Είναι ένα έργο απίστευτα συγκινητικό διότι πάνω από όλα αφηγείται μια υπέροχα δραματική (το «υπέροχα» είναι για μας που το βλέπουμε και για τους καλλιτεχνικούς συντελεστές που το μετέτρεψαν σε έργο- όχι για τους αληθινούς χαρακτήρες) ιστορία. Μια πανανθρώπινη ιστορία. Η οποία βασίζεται σε αληθινό γεγονός , ως είθισται να συμβαίνει στο σινεμά τελευταίως, κι η οποία έχει μετατραπεί σε κινηματογράφο, αφού προηγήθηκε το βιβλίο που έγραψε ο ίδιος ο παθών, κι ο κινηματογράφος που ανέλαβε να την προωθήσει και να την κάνει φιλμ, είναι τεράστιος.
Μπράβο στην αυστραλέζικη κινηματογραφία που παρουσιάζει αυτή την πρόοδο τα τελευταία πολλά χρόνια (θέλω κάποια στιγμή να γράψω στην Β’ ΠΡΟΒΟΛΗ του PANTIMO.GR και για μια άλλη αυστραλέζικη ταινία για την οποία δεν έγραψα, το «ΣΕ ΡΗΧΑ ΝΕΡΑ»), μπράβο στον Αυστραλό σκηνοθέτη ΓΚΑΡΘ ΝΤΕΗΒΙΣ ο οποίος προέρχεται από το χώρο της διαφήμισης και μετατρέπει τις γνώσεις του σε πρώτη ύλη για τις ανάγκες του εκάστοτε είδους που αναλαμβάνει.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι δουλειά έχει γίνει στους ΗΧΟΥΣ, στον ΗΧΟ γενικότερο. Κι ότι την πρώτη ώρα του φιλμ, την γεμίζει με ένταση –εσωτερική παρακαλώ!- η δουλειά των ήχων. Ο ήχος είναι που ακολουθεί το εξαίσιο μοντάζ , που το κατευθύνει και μας απελπίζει και μας για την τύχη του άμοιρου παιδιού που έχασε τον αδελφό του τον μεγάλο που ήταν κι ο προστάτης μέσα σε μια φασαρία και βρέθηκε κλεισμένο σε ένα τραίνο να περιπλανιέται. Και τι παιδάκι είναι αυτό που βρήκαν, το οποίο πρωταγωνιστεί σχεδόν σε αυτή τη μία ώρα πριν αναλάβει το ρόλο του «20 χρόνια μετά» ο ΝΤΕΒ ΠΑΤΕΛ.
Δεν θυμάμαι να έχω ενθουσιαστεί με παιδική φάτσα όσο σε τούτο το φιλμ με αυτό παιδί που ήθελα επειγόντως να το υιοθετήσω- ονομάζεται ΣΑΝΥ ΠΑΒΑΡ! Κι αντί εμού, το υιοθέτησαν στην ταινία η ΝΙΚΟΛ ΚΙΝΜΑΝ με τον ηθοποιό που υποδύεται τον άνδρα της , τον ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΓΟΥΕΝΧΑΜ. Η ΕΞΑΙΣΙΑ Νικόλ Κίντμαν, που εδώ, μακριά από το Χόλυγουντ, έχει καταβυθιστεί στο ρόλο, της Αυστραλής θετής μάνας, αμακιγιάριστη, άχρωμη, πνευματικά ευαίσθητη κι όχι εξωτερικά επιδεικτική. Εχει γίνει ένα με το ρόλο, δεν κάνει starperformance εδώ!
Αυτό λοιπόν το παιδί χάθηκε μέσα στην παραζάλη. Ολομόναχο περιπλανήθηκε, δεν βρέθηκαν ίχνη συγγενών και τελικώς το έδωσαν οι Αρχές που το βρήκαν για υιοθεσία στην Αυστραλία- συγκεκριμένα στην Ταζμανία (την πατρίδα του Ερολ Φλυν!)
Στην Ινδία ξεκινά η ιστορία, Ινδός είναι ο μικρός, στην Ινδία την πολυτεμαχισμένη με τις διαφορετικές γλώσσες που ο ένας δεν καταλαβαίνει τον άλλο και κάπως έτσι χάθηκε ο μικρός.
Κάποτε, που έχουν περάσει τα χρόνια, κι ο μικρός που έχει γίνει μεγάλος πιά, ο Σαρού, και τον αναλαμβάνει ο ΝΤΕΒ ΠΑΤΕΛ ο οποίος εξελίσσεται, έχει γίνει κι ωραίο παιδί κι οι καλές επιλογές που του προέκυψαν (διότι δεν είναι πάντα και στο χέρι των ηθοποιών οι επιλογές), τον κάνει σιγά σιγά και καλό ηθοποιό. Κι ο Σαρού , που ζει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή με τους θετούς γονείς στην Αυστραλία, θα πάει για σπουδές στην Μελβούρνη κι εκεί θα έρθει η ώρα να ξυπνήσουν οι μνήμες και να αρχίσει να ψάχνεται για το παρελθόν του. Κι αρχίζει η άλλη Οδύσσεια.
Η ταινία, χάρη στη σεναριακή διασκευή και σε αυτό που έχει στο νού του ο σκηνοθέτης, που καταλήγει σε σύντομες και περιεκτικές σκηνές , οι οποίες βοηθούν μοντάζ για να μεγαλουργήσει ο ήχος (το ξαναλέω)όχι με την έννοια του blockbuster ως προς τους ήχους, όπου περιλαμβάνεται κι η μουσική, δουλεύει εξ αρχής τον θεατή με υπόγεια συγκίνηση. Σιγά σιγά και κλιμακούμενα. Αυτό που είπα πιο πάνω πως το παιδάκι αυτό, τον Σάνυ Παβάρ, υπήρχαν στιγμές που ήθελα να το υιοθετήσω αλλά με πρόλαβαν οι κινηματογραφικοί θετοί γονείς του, είναι η επιτυχία της ταύτισης της ταινίας με τον θεατή και του θεατή με την ταινία. Είναι οι γνώσεις αλλά κι οι ευαισθησίες του σκηνοθέτη. Είναι κα τα δύο μαζί. Είναι αυτό που σε κάνει και συναισθάνεσαι, να στο ενσαρκώνει επί της οθόνης κάποιος.
Κι έτσι να πηγαίνει όλη η ταινία, να θέλεις μια «μάνα» σαν αυτή της Κίντμαν που δεν είναι βιολογική αλλά είναι μάνα από ιδεολογία, να σου βάζει διακριτικά τα συναισθήματα της εφηβείας και της μετεφηβείας, τη σχέση με την κοπέλα όπου η ΡΟΥΝΙ ΜΑΡΑ, αν και δεν έχει το ρόλο τον βαρβάτο εν τούτοις συμβάλει στην εσωτερική κλιμάκωση της ευαισθησίας με το πώς κρατά τα ίσα του Ντεβ Πατέλ ενώ η δουλειά με την κάμερα (και την εξαίσια φωτογραφία) συνεχίζουν την δράση τους καθώς ο ήχος εξακολουθεί να μεγαλουργεί και στη συνέχεια, στο δεύτερο μέρος, με το μοντάζ να του κρατεί σφιχτά το χέρι.
Είχα πολύ καιρό να νιώσω στο σινεμά τόσο έντονες συγκινήσεις.
Αν και κάτι μου τη χάλασε προς το τέλος- αυτή η σύγχρονη εμμονή να βγάζουν στο τέλος τα αληθινά πρόσωπα. Επειδή όμως αυτά που συμβαίνουν είναι άκρως συγκινητικά, καταλαβαίνετε πόσο συγκινητική θα γίνεται κι η σκηνή με την συνάντηση των ΑΛΗΘΙΝΩΝ προσώπων.
Αν και με συγκίνησε κι αυτό το σημείο εν τούτοις συνεχίζω να έχω ενστάσεις για αυτή την εμμονή καθώς και για το ότι το σινεμά μετατρέπεται σε κάτι που σε καλεί να δεις ιστορίες αληθινών προσώπων. Κι η φαντασία ρε παιδιά τι γίνεται; Η επινόηση;
Αυτές όμως είναι οι προσωπικές μου ιδεολογικές ενστάσεις πάνω στον κινηματογράφο και δεν προσβάλλουν την ταινία η οποία, όπως κι ο «ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ» του Μελ Γκίμπσον (κι εδώ είναι ανακατεμένη η αυαστραλέζικη κινηματογραφία), με τα αληθινά πρόσωπα στο τέλος κάνει το δράμα ακόμα πιο ανάγλυφο.
Οποιος θέλει να πάει σινεμά για να νιώσει, για να αισθανθεί, ας το σημειώσει το φιλμ στην ατζέντα του.
Όλα αυτά έχουν γίνει χάρη στο ταλέντο των ανθρώπων και στο ότι βασική προϋπόθεση για μια ταινία είναι να έχει να σου πει και να σου δείξει μια ωραία ανθρώπινη ιστορία.