Κοίταξα επίτηδες το ρολόι μου, ήταν περίπου 18 λεπτά αφότου είχε ξεκινήσει το φιλμ, και ουδόλως καταλάβαινα τι συμβαίνει!
Κάποιο πένθος πρέπει να είχαν σε αυτό το σπίτι, κάποιος να είχε πεθάνει ή να είχε πρόσφατα κηδευτεί, αφού έβλεπα και την Μπυνός στην αρχή μαυροφορεμένη και στο πρώτο πλάνα σαν να υπήρχαν πίσω της κάτι κεριά…..
Μετά είδα μια κοπέλα να έρχεται , η Μπυνός να την υποδέχεται κανονικά, ύστερα να αναφέρεται ένα αντρικό όνομα… Στο μεταξύ είχαμε περάσει τα 20 λεπτά και βάλε αφότου είχα κοιτάξει το ρολόι.
Κι η Μπυνός είχε βγάλει τα μαύρα και φιλοξενούσε μάλλον αυτή την κοπέλα την οποία κοίταζαν οι άλλοι μυστηριωδώς και για να μη σας τα πολυλογώ το γύρισα στην «μαντική» και κάτι άρχισα να υποψιάζομαι.
Όμως δεν έβλεπα κανένα ειρμό, καμία εξήγηση των συμπεριφορών, και σιγά σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η ταινία θα πάει έτσι κι ότι θα πρέπει εμείς να καλύψουμε τα κενά της αφήγησης. Και στο τέλος δεν εξηγήθηκε ή αν θέλετε δεν αιτιολογήθηκε (για να χρησιμοποιήσω πιο σωστό ρήμα) απολύτως τίποτε.
Το μόνο που έβλεπα ήταν ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ πλάνα. Θαυμάσια πλάνα. Ο διευθυντής φωτογραφίας με τον σκηνογράφο σαν να είχαν σχεδόν ερωτική σχέση πάνω στη δουλειά. Τι εννοώ; Αλληλοσυμπληρώνονταν πέρα για πέρα. Ο σκηνογράφος ετοίμαζε διακριτικά το υλικό σε κάθε πλάνο ώστε ο διευθυντής φωτογραφίας να έρθει και να επιβληθεί. Η σκηνογραφία ετοίμαζε χώρους διαρκώς για να κάνει τη φωτογραφία πρωταγωνίστρια. Κυρίως τους φωτισμούς.
Από αυτή την άποψη ήταν ένα άμεμπτο φιλμ με αισθητική τελειότητα. Από πλευράς, όμως, αφήγησης, έμενε μετεξεταστέο – για να μην πω…. στάσιμο! Στην ίδια τάξη.
Τώρα, αν με όλο αυτό το «σκηνικό» είχαν έτοιμο το θεωρητικό οπλοστάσιο πως πρόκειται για μια σπουδή πάνω στο «πένθος», έχω να πω «τρέχα-γύρευε».
Σε νουβέλα του Πιραντέλο υποτίθεται πως βασιζόταν, έστω και χαλαρά, μα απολύτως χαλαρά, στο «περιμένοντας τον Γκοντό» κατέληξα να πιστεύω ότι τερματίσαμε αφού επί του συνόλου της ταινίας κάποιον περιμέναμε και στο τέλος όταν μάθαμε, δεν καταλάβαμε γιατί όλο αυτό και ποια ψυχολογία το υπαγορεύει.
Το μόνο, φυσικά, που μου άρεσε, εκτός από το δίδυμο φωτογραφίας- σκηνογραφίας ήταν η ίδια η Ζυλιέτ Μπυνός. Η οποία ήταν πέραν του αν έπαιζε και του τι έπαιζε μα ήταν ακριβώς αυτό το πρόσωπο που έχει κάθε δικαιολογία να το αγαπά ο φακός κι αυτό το πρόσωπο, που είναι σαν το πρόσωπο της Ζαν Μορώ, μπορεί να εκφράζει συναισθήματα και πέραν των όσων (δεν) λέει η ταινία. Κάπου η Μπυνός μας έβαλε στην περιέργεια της «μαντεψιάς» ωστόσο δεν μπορούσε ούτε αυτή αλλά ούτε και το εκφραστικό, γοητευτικό, κινηματογραφικό πρόσωπο της να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Ή, τα μη εξηγήσιμα….
