Διότι η γερμανική αυτή ταινία έχει ένα και κύριο προσόν: Τη διαφορετικότητα της. Μια διαφορετικότητα εντελώς…. «διαφορετική» από αυτό που συνηθίζουν να μας πλασάρουν για τέτοιο.
Αν έχεις ακούσει ύμνους γενικοτήτων κι απροσδιοριστιών, είναι αναπόφευκτο να ξαφνιαστείς. Πρώτον δεν έχει σχέση με τα γερμανικά φιλμ που μας συστήνονται ως σήμερα κι από τα οποία έχουμε μάθει να περιμένουμε κάτι συγκεκριμένο , ακόμα κι αν είναι ευρύ, πεδίο δράσης. Η σχέση ενός πατέρα με την κόρη του, η αποξένωση τους, η προσπάθεια σύνδεσης από μέρους του , θα μπορούσε να ανήκει στο «ευρύ πεδίο» του γερμανικού σινεμά αλλά ξαφνικά εμφανίζεται ως κωμωδία.
Κωμωδία γερμανική βέβαια. Και με ευρήματα που το κάνουν όλο αυτό που βλέπουμε να φαίνεται παράταιρο.
Ο πατέρας είναι ένας κατά κάποιο τρόπο «loser» που δεν μπήκε ποτέ του στις «συμβάσεις» ή κι αν μπήκε φρόντισε να βγει και ζεί ένα κάπως αναρχικό βίο, η κόρη είναι μεγαλογιάπισσα, από αυτές τις σημερινές Ευρωπαίες τις «τύπου Βρυξελών», εργάζεται ως ανερχόμενο στέλεχος μεγάλου γερμανικού ομίλου (θα μπορούσε να είναι και πολυεθνική) που έχουν πάει για business στο Βουκουρέστι.
Ο αναρχο-πατέρας με αφορμή ένα δικό του συναισθηματικό περιστατικό, πηγαίνει στη ρουμανική πρωτεύουσα, να βρει την κόρη. Της πηγαίνει όμως με τις αναρχο-πειρακτικές διαθέσεις του. Η κυριότερη από αυτές είναι πως έχει εφεύρει ένα άλλο εαυτό, που τον ονομάζει «Τονι Ερντμαν» και του βάζει προσθετικά δόντια όπου με αυτή την μασκαράδικη «αμφίεση» ή και διάθεση κυκλοφορεί στους γύρω. Το κάνει κι όταν εμφανίζεται στην κόρη !.
Κοντολογίς η ταινία αποβλέπει στην ανθρώπινη συνεννόηση, στην επικοινωνία πατέρα και κόρης που είναι φαινομενικώς τα άκρα αντίθετα, στη μοναξιά και στην επισήμανση της.
Αυτά όλα γίνονται στην ταινία με ένα τρόπο που ξαφνιάζει. Οπότε, η πρωτοτυπία είναι που ταράσσει λίγο τα νερά, αν θέλουμε να καταλάβουμε και να δικαιολογήσουμε τον θόρυβο που έχει προκαλέσει, αν και μέχρι να ωριμάσουν τα πράγματα γύρω από αυτήν και να ακούσουμε και τις Κινηματογραφικές Ακαδημίες τι λένε (η Γερμανία το στέλνει και στα Ευρωπαικά και για εκπροσώπηση στα Οσκαρ) κι όχι μόνο τους κριτικούς ή τα Φεστιβάλ (οι Κάννες πάντως δεν απεφάνθησαν υπέρ της κι είναι ένας από τους λόγους που οι κριτικοί ξεσπάθωσαν εναντίον της ταινίας του Κεν Λόουτς που προτιμήθηκε….)
Και το λέω αυτό, διοτι εκεί που πας να πλήξεις με τον αργό ρυθμό εξέλιξης, με το ότι δεν καταλαβαίνεις τι σημαντικό υπάρχει σε όλο αυτό ώστε να προκαλεί τόσο θόρυβο, εκεί δεν αποφασίζεις όμως ούτε να αγανακτήσεις. Σε «κρατάει» και μένεις. Εις πείσμα κάθε λογικής. ΚΙ όταν συνειδητοποιείς πως η διάρκεια του ξεπερνούσε για το είδος κάθε ανεκτό όριο (160 και κάτι λεπτά- έλεος) και παρόλα αυτά δεν αγανάκτησες, σημαίνει πως κάτι έχει.
Κι αυτό το «κάτι», δουλειά μας είναι να ψάξουμε και να το βρούμε. Κι ας αφήσουμε το προσωπικό γούστο στην άκρη.
Αυτό το «κάτι», θεωρώ ότι δεν είναι μόνο η σύνθεση της και το ότι η γυναίκα που το έκανε το έργο, η ΜΑΡΕΝ ΑΝΤΕ, το ελέγχει πλήρως, μα πηγαίνω και στον «καρπό» που θεωρώ ότι αν δεν υπάρχει αυτός τα έργα δεν σώζονται ούτε για την ιδιότροπη σύνθεση τους ούτε για το ότι η κωμωδία είναι «γερμανική» και σχεδόν δεν γελάς, οπότε οι μη Γερμανοί θα τη θεωρήσουν εστετίστικη- ‘οτι έχει ένα εστετίστικο τρόπο, τον έχει. Σώζονται από κάτι άλλο- αν σώζονται.
