Ωστόσο, ενώ βρήκα το υπέροχο look του σκηνοθέτη με φωτογραφία εξαιρετική που πετυχαίνει να θυμίσει κλίμα κατασκοπικών ταινιών της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ (ΝΤΟΝ ΜΠΕΡΤΖΕΣ) και με κοστούμια της «σπηλμπεργκικής» ΤΖΟΑΝΑ ΤΖΟΝΣΤΟΝ που ντύνουν σταρ κι υποδηλώνουν χαρακτήρες, ενώ επίσης γοητεύτηκα κινηματογραφικά από το ζευγάρι ΜΠΡΑΝΤ ΠΙΤ-ΜΑΡΙΟΝ ΚΟΤΙΓΙΑΡ , με εκείνη καλύτερη ως ηθοποιό εννοείται η οποία στο Χόλυγουντ το έχει γυρίσει στο starperformance και δεν ακολουθεί το δρόμο του «Ζωή σαν τριαντάφυλλο», χωρίς, όμως, κι ο Πιτ να υστερεί, ειδικά στο δεύτερο μέρος όπου εκεί δυναμώνει κι ο ρόλος της δυνατής συμπρωταγωνίστριας…. κι ενώ πρόκειται για το είδος στο οποίο αφήνομαι πάντα ως θεατής- και μιλώ για το κατασκοπικο είδος…το αποτέλεσμα δεν με γέμισε.
Όχι ότι δεν διασκέδασα.
Το πρόβλημα ξεκινά κατά τη δική μου αντίληψη από τη σεναριακή γραμμή. Από τη γραμμή της πλοκής. Είναι πολύ «ευθεία» και δεν έχει τα μπερδέματα εκείνα ή την κλιμάκωση που το είδος ξέρει για να σε κρατά σε αγωνία. Είναι έμπειρος σεναριογράφος ο ΣΤΗΒΕΝ ΝΑΙΤ (υποψήφιος για Οσκαρ στο «DIRTY PRETTY THINGS» του Στήβεν Φρήαρς) αλλά μπορεί εδώ να μην βρέθηκε στα νερά του-αν και την πλοκή την είχε δουλέψει συμπαθητικά στο «Eastern promises». Κι επιπλέον η ταινία ξεκινά κι αυτή σαν μια «Καζαμπλάνκα» (κι είναι το λιγότερο που με απασχολεί ως προς αυτή την «ευκολία») όπου η μία και μοναδική ευρηματική σκηνή του πρώτου μέρους δεν προέρχεται ούτε από το ρομαντικό ούτε από το κατασκοπικό είδος αλλά περισσότερο θυμίζει κωμική πολεμική παρωδία τύπου Ταραντίνο στο «Αδοξοι μπάσταρδοι» ή και ταινίες σαν την γαλλική «Ασύλληπτη απόδραση» με Λουί Ντε Φυνές και Μπουρβίλ, σαν δείγμα δηλαδή πολεμικής κωμωδίας. Κάπως έτσι μου καταγράφτηκε η σκηνή όπου ξαφνικά το ζευγάρι σε σκηνή πολυπληθούς δεξίωσης με Γερμανούς πράκτορες και Γάλλους «συνοδοιπόρους» στο Γαλλικό Μαρόκο, βγάζουν κρυμμένα όπλα και σκοτώνουν καμιά …διμοιρία.
Στο δεύτερο μέρος που μεταφερόμαστε στο Λονδίνο ένα χρόνο μετά (κι εδώ μου έλειψε μια σκηνή «απόδρασης» των δύο από το Μαρόκο των κατασκόπων όπου τρέμουν και τη σκιά τους οι δύο συνεργαζόμενοι πράκτορες που παριστάνουν το αντρόγυνο, μια σκηνή για τους κινδύνους της φυγής τους, μια κάποια ίντριγκα, κάτι τέλος πάντων- προσπάθησα να το δικαιολογήσω ότι το ξέρουν το σινεμά καλύτερα από εμένα μια και το κάνουν κι ότι μπορεί να μην ήθελαν να υπερ-φορτώσουν το πρώτο μέρος αλλά η αυτό-υπεράσπιση δεν με κάλυψε απολύτως) όπου τώρα παντρεύονται κι αποκτούν και παιδάκι και γρήγορα έρχεται η ανατρεπτική πληροφορία. ΚΙ από την ώρα που έρχεται δεν αλλάζει, δεν υπάρχει άλλη ανατροπή κι ενώ τις ανατροπές περιμένουμε, καταλήγουμε απλώς στην επιβεβαίωση του αρχικού. Χωρίς να έχουμε περάσει από συναρπαστικές διακυμάνσεις στην αναζήτηση επιβεβαίωσης της ανατρεπτικής πληροφορίας.
Υπάρχουν δύο – τρεις σκηνές δράσης που συνδέονται με την πληροφορία της ανατροπής, δεν διανοίγονται από το σενάριο παράλληλες οδοί σε ίντριγκες με τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές και τον μύθο κι έτσι μένουμε με την εντύπωση, τουλάχιστον ο υπογράφων, ότι ως κατασκοπική ιστορία ήταν μάλλον flat. Ωστόσο, παραδέχομαι πως οι κλιμακώσεις του φινάλε ήταν πετυχημένες.
Καμμία σύγκριση με το περσινό αριστούργημα του Σπήλμπεργκ «Η γέφυρα των κατασκόπων» όπου κι από το Ζεμέκις περίμενα κάτι ανάλογο σε ποιότητα και κινηματογραφική έξαρση.
Δεν τον βρήκα εδώ ως σκηνοθέτη σε μεγάλες εμπνεύσεις και φόρμες, τον βρήκα όμως και πάλι απόλυτα κάτοχο της τέχνης του και των μυστικών της εξού και το όλο ύφος γοητεύει κι ο θεατής δεν δυσαρεστείται, αντίθετα ψυχαγωγείται με κάτι ευχάριστο που όμως δεν είναι και τόσο μοναδικό. Στους συνεργάτες του Ζεμέκις που συμβάλλουν θετικά να συμπληρώσω το σκηνογραφικό team, κυρίως για το πρώτο μέρος με την ηθελημένα χολυγουντιανή Καζαμπλάνκα και φυσικά στον ΑΛΑΝ ΣΙΛΒΕΣΤΡΙ, το θαυμάσιο συνθέτη-αποκλειστικό σχεδόν συνεργάτη του Ζεμέκις στη μουσική όπου συνοδεύει την υπόθεση με μαγικό τρόπο, χωρίς ποτέ να την καπελώνει- αυτό προφανώς είναι και γραμμή του σκηνοθέτη, να παίζει δηλαδή η μουσική αυτό το ρόλο. Και σε αυτό τον τομέα ο Σιλβέστρι δείχνει τα «πτυχία» του.
ΥΓ. Κατασκοπική σεναριάρα είναι «Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΤΖΩΝ ΑΥΛΑΚΙΩΤΗ» από το μυθιστόρημα του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΗ που μεταδίδεται αυτές τις μέρες σε επανάληψη από την ΕΡΤ. Όφειλα να το πω . Καμία σύγκριση το σενάριο από το βιβλίο του μεγάλου Μαρή με το σενάριο του «Σύμμαχοι». Εκεί να δείτε κατασκοπία, ίντριγκα, μελέτη εποχής, Μεγάλες Δυνάμεις , δικτατορία , διπλοί πράκτορες, απελπισμένοι έρωτες, παρακολουθήσεις, προδομένα αισθήματα.