Στην καρδιά μου, το Φεστιβάλ αυτό θα παραμένει πάντα «ελληνικό», όχι γιατί δεν παραδέχομαι την πραγματικότητα αλλά επειδή θεωρώ α) ότι το «ελληνικό» είναι που του ανήκει ως ιδιότητα κι ας έχει παραγκωνιστεί το προιόν και β) επειδή ως διεθνές δεν έχει να προσφέρει ούτε να εισπράξει τίποτε στο τμήμα εκείνο που είναι και το υποτιθέμενο φιλέτο ενός Φεστιβάλ κι είναι το διαγωνιστικό πρόγραμμα.
Για τον απλούστατο λόγο ότι αφενός προηγούνται χίλια άλλα φεστιβάλ σε αυτό τον κόσμο, οπότε η Θεσσαλονίκη έρχεται να πάρει τι;
Από τη στιγμή, όμως, που με την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαική Ενωση θα απαγορευόταν η έκθεση προιόντων με κοινοτικά κονδύλια, το ρόλο της Ιφιγένειας ανέλαβε ο ελληνικός κινηματογράφος. Θα έπρεπε ή να παραμείνει «Φεστιβαλ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ Κινηματογράφου» αλλά ΑΥΤΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟ ή να «διεθνοποιηθεί» (σαν τις…. Κοινοτικές επιδοτήσεις των αγροτικών προιόντων- και τα είδαμε τα χα-ίρια) κι ας βρει τι θα κάνει..
Βρήκε την «πρώτη ή δεύτερη ταινία» κάποιου σκηνοθέτη ως δικαίωμα διαγωνιστικής συμμετοχής αλλά… είπαμε: Προηγούνται καμιά χιλιάδα Φεστιβάλ σε ολόκληρο τον κόσμο. Τι να περισσέψει για εδώ;
Αυτά όμως θα τα πω πιο λεπτομερειακά σε επόμενο δημοσίευμα περί ξένου προγράμματος διότι ξεκίνησα με το ελληνικό και στα ελληνικά την έπεσα, με το που ήρθα, έτσι για να πάρω μια πρώτη δόση.
- PARK.
Της ΣΟΦΙΑΣ ΕΞΑΡΧΟΥ
Αυτό είναι και διαγωνιζόμενο στο διεθνές ως συμμετοχή της Ελλάδας. Εχει μια νεανικότητα στην όψη μια και νέα παιδιά είναι οι βασικοί χαρακτήρες, έχει και στρωτό αφηγηματικό ύφος- προσόν αυτό της σκηνοθέτη. Ομως… Μέχρι τη μία ώρα δεν έχω καταλάβει αυτός ο χώρος που είναι οι εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, τι φιλοξενεί, τι είναι αυτά τα παιδιά. Αυτή η τάση για σεναριακές μαντεψιές λόγω σεναριακών αδυναμιών , συνεχίζεται στον ελληνικό κινηματογράφο ως κληρονομημένη πάθηση. Όταν δεν έχουμε πλήρη εικόνα του κεντρικού ήρωα και των άλλων χαρακτήρων φυσικά στο βαθμό που σεναριακά τους αναλογεί, θα έχουμε τα αποτελέσματα του «Suntan» που δεν τα καταφέρνει πουθενά στα διεθνή που βγαίνει να συναγωνιστεί παρά μόνο στις κριτικές κάποιων εγχώριων κριτικών που παίρνουν τους καλλιτέχνες στο λαιμό τους επειδή οι ίδιοι δεν ξέρουν και τους κατευθύνουν σε λάθος μεριά. Και παρασύρει έτσι και τον Μάκη Παπαδημητρίου που τον παίρνει στο λαιμό του ο ημιτελής ήρωας κι αυτό οι «σπρωχνοντες» το θεωρούν προσόν… Τι να πεις. Το άγνωστο αγόρι (Δ.Κίτσος) που πρωταγωνιστεί στην ταινία παίζει με απροσδόκητη άνεση, δεν φαλτσάρει. ΚΙ ας είναι άπειρο. Και στις σκηνές με την κοπέλα που προκύπτει έρωτας, και με την αλκοολική μάνα (που είναι κάτι σαν Κιμ Μπάσινγκερ ως μάνα του Εμινέμ στο “8 mile”- την παίζει η Λένα Κιτσοπούλου)και με τον γκόμενο της μάνας- αφεντικό του, τα πάει καλά ο νεαρός ηθοποιός. Και κλείνω επαναλαμβάνοντας ότι η σκηνοθέτης τον κατέχει τον ρυθμό κι ο ρυθμός είναι που σε κάνει να θες να παρακολουθείς την ταινία. Προικιό αξιοσημεώτο κι αξιοποιήσιμο.
- Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ
Του ΠΑΝΙΚΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
Αυτό έχει και δύναμη και συγκίνηση. Και πολλή μα πάρα πολλή αλήθεια από κάτω. Ο Κύπριος σκηνοθέτης με σαφή πολιτικό στόχο παρουσιάζει μια ανθρώπινη ιστορία μέσα από την οποία βγαίνει και το δράμα του «πρόχειρου» Τείχους της Λευκωσίας που κρατεί την πόλη διχασμένη και κατεπέκταση και το νησί. Η πρόθεση του είναι συμφιλιωτική κι αυτό φυσικά σηκώνει συζητήσεις μεταξύ ομοφρονούντων κι αντιφρονούντων αλλά δουλειά της κριτικής δεν είναι να ελέγχει τις πολιτικές θέσεις των δημιουργών παρά το πώς κι αν αυτές εκφράζονται με τους όρους της Τέχνης. Διαφορετικά μιλάμε για ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ η οποία έχει εισχωρήσει υπούλως και υπόπτως μέσω δήθεν θεωρητικών κειμένων που είναι προπαγάνδα και μάλιστα σε «τρομοκρατικό» ύφος. Ο Πανίκος έχει τις θέσεις του, προπάντων όμως έχει την αλήθεια του. Κι η αλήθεια είναι το παν σε αυτή την ταινία , επειδή έχω ζήσει στην Κύπρο με την οποία συνδέομαι στενά παρόμοιες καταστάσεις, έχω πάει με φίλους στα Κατεχόμενα για να δούμε τους Τουρκοκύπριυς γείτονες τους, που τους χώρισε η τουρκική εισβολή του 74, έχω πάει σε σπίτια, έχω πάει και στην Πύλα, στην οποία είχαμε πάει μαζί και με τον Πανίκο μια φορά, το 1986, και με μεγάλη παρέα Ελλαδιτών κι Ελληνοκυπρίων κι εκεί θυμάμαι ένα παλικάρι που μας είχε πει μια ιστορία για τη σχέση του με μια Τουρκοκύπρια και πως τους χώρισε βίαια ο Πόλεμος κι ακόμα- τότε! Το 1986- δεν είχαν καταφέρει να βρεθούν- κι η εδώ παρόμοια ιστορία είναι πολύ συγκινητική. Όπως κι οι άλλες που την περιβάλλουν κι επίσης έχω παρόμοια εμπειρία ώστε να επιβεβαιώσω την αλήθεια του Πανίκου και του δράματος, με φίλους Παφίτες που όταν άνοιξαν τη δίοδο στη Λευκωσία πήγαιναν να βρουν φίλους Τουρκοκύπριους και να μεταφέρουν τους συγκινητικούς χαιρετισμούς από τους γονείς τους και με έπαιρναν κι εμένα μαζί τους.Το έργο έχει χαρακτήρες, οι ηθοποιοί είναι εξίσου αληθινοί όσο κι η αλήθεια της ιστορίας, στη φωτογραφία φαίνεται το μαγικό χέρι κι η υπογραφή ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ αλλά και στους χώρους και στον ΗΧΟ, έχουμε θαυμάσια πράγματα , και το τραγούδι του Χριστοδουλίδη με το οποίο κλείνει η ταινία. Ξέρετε τι δεν έχουμε; Η μάλλον τι …έχουμε;Τη δεύτερη παθογένεια του μεταπολιτευτικού ελληνικού σινεμά μετά την αδυναμία που λέγεται σενάριο. Ποια είναι αυτή η δεύτερη αδυναμία; Ο κομπλεξισμός μιάς γενιάς απέναντι στο δράμα, απέναντι στο μελο. Δεν γίνεται ρε παιδιά να έχουμε τέτοια σκηνή όπου ο Ελληνοκύπριος καταφέρνει και πιάνει επαφή με την κοπέλα, την Τουρκοκύπρια, που έχασε στα γεγονότα κι ο απέναντι Τουρκοκύπριος φύλακας στη διαχωριστική γραμμή με τον οποίο πιάνουν παρτίδες καταφέρνει και του τη βρίσκει. Δεν γίνεται, ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ να εμφανίζεται η κοπέλα απέναντι του, μετά από