Νομίζω λοιπόν πως το περιεχόμενο του έργου, το οποίο δεν φαίνεται πολύ, δεν κραυγάζει από μεριάς συγγραφής και σκηνοθεσίας, είναι αυτό που θα σήκωνε τη συζήτηση.
Είναι η μοναξιά λοιπόν αλλά κι ο τρόπος διατύπωσης της που της δίνει μια καλλιτεχνική υπόσταση. Είναι η μοναξιά όπως διατυπώθηκε κάποτε από τον Σάμιουελ Μπέκετ και τα έργα του ξάφνιασαν όταν βγήκαν μα σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται προσιτά και κατανοητά. Είναι μια μοναξιά μπεκετική με ένα χιούμορ μπεκετικό, τουλάχιστον αν θελήσουμε να της βρούμε καλλιτεχνικές καταβολές ακόμα κι αν είναι ασυνείδητες.
Από την άλλη, για την ίδια τη Γερμανία, το ότι επιλέγει ένα τέτοιο έργο να το κάνει φέτος πρέσβη της κι όχι ένα με το ένοχο παρελθόν των Γερμανών για τον Χίτλερ και τους Ναζί, δεν πρέπει να ξαφνιάζει, τουλάχιστον όποιον παρακολουθεί το γερμανικό σινεμά , όχι των Φεστιβάλ, αλλά εκείνο που παίζεται στα σινεμά της Γερμανίας, πως περιλαμβάνει πολλά είδη και πως η αλα γερμανικά κωμωδία (και δη η σάτιρα) έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, ειδικά όταν καλλιτεχνίζει. Δεν είναι «γελαστική», της ταιριάζει η λέξη «ιλαρή». Μέχρι εκεί φτάνει.
Το τρίτο βασικό σε αυτό το περιεχόμενο είναι πως για την ίδια τη Γερμανία αλλά και για τη σημερινή Ευρώπη της παγκοσμιοποίησης και της απώλειας των αξιών, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται ζητούμενο και βλέπουμε ένα σενάριο στο οποίο ενυπάρχουν δύο δείγματα (ή και παραδείγματα) ανθρώπων, η παγκοσμιοποιημένη κόρη των πολυεθνικών κι ο πατέρας του αναρχικού πνεύματος. Είναι ενδιαφέρον το στοιχείο πως στη δεκαετία 70 τα πράγματα θα ήταν εντελώς ανάποδα, ο συντηρητικός θα ήταν ο πατέρας κι εκείνη που θα ήθελε να ανατρέψει τον κόσμο θα ήταν η κόρη. Κι αυτό που δείχνει το έργο δεν είναι ένα φανταστικό εύρημα του σεναρίου αλλά μια κοινωνική παράμετρος της σημερινής Ευρώπης με τη νέα γενιά να ζητά παγκοσμιοποίηση και καριέρα κι από την παλιά κάποιοι να λένε «χαλάρωσε!». Το στοιχείο που ενώνει τους δύο αυτούς κόσμους είναι η επιθυμία για τη διατήρησης της μεταξύ τους σχέσης. Κι είναι ενδιαφέρον σεναριακά πως την κίνηση την κάνει ο τρελο-πατέρας, οπότε «σηκώνει» και λίγη κωμωδία. Αν το έκανε η κόρη..χμ! δεν θα το έκανε διότι η συγκεκριμένη έχει «φύγει», έχει πάρει το δρόμο της. Αν πάντως το έκανε θα είχαμε άλλο έργο που δεν θα το έσωζαν ούτε δέκα φθινοπωρινές σονάτες σε δράμα διότι μόνο δράμα θα μπορούσε να βγάλει.
Αυτά που γράφω, για να προσπαθήσω να εξηγήσω τα μυστικά του έργου, τα αποκόμισα με πολύ μεγάλο κόπο. Δεν πέρναγα πολύ ευχάριστα σε όλη τη διάρκεια που το έβλεπα, αλλά με δαιμόνισε το γεγονός πως όταν πήγαινα να εκδηλώσω αγανάκτηση, ο λογικός εαυτός μου με επανέφερε στην τάξη και μου έλεγε «αφού δεν έχεις αγανακτήσει επί της ουσίας αλλά μόνο «εξωτερικά», μην πας να το κάνεις θέμα. Περίμενε ως το τέλος»
Αυτό μου συνέβη αρεκετές φορές στη διάρκεια της ταινίας , με την ίδια μονίμως αντίδραση.
Εννοείται πως κι οι δύο ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι τόσο ο «καμποτίνος» πατέρας ΠΕΤΕΡ ΣΙΜΟΝΙΣΕΚ όσο κι η καριερίστα κόρη ΣΑΝΤΡΑ ΥΛΕΡ- αυτή μου άρεσε ακόμα πιο πολύ, ο ρόλος της μού φάνηκε πιο δύσκολος από του πατέρα μια κι έπρεπε να είναι ο αποδέκτης των παράταιρων συμπεριφορών και συγχρόνως κάτω από το ουδέτερο της γιάπισσας να δείξει ότι υπάρχει μια εσωτερική πάλη με το συναίσθημα.