίζω είναι η επαναληπτικότητα γύρω από την αμνησία της ηρωίδας που από ένα σημείο κι ύστερα κουράζει χωρίς να προσφέρει στην ιστορία ή στην εξέλιξη του μύθου, κάτι πρόσθετο, κάτι νέο. Κι επειδή επαναλαμβάνεται και δεν φέρνει ανελίξεις κι εξελίξεις, παύει και να συγκινεί. Ετσι κι αλλιώς, η συγκίνηση δεν έφτασε σχεδόν ποτέ στην πλατεία διότι η σκηνοθέτηση από μεριάς Γιμού ήταν κάπως «βαριά», μολονότι οι ηθοποιοί εξέφραζαν συναίσθημα στις ερμηνείες τους αλλά αυτό το συναίσθημα έμενε «κολλημένο» στην οθόνη, το έβλεπες αλλά δεν μπορούσες να το αισθανθείς κι εσύ ο θεατής, διότι δεν το έδωσε ο Γιμού στους θεατές. Μας άφησε αποστασιοποιημένους να το παρακολουθούμε .
Επιπλέον, το έργο είχε όλα τα στοιχεία του μελοδράματος και μάλιστα είχα διαβάσει και πολλές αναφορές περί του μελό που κάνει ο Γιμού. Οταν το μελό σε βγάζει σκυθρωπό αντί για λυτρωθέντα κι εκτονωθέντα , δεν έχει πετύχει του σκοπού του. Όταν λέω «μελό» εννοώ και το έντονο δράμα, που δεν είναι μελό αλλά έτσι συνηθίζουν να το λένε, όπως κάθε αστυνομικό το αποκαλούν πλέον «θρίλερ» . Κι αν υποθέσουμε ότι ο Γιμού εδώ ήθελε να κάνει επικό μελό αλλά να κρατήσει τους θεατές αποστασιοποιημένους, τότε εύκολα μπορώ να εξηγήσω τόσο το ότι βγήκα από την αίθουσα ακατάκτητος , κι ας με ξετρέλανε το φινάλε, όσο και το ότι οι υπόλοιποι λίγοι θεατές έβγαιναν σκυθρωποί παρά «λυτρωμένοι».