Κι έτσι, μπόρεσα να απολαύσω αυτό το φιλμ, να το αισθανθώ ακόμα κι ως «αριστούργημα» αν και τη λέξη την αποφεύγω κι ακόμα κι εδώ την χρησιμοποιώ καταχρηστικά. Επειδή ακριβώς με ενδιαφέρει το «έργο» και το τι λέει το «έργο» .
ΚΙ επειδή είδα τις ίδιες μέρες και την ταινία του φίλου μας Ζανγκ Γιμού «Η μεγάλη επιστροφή», που ως σκηνοθέτης μου αρέσει περισσότερο από όσο ο Οζόν, έχω να τονίσω ότι το φιλμ του Οζόν πετυχαίνει ακριβώς εκεί που χωλαίνει (αν όχι «αποτυγχάνει») το φιλμ του Γιμού.
Που; Μα στην ανάπτυξη και την ανέλιξη της ιστορίας και στην κορύφωση του δράματος που κάποιοι θα το χαρακτηρίσουν και «μελόδραμα». Προσωπικά δεν ενοχλούμαι διότι αγαπώ πολύ το μελό ως είδος απλώς δράττομαι της ευκαιρίας να τονίσω για μια ακόμα φορά πως το μελό είναι συγκεκριμένο είδος και δεν πρόκειται για το έντονο δράμα ή για το δράμα δυνατών κορυφώσεων που συλλήβδην το βαφτίζουν μελό. Ούτε το «Κράμερ εναντόν Κράμερ» ούτε το «Frantz» είναι μελοδράματα, πρόκειται για δράματα ανθρωπίνων συγκρούσεων. Δυστυχώς πολλοί περιπλέκουν τους όρους και τα είδη, εξαιτίας δικής τους σύγχυσης και το ίδιο κάνουν και με το είδος «θρίλερ», που, ενώ είναι συγκεκριμένο το έχουν ταυτίσει με κάθε τι αστυνομικό, μυστηριώδες, ακόμα και πολιτικό , γενικώς με κάθε έργο πλοκής, με αποτέλεσμα να διαβάζω και σε περιοδικό να κατατάσσει την «Υπηρέτρια» του Παρκ Τσαν Γουκ στο είδος «θρίλερ». Και λες, σκέψου ένα ψυχάκια θεατή κολλημένο με τα θρίλερ να πάει στην «Υπηρέτρια» επειδή «θρίλερ» του τη χαρακτήρισαν οι «ειδήμονες».
Μετά τις απαραίτητες διευκρινίσεις πάμε στο φιλμ του Φρανσουά Οζόν και ξεκινάμε απολαμβάνοντας σε μαυρόασπρη φωτογραφία μια ιστορία που διαδραματίζεται στο 1919. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια ιστορία γαλλο-γερμανική, όπως γαλλο-γερμανική είναι κι η συμπαραγωγή και γαλλο-γερμανικός κι ο διάλογος , όπως γαλλο-γερμανικό είναι και το cast.
Δηλαδή, μια ταινία που από κάτω κρύβει ένα πνεύμα συμφιλίωσης ή μάλλον αλληλοκατανόησης και μοιράζει το πένθος στα δύο, για σπάνια φορά το τηρεί και στην πράξη, μια κι από την ίδια την ιστορία είναι μοιρασμένα τα πάντα.