χρόνια, που το έμαθε και ήρθε να τον δει από «απέναντι» που τους χωρίζουν κάτι 50 μέτρα, δεν γίνεται να έχεις συλλάβει τέτοια σκηνάρα και να μη γίνεται της τρελής από δραματικότητα. Δεν γίνεται!!!!!!! Κάπως έτσι, έχουν χαθεί πολλές ταινίες. Όπως τους μαθαίνουν να αφήνουν τα σενάρια ημιτελή και τους κεντρικούς χαρακτήρες χωρίς παρελθόν (που στην ταινία του Πανίκου αυτά ευτυχώς έχουν αποφευχθεί), τους μαθαίνουν και να «αποδραματοποιούν». Πάντως η ταινία αγγίζει βαθιά.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ):Οπως ανέφερα στο κείμενο για την ταινία, θα υπήρχαν προστριβές μεταξύ "ομοφρονούντων" κι "αντιφρονούντων" για το θέμα της "ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ". Και πράγματι, σημερα το μεσημέρι, Τρίτη 8 Νοεμβρίου, μαζεύτηκαν Κύπριοι διαφωνούντες με τη θέση της ταινίας απέναντι στην εξίσωση Τουρκοκυπρίν και Ελληνοκυπρίων, και μοίραζαν προκηρύξεις. Σε μία από αυτές αναφέρεται - κι ως δημοσιογράφος ΟΦΕΙΛΩ να το αναφέρω: "Οσο κι αν προσπαθείτε είτε με ταινίες χρηματοδοτουμενες από συγκεκριμένους φορείς, κατευθυνόμενες με στόχο τη διαμόρφωση αντιλήψεων, αμφίβολης καλλιτεχνικής υφής, είτε με σχέδια επίλυσης του Κυπριακού, ύπου "Ανάν", δεν ξεχνούμε κι αγωνιζόμαστε για μιά Κύπρο πραγματικά ελεύθερη για πάντα Ελληνική".
Το είχα προβλέψει
- ΕΤΕΡΟΣ ΕΓΩ
Του ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ
Γι αυτήν θα γράψω τα λιγότερα επειδή είναι η ΚΑΛΥΤΕΡΗ! Και δεν περιορίζομαι συγκριτικά σε αυτές τις τρεις που αναφέρω. Στην ταινία αυτή θα κάνω ΕΚΤΕΝΕΣΤΑΤΟ αφιέρωμα όταν θα προβληθεί στις 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017 στις αίθουσες. Κι επειδή φοβάμαι ότι οι συνήθεις ύποπτοι θα την ¨ξεσκίσουν». Για δικούς τους λόγους. Ο ένας είναι οι δικές τους ελλείψεις, ο άλλος είναι… αλλά ας τον αφήσω μια και δεν έχω επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
Αν η ταινία ήταν γαλλική κι είχε παιχθεί κυρίως στην Εβδομάδα Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, τότε για να εξευμενίσουν το Γαλλικό Ινστιτούτο και τους συν αυτώ, θα είχαν γράψει ύμνους για την «γαλλική απάντηση στο σινεμά του Ντέηβιντ Φίντσερ». Τώρα τον Τσαφούλια θα τον ειρωνευτούν στη βάση του «ποιος νομίζει ότι είναι; Ο Φίντσερ;»
Ο Φίντσερ δεν νομίζει ότι είναι αλλά ότι έχει κάνει ένα αστυνομικό φιλμ, επηρεασμένο από το σινεμά εκείνου ούτε συζήτηση. Και θα τολμούσα να πω ότι το σενάριο του «Ετερος εγώ» που μέσα από τα μαθηματικά και τη θεωρία του Πυθαγόρα(που δεν την έμαθα ποτέ στο σχολείο εξού και την προσπερνώ) κυκλοφορεί serialkiller που αναστατώνει τις Αρχές.Το σενάριο του Τσαφούλια σπάνια απαντάται στον ελληνικό κινηματογράφο και βασικά στο είδος.Μου κάνει εντύπωση πόσο καταρτισμένος σεναριακά είναι. Μόνο στον πρωταγωνιστή έχει κάνει λάθος, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης δεν ήταν ο ενδεδειγμένος για αυτή τη ρολάρα αλλά… τις λεπτομέρειες όταν βγει στις αίθουσες.