Λέω πως δεν τα κατάφερε, όπως τα είχε πετύχει στην «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉ ΓΙΟΡΤΉ» και προπάντων στο «ΚΥΝΗΓΙ», όχι επειδή το έργο του δεν έχει περιεχόμενο αλλά επειδή αυτή τη φορά το περιεχόμενο μένει «καρφωμένο» στην οθόνη και δεν φτάνει στην πλατεία, δεν μεταδίδεται στον θεατή.
Πιθανόν να ευθύνεται το γεγονός πως βασίζεται σε ιστορία από τις εμπειρίες των γονιών του, ‘όπως ειπώθηκε, οι οποίοι στη Δανία των 70ς, είχαν φτιάξει ένα ιδιότυπο κοινόβιο , τότε που ήταν και της μόδας ή αν θέλετε - για να μην το φτηνύνουμε με τη λέξη «μόδα» - μέρος της κουλτούρας εκείνης της εποχής. Άλλωστε η Κοπεγχάγη ήταν από τις πόλεις πού αυτός ο τρόπος ζωής στη νεολαία εκείνης της περιόδου είχε μεγάλη πέραση, εκεί έφτιαξαν το πάρκο της Χριστιανίας που έμεινε μέχρι πριν λίγα χρόνια ενεργό κι υπήρχαν κι εκεί κοινόβια κι ελεύθεροι καλλιτέχνες και κυκλοφορούσε και μπάφος (όχι «σκληρά») αλλά η νέο-συντηρητική εποχή το έθεσε εκτός πεδίου και τελικώς το έκλεισαν. Ισως λοιπόν με αφορμή αυτό το γεγονός να θέλησε μια καταβύθιση στον κόσμο του χθες ο ικανότατος σκηνοθέτης και σεναριογράφος και ίσως να προσκολλήθηκε στο βίωμα
Για να ξεκολλήσεις, όμως, από το βίωμα πρέπει ή να φτάσεις σε τέτοιο «πλήρωμα» σοφίας ώστε να μπορέσεις να παρακολουθήσεις από απόσταση ένα άμεσο οικογενειακό γεγονός (όπως έκανε ο ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ στο θεικό σενάριο του «ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ» που θέλησε να αφηγηθεί την ερωτική ιστορία των γονέων του αλλά τη σκηνοθεσία ο ψυχοθεραπευτικά ψαγμένος Μπέργκμαν την απέφυγε ώστε να μην «παρασυρθεί» σε υπερτονίσεις σημείων και την εμπιστεύτηκε στον ΜΠΙΛ ΑΟΥΓΚΟΥΣΤ με αποτέλεσμα ένα «ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ») ή να περιμένεις με τα χρόνια που ωριμάζει και το μέσα σου, να βρεις εκείνο το κατάλληλο σενάριο που θα σκηνοθέτησεις υπό το κράτος βιώματος κι όχι την προσωπική σου ιστορία (περίπτωση ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ με τον «ΠΙΑΝΙΣΤΑ»)
Τα επισημαίνω αυτά επειδή η ταινία του Τόμας Βίντενμπεργκ διαθέτει όλα τα στοιχεία της αυθεντικότητας και της βιωματικής κατάθεσης αλλά.. κάπου σκαλώνει. Κάπου η ιστορία δεν αποδεσμεύεται από την εμπειρία, δεν αποκτά αυτονομία, δεν διαθέτει δραματική αυτοτέλεια. Ισως, όμως, να φταίει και το ότι η εμπειρία δεν είναι προσωπική του αλλά των γονέων του.
Παρακολουθείς την ωραία πράγματι έκθεση κι εκτύλιξη χαρακτήρων και τους λόγους που ένα ζευγάρι αποφασίζουν ή καταλήγουν να περιμαζέψουν κόσμο και να μετατρέψουν μια οικογενειακή εστία σε κοινόβιο αλλά όλο αυτό εσένα τον θεατή σε αφήνει απέξω. Απλώς το παρακολουθείς χωρίς να συμμετέχεις, με την έννοια να μη γίνεται μεταδοτικό κανένα δράμα, οπότε στο τέλος κάπου ανιάς. Οι χαρακτήρες υπάρχουν, είναι ζωντανοί, έχουν δική τους ζωή αλλά από όλο αυτό λείπει η ένταση κι η εξ αυτής κορύφωση. Λείπει ως συναίσθημα. Ως αίσθηση. Όχι ως σεναριογραφική πράξη. Οπου στο σενάριο, ο Βίντενμπεργκ συνεργάζεται με ένα εξίσου αξιόλογο , τον ΤΟΜΠΙΑΣ ΛΙΝΤΧΟΛΜ, σεναριογράφο του «Κυνηγιού» ο οποίος πέρασε και στη σκηνοθεσία και με την ταινία του «Η ΑΠΟΦΑΣΗ» μπήκε στην πεντάδα του ξενόγλωσσου Οσκαρ το 2016. Θέλω να πω ότι στο σενάριο έχει γίνει δουλειά αλλά κάπου κόλλησαν στην μεταδοτικότητα. Παρόλο ότι έφτιαξαν χαρακτήρες
Εξού κι οι ηθοποιοί που το