Η ιστορία ξεκινά σε γερμανική κωμόπολη όπου εμφανίζεται ένας μυστηριώδης νεαρός Γάλλος ο οποίος βάζει λουλούδια στον τάφο ενός νεαρού Γερμανού που σκοτώθηκε στον Πόλεμο. Πρώτη το αντιλαμβάνεται η αρραβωνιαστικιά του σκοτωμένου, ενημερώνει τα πεθερικά της που την έχουν κρατήσει κοντά τους και την έχουν σαν κόρη τους για να τους θυμίζει το γιό τους, ο πατέρας αντιδρά εχθρικά, στη συνέχεια, με την επίσκεψη του Γάλλου στο σπίτι αρχίζει να ξεδιαλύνεται το μυστήριο κι οι καρδιές να μαλακώνουν. Ξεδιαλύνεται , όμως, το μυστήριο ή πυκνώνει; Διότι το σενάριο, έξοχα γραμμένο (από τον Οζόν επίσης), μας δίνει λίγες λίγες τις πληροφορίες σχετικά με το από πού κι ως πού αυτός ο Γάλλος ήρθε στη Γερμανία για να προσκυνήσει ένα τάφο, τι σχέση είχε με το νεκρό, πως γνωρίστηκαν, που γνωρίστηκαν, ήταν φίλοι και λοιπά ερωτήματα ενώ ο Οζόν με τον τρόπο που το σκηνοθετεί και βασικά με το πώς έχει χαράξει πορεία στους ηθοποιούς επιτρέπει μυριάδες υποθέσεις να κάνει ο θεατής με το νου του σχετικά με αυτούς τους δύο.
Συγχρόνως γύρω τους υπάρχει κι ο ολοζώντανος γερμανικός περίγυρος , που δεν μπορεί να καταπιεί την ήττα κι οργανώνονται εκ νέου για τη «ρεβάνς» (την επαύριο κιόλας της Ανακωχής…), ενώ ο πατέρας του νεκρού, γιατρός στο επάγγελμα, αρνείται συμμετοχή μεν σε αυτές τις διεργασίες, από την άλλη όμως δεν παύει να μισεί τους Γάλλους για τον γιό που του σκότωσαν. Κι όταν ζεσταίνεται η καρδιά του με την επίσκεψη του Γάλλου φίλου, προχωρά στην αυτοκριτική του, την οποία μεταβιβάζει και στον φανατισμένο περίγυρο, ότι οι ίδιοι σκοτώσαμε τα παιδιά μας, εμείς τους δώσαμε τα όπλα.
Κι ακόμα δεν έχουμε φτάσει ούτε στη μέση της ταινίας. Διότι ο νεαρός Γάλλος, σε μια κρίση συνείδησης θα αποκαλύψει στην αρραβωνιαστικιά του σκοτωμένου την αλήθεια, κι η αλήθεια είναι τραγική. Κι η αλήθεια μεταβάλλεται σε ψέμα και το ψέμα καταφέρνει και κάνει τη δουλειά του ακόμα και στον φανατισμένο περίγυρο. Κι έρχεται η σειρά της Γερμανίδας μνηστής να πάει στη Γαλλία και να βρεί τον Γάλλο που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς κι έχει πεί ψέματα στα πεθερικά της και στη Γαλλία η κοπέλα θα δεί την από κει πλευρά, το μίσος των Γάλλων προς τους Γερμανούς και θα έρθει σε επαφή με άλλες αλήθειες που κι αυτές από πίσω κρύβουν ψέματα και μέσα στα ψέματα είναι καταχωνιασμένες οι πραγματικές αλήθειες,εκείνες που πονάνε πραγματικά και πληγώνουν.
Κι έχει και για σημείο αναφοράς ένα πίνακα του Μανέ, και δεν αναφέρω ποιος είναι διότι και μέσα στην ιστορία όταν μπαίνει, μέσα στο σενάριο δηλαδή, δεν αναφέρεται κι υπάρχει λόγος γι αυτό, μα όταν πηγαίνει η κοπέλα στη Γαλλία κι επισκέπτεται το Λούβρο ανακαλύπτει τον πίνακα και της κάνει εντύπωση το περιεχόμενο του για να καταλήξει στην τρίτη του εμφάνιση ο πίνακας να γίνει ο επίλογος της Ιστορίας.
Ολα γυρισμένα σε μαυρόασπρο πλην κάποιων σκηνών που αναφέρονται στο παρελθόν και το δείχνουν έγχρωμο μα είναι ένα έγχρωμο όχι όπως το ξέρουμε αλλά σαν να πέρασε ο διευθυντής φωτογραφίας μια ιριδένια εφτάχρωμη τίντα πάνω από το άσπρο-μαύρο.
