Εχουμε δει πολλές ταινίες για το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως από την Ευρώπη αλλά κι από την Αμερική. Από τη ΒΡΑΖΙΛΙΑ δεν είχαμε κάτι που να μας βάλει έτσι κάπως στο κλίμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να δούμε κι εκείνοι πως το βλέπουν.
Διότι η Ιστορία της Βραζιλίας όπως και της Αργεντινής και κάποιων άλλων χωρών της Λατινικής Αμερικής συνδέεται μόνο έμμεσα και καθόλου κολακευτικά ενίοτε με τη μεγάλη αυτή σφαγή της Ανθρωπότητας.
Αυτή η ταινία μας δίνει μια εικόνα περίπου του τι γινόταν στη Βραζιλία από τις επίσημες αρχές και τα συμπεράσματα δικά μας, ειδικά με αυτό το …. Μεγάλο ηγέτη, τον ΒΑΡΓΚΑΣ, που άφησε κομμουνιστές κι Εβραίους Βραζιλιάνους που βρίσκονταν στην Ευρώπη και δη στη Γερμανία, να πυρποληθούν κανονικά κι ο ίδιος αυτοκτόνησε το 1956, αν και οι τίτλοι φινάλε δεν μας λένε και το «γιατί»- ωστόσο δεν είναι η ιστορία του.
Πάντως,να ξεκαθαρίσω ότι παίρνουμε μια εικόνα αλλά η βάση το έργου είναι τα γεγονότα στην Ευρώπη κι από αυτή την άποψη θυμίζει κι άλλα δράματα ευρωπαικά που έχουμε δει γύρω από το Ολοκαύτωμα.
Μόνο που εδώ δεν πρωταγωνιστούν οι Εβραίοι αλλά οι κομμουνιστές.
Είναι η ιστορία της γεννημένης στο Μόναχο Ολγας, της Ολγκα Μπενάριο, όπως ήταν το όνομα της η οποία συνεργάστηκε, ερωτεύτηκε κι απέκτησε και παιδί με τον κομμουνιστή ηγέτη του βραζιλιάνικου κινήματος Λούις Κάρλος Πρέστες.
Κι η Ολγα κατέληξε μάρτυρας του κινήματος, θύμα των Ναζί, την εξέδωσαν οι βραζιλιάνικες αρχές του Δικτάτορα Βάργκας στη Γερμανία, κάνοντας την δώρο στον Χίτλερ, κι εκεί βασανίστηκε στα στρατόπεδα, της απέσπασαν και το παιδί που έφερε στον κόσμο (ευτυχώς το έσωσαν η πεθερά της κι η κουνιάδα της και το μεγάλωσαν αυτές και μάλλον σωστά διότι το κορίτσι εξελίχθηκε σε πανεπιστημιακή καθηγήτρια), η Ολγα όμως δεν το χάρηκε, ίσως δεν έμαθε καν ότι το είχαν σώσει οι συγγενείς του άντρα της.
Δεν μας ξεκαθαρίζει η ταινία αν η Ολγα ήταν κι Εβραία κι εδώ είναι κενό του σεναρίου. Υπάρχει μια σκηνή στο υπερωκεάνιο όταν από τη Μόσχα ταξιδεύουν για το Ρίο με τον άνδρα της (πριν ακόμα τα φτιάξουν) σε κομματική, μυστική αποστολή και στη διάρκεια του δείπνου ενός Γερμανός συνδαιτυμόνας και ναζιστής ολοφάνερα, ρωτά περί εβραικής καταγωγής και απάντηση δεν παίρνει. Δεν παίρνουμε όμως κι εμείς και θα έπρεπε. Για να έχουμε πιο ολοκληρωμένη εικόνα, όχι για κάτι άλλο.
Από κει και πέρα, όμως, η ταινία είναι άψογη, κατακτά τον θεατή, δεν είναι πρωτότυπη ως εκτέλεση αλλά αποτελεσματική και γεμάτη δύναμη, καλή παραγωγή και γενικώς καλός κινηματογράφος και ωφέλιμος επειδή μας γνωρίζει πρόσωπα της δράσης που δεν γνωρίζαμε. Για να διαπιστώσουμε για πολλοστή φορά ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι τεράστια ανοιχτή πληγή, που δυσκολεύεται να κλείσει, και πώς να κλείσει, όταν μπορεί κι εξακολουθεί να τροφοδοτεί τον κινηματογράφο (κι όχι μόνο!) με ανθρώπινες ιστορίες πόνου κι αυταπάρνησης.
Αφηγηματικά είναι εξαιρετική ταινία στο σύνολο της , αν και στις λεπτομέρειες συναντάμε που και που κενά, πάντως σκηνοθετικά ο ΧΑΙΜΕ ΜΟΝΧΑΡΔΙΜ ξέρει να κρατά και τη δράση και το ενδιαφέρον, ξέρει να αφηγείται, ξέρει κι από παραγωγή κι όλα αυτά είναι φανερά. Υπάρχει έντονη δραματικότητα,και με δραματικότητα συμπληρώνει την εικόνα κι η μουσική. Διότι η δραματικότητα της μουσικής ταιριάζει στην εικόνα και στην ποθούμενη ένταση- σε άλλες περιπτώσεις αυτό ίσως να φαινόταν υπερβολικό, πως δηλαδή πάει να δώσει δραματικότητα μέσω της μουσικής. Όχι, εδώ η δραματικότητα είναι εντονότατη και την ήθελε και τη μουσική της, την κάνει «πιό» κινηματογράφο, αν την άφηνε χωρίς τη μουσική, θα ήταν πιο «πλακωτική». Κι ο σκηνοθέτης, ίσως επειδή έχει χρηματίσει και παραγωγός, αυτό δείχνει να το γνωρίζει.
Εξαίρετο κι από ατμόσφαιρα εποχής, υποβλητικό από φωτογραφία, κοστούμια θαυμάσια κι ένας σχολιασμός ταξικού τύπου γι αυτά από το ίδιο το σενάριο, πάλι σε μια σκηνή του υπερωκεάνιου, κι ερμηνείες περιωπής από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, την ΚΑΜΙΛΑ ΜΟΡΓΚΑΔΟ και τον ΚΑΚΟ ΣΙΟΚΛΕΡ(που παίζει τον Πρέστες).
Τη μάνα του Πρέστες την κάνει η ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΜΟΝΤΕΝΕΓΚΡΟ, η εκπληκτική Βραζιλιάνα ρολίστα που ήταν υποψήφια για Οσκαρ στον «Κεντρικό σταθμό» το 1999 και ζεσταίνει για μια ακόμα φορά με την ερμηνεία της και με την εσωτερική της συγκίνηση.
Από τα έργα της εβδομάδας, αυτή την «Ολγα» την ευχαριστήθηκα περισσότερο. Διότι και με άγγιξε και μου ήταν πιο κινηματογράφος και με «καθάρισε» με τη δραματική της κορύφωση και δεν με άφησε ούτε με το πένθος χωρίς σεναριακές εξηγήσεις ούτε με το να γίνεται λόγος για το ότι η γιάπισσα κόρη είναι απομακρυσμένη από τν «σαλτιμπάγκο» μπαμπά της. Ηταν βέβαια πιό παλιομοδίτικη. Ηταν όμως; Η είναι σαν το ταγιέρ που δεν βρίσκεται ποτέ εκτός μόδας;