Αυτό το φιλμ είναι από την ΙΣΛΑΝΔΙΑ. Το υπογράφει ένας ικανότατος όπως αποδεικνύεται σεναριογράφος-σκηνοθέτης, ο ΝΤΑΓΚΟΥΡ ΚΑΡΙ, που είχε κάνει και το «Εγώ ο Αλμπίνο» και το πρώτο και κύριο που σου φέρνει στο νου είναι πως πολλά έχουμε πει εμείς οι Νότιοι για τη συναισθηματική ψυχρότητα των Βορείων. Όμως κάτι το σουηδικό «Ο κύριος Οβε», κάτι το περσυνό «Rams» της Ισλανδίας- να μη μιλήσω και για δανέζικα… ξέρετε που καταλήγω; Οτι εμείς εδώ κατηγορούμε τους Βόρειους ως ψυχρούς και τους δικούς μας ως μελοδραματικούς όταν κάνουν συναισθηματικά έργα μεσημβρινού ταμπεραμέντο. Σε δουλειά δηλαδή να βρισκόμαστε.
Το δεύτερο που σου έρχεται στο νου , αν έχεις δει πολύ σινεμά και το έχεις φάει με το κουτάλι είναι πως «παρθενογένεση δεν υπάρχει» κλπ κλπ διότι το έργο αυτό μοιάζει με το «ΜΑΡΤΥ» του ΝΤΕΛΜΠΕΡΤ ΜΑΝ σε σενάριο του ΠΑΝΤΥ ΤΣΑΓΙΕΦΣΚΙ με πρωταγωνιστή τον ΕΡΝΕΣΤ ΜΠΟΡΓΚΝΑΙΝ, ένα έργο του 1955 που κέρδισε πρώτα το «Χρυσό Φοίνικα» στις Κάνες κι ύστερα σάρωσε τα Οσκαρ, ένα έργο με το οποίο οι Αμερικανοί καυχήθηκαν ΤΟΤΕ και για τη δική τους συνεισφορά σε ενός τύπου νεορεαλισμό. Το έργο επιβραβεύτηκε για όλα αυτά, όμως, επειδή από εκεί δεν προήλθε κίνημα παρά λειτούργησε ως μεμονωμένη ταινία, δεν το αγκάλιασαν οι θεωρητικοί των επόμενων χρόνων μη ξέροντας που να το εντάξουν (στην κατηγορία των κινημάτων; Στη θεωρία του auteur; πουθενά δεν ενέπιπτε) κι έτσι η ταινία ξεχάστηκε. Το αναφέρω επειδή κατηγορούν «αλά καρτ» έργα που μοιάζουν με κάποιο άλλο. Προσωπικά, είμαι οπαδός της μη παρθενογένεσης και πάω παρακάτω, απλώς ο σκηνοθέτης σεναριογράφος δείχνει γνώσεις κι αν δεν το έχει δει το «Μάρτυ» η ομοιότητα είναι συγκλονιστική ως σύμπτωση, τουλάχιστον στην κεντρική σύλληψη. Στην εξέλιξη φυσικά και διαφέρει.
Πρόκειται για την ιστορία ενός 40χρονου ανέραστου, που εξακολουθεί και ζει με τη μαμά του, η οποία δεσποτική ως χαρακτήρας έχει επιβάλει τους νόμους της κι έχει καθυποτάξει και τον γιό που τον έχει μετατρέψει σε παθητικό πλάσμα ενώ η ίδια κυκλοφορεί με γκόμενους και τους φέρνει και στο σπίτι και συζεί μαζί τους. Παρόλα αυτά, το έργο δεν μένει εκεί παρα ενδιαφέρεται για την εξέλιξη της προσωπικότητας του 40χρονου παρθένου ήρωα. Στον οποίο όλοι φέρονται απρεπώς , όπως συμβαίνει πάντα όταν βρίσκουν οι πονηροί αδύναμα άτομα μα κι εκείνος με τη σειρά του αντιδρά μονίμως με μια παθητικότητα.
Κάποτε θα έρθει κι ο έρωτας- ω! ναι- αλλά κι αυτός με τα δικά του τραυματικά ταμεία…
Αλλά και με κάποια δώρα, διαφορετικά από εκείνα που ξέρουμε ή που μάθαμε να περιμένουμε. Είτε από τον ίδιο τον έρωτα είτε από τις κινηματογραφικές πλευρές του.
Το «Καρδιά βουνό» σε αρπάζει από την πρώτη στιγμή και σε αφήνει στην τελευταία. Με μια υποδειγματική σεναριακή οικονομία, με σφιχτά γραμμένες σκηνές, με τίποτε το περιττό. Ωστόσο δεν πρόκειται για καλό σενάριο λόγω ιστορίας, η πλοκή του δεν είναι τόσο περίτεχνη, όσο πρόκειται για καλό σενάριο εξέλιξης χαρακτήρα. Κι αν στο τέλος, με αυτό που συμβαίνει, κάποιοι πιθανόν να θεωρήσουν ότι σηκώνει συζήτηση, η συζήτηση αυτή ή και πολλές άλλες γύρω από αυτό, δεν θα οφείλονται σε σεναριακή αδυναμία αλλά στις παραμέτρους του ήρωα. Φυσικά και δεν θα τις πω από εδώ μια και δεν είναι σωστό για τον θεατή που θα πάει να το δει. Ωστόσο, η διαρκής παθητικότητα κι η λύση στο τέλος με αφορμή μια προδοσία ή μια εγκατάλειψη ή μια απογοήτευση, ναι σηκώνουν συζήτηση αλλά είναι του ήρωα, του χαρακτήρα, του ανθρώπου κι όχι του σεναρίου! Στο οποίο φυσικά θα σπεύσουν να χρεώσουν την απορία τους ή θα του πιστώσουν κι εκείνα που δεν πιστώνονται όπου από αδυναμία ανάλυσης κι επειδή είναι ισλανδικό κι όχι αμερικάνικο θα πουν «αριστούργημα», «ποίημα» κλπ.
Είναι μικρό έργο για να του κατατεθούν οι παραπάνω σπονδές, είναι όμως πολύ τρυφερό. Και μεγάλο μερτικό της αξίας του πηγαίνει στον πρωταγωνιστή, τον ΓΚΟΥΝΑΡ ΓΙΟΝΣΟΝ, ένα υπέρβαρο άνθρωπο που γίνεται αξιαγάπητος και βεβαίως σε βάζει σε σκέψεις η απορία του τι είδους καριέρα θα μπορούσε να κάνει, να όμως που αν μη τι άλλο η καριέρα του ενός ρόλου , έγινε! Για αυτό τον ένα ρόλο, του ανέραστου, παθητικού Φούσι, ο Γιόνσον πετυχαίνει αυτό που άλλοι ηθοποιοί περιμένουν μια ζωή να πετύχουν κι αν το βρουν. Βέβαια είναι και περίπτωση typecasting, αυτό που λέγαμε στην Ελλάδα «τυποποίηση» και δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. Πόσο ωραία κάνει όμως αυτό το συγκεκριμένο!