Ταινία που σε γεμίζει πλούτο. Με δράμα, ανθρώπους, υπόθεση, αισθητική, καλλιέργεια. Μια ταινία που δεν φοβάται το δράμα, που δεν ξεπέφτει στην αποδραματοποίηση όπως συχνά υποδεικνύουν οι κριτικοί….
Κι αν πούμε και για τους ηθοποιούς!!!! Βεβαίως και θα αρχίσω από τον ΠΙΕΡ ΝΙΝΕ, που πλέον , αν και μόλις 27 χρονών, ανακαλύπτεται σε νέο κεφάλαιο της Γαλλίας που μπορεί να αποδειχτεί κι εθνικό!. Κάτι σαν Ζεράρ Φιλίπ. Γοητευτικός, όχι όμορφος, με ταλέντο που βράζει έσωθεν, με τεχνική κατάρτιση από τις λίγες, αστέρι της «Κομεντί Φρανσαίζ», τον είδαμε ως «ΥΒ ΣΑΙΝ ΛΩΡΑΝ» να παίρνει και το «Σεζάρ», τον είδαμε πρόσφατα και στον «Συγγραφέα» που ήταν υπέροχος, τον βλέπομε τώρα και στον «Frantz» να είναι αποθεωτικός. Κάποτε θεώρησα τον Μπενουά Μαζιμέλ, ειδικά τότε στη «Δασκάλα του πιάνου», ότι πήγαινε να καλύψει αυτό το χώρο αλλά δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις. Τούτος ελπίζω να τις εκπληρώσει διότι επιπλέον έχει και το θέατρο, κι όχι όποιο κι όποιο γαλλικό θέατρο, μα εκείνο στο οποίο τους μαθαίνουν τεχνική και ρυθμό και σε κάνουν εύκολα να βρίσκεις στο λεξικό τη γαλλική λέξη που σου διέφυγε κατά την παράσταση, ακριβώς επειδή η άρθρωση τους πιάνει κρυστάλλινα και το τελευταίο σύμφωνο. Είναι υπέροχος στο ρόλο επειδή είναι αφενός αληθινός κι αφετέρου όλο αυτό είναι καταστάλαγμα δουλεμένης ηθοποιίας κι όχι υποπαίξιμο. Κι έχει ως φορέα την ίδια του την παρουσία.
‘Αψογη είναι κι η Γερμανίδα ΠΑΟΥΛΑ ΜΠΕΕΡ, που παίζει την αρραβωνιαστικιά, συγκλονιστικός ως Γερμανός πατέρας ο ΕΡΝΣΤ ΣΤΕΤΖΝΕΡ, και τι να πούμε για τους υπόλοιπους ηθοποιούς που πλαισιώνουν και δεν τους γνωρίζουμε, αυτήν που κάνει τη Γερμανίδα μάνα αλλά κι η άλλη που παίζει την Γαλλίδα μητέρα..
Και για να κλείσω, ενημερώνω πως το έργο αποτελεί remake. Μάλιστα. Μιάς ταινίας του Χόλυγουντ του 1932, που δεν την είχε κάνει όποιος κι όποιος αλλά ο ΕΡΝΕΣΤ ΛΙΟΥΜΠΙΤΣ των κομψοτεχνημέτων, με τον Λαιόνελ Μπάρυμορ στο ρόλο του Γερμανού πατέρα και με τίτλο «Broken Lullaby» που στην Ελλάδα είχε προβληθεί ως «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΑ».
Αυτό επειδή γίνεται πολύς λόγος και περί «remake». Ο Οζόν έχει φτιάξει το έργο από την αρχή, έχει γράψει το σενάριο εξ αρχής, στη σκηνοθεσία του διακρίνεις κάποια από τα κομψοτεχνήματα της σχολής Λιούμπιτς αν κι η φωτογραφία θυμίζει κλίμα «λευκής κορδέλας» αλλά ουσιαστικά έχει φτιάξει αυτούσιο έργο πάνω στην ίδια πηγή με εκείνο του 1932.
Το συνιστώ ανεπιφύλακτα!