Θα μπορούσα να είμαι πιο σαφής αλλά δεν θέλω να τη χαλάσω στους θεατές και να τους πω τι ήταν αυτά που δεν βλέπαμε και ποια είναι τα κεφαλαιώδη που έμειναν ανεξήγητα . Αφήνω να τα δουν μοναχοί τους.
Το πώς έμπλεξε η Μπυνός σε αυτή την ταινία μάλλον έχει να κάνει με τον… Πιραντέλο. Θα της είπαν για Πιραντέλο, στον οποίο είχε μεγαλουργήσει πριν μερικά χρόνια στη σκηνή όταν είχε παίξει το «Να ντύσουμε τους γυμνούς» με τέτοια επιτυχία ώστε η χάρη της να φτάσει μέχρι το Λονδίνο, να την υποδεχτεί το WestEnd και στη συνέχεια να φτάσει κι ως την υποψηφιότητα για το «Τόνυ» στη Νέα Υόρκη.
Εδώ, όμως, δεν υπήρχε Πιραντέλο αλλά μια αφορμή από αυτόν. Και δεν έχω καταλάβει με το φιλμ αυτό που αποσκοπούσαν.
Ο νέος σκηνοθέτης που το υπέγραψε, ο ΠΙΕΡΟ ΜΕΣΙΝΑ, δείχνει αισθητική και καλό γούστο αλλά αφηγηματικά , το αποτέλεσμα του είναι πολύ μπερδεμένο, με τεράστια κενά. Υπήρξε βοηθός του Πάολο Σορεντίνο στην «Τέλεια ομορφιά» αλλά πέραν της αισθητικής…
Κοντολογίς, η ταινία δεν έχει καμία σχέση με αυτά που γράφω για τον ιταλικό κινηματογράφο των τελευταίων δεκαετιών από τον οποίο οι Ελληνες έχουμε αποκοπεί. Αντίθετα, είναι το είδος του auterο-φεστιβαλισμού, που εξακολουθούσε να έρχεται στην Ελλάδα, έστω και σε αραιά διαστήματα κι έβαζε ταφόπλακα στη σχέση του Ελληνα θεατή με το ιταλικό σινεμά, είναι το είδος που οι διανομείς έφερναν επειδή ήξεραν ότι λόγω της φεστιβαλίτιδας μπορεί να έπαιρνε κριτικές. Όμως πραγματικά αναρωτιέμαι τι έχει αυτό το έργο να προσφέρει αφού σε γεμίζει δυσθυμία με το πένθος χωρίς να έχει κι ένα σενάριο γύρω από το πένθος αλλά μόνο σκούρους φωτισμούς που να σηματοδοτούν την πένθιμη εικόνα- πετυχημένους ωστόσο, το επαναλαμβάνω.
Το μεγαλύτερο μαρτύριο για τον θεατή είναι να δυσκολεύεται να κατανοήσει την υπόθεση, όχι λογω περίπλοκων νοημάτων αλλα εξαιτίας πολλών κενών στην αφήγηση και συγχρόνως όλο αυτό να αφορά σε μια πένθιμη κατάσταση και χωρίς να πάρει και τις δέουσες εξηγήσεις. ΚΙ αν κάποιος ενπάση περιπτώσει αισθανθεί ότι «το κατάλαβε», αρα πιο «έξυπνος» από τους άλλους, για την ψυχολογική συμπεριφορά της Μπυνός και για τα αίτια και για τα «γιατί» προς την κοπέλα δεν θα τα καταφέρει ούτε αυτός, ούτε ο θαυμαστής της Μπυνός, ούτε καν ο …. «πληρωμένος» να ανακαλύπτει τρόπους κάλυψης σεναριακών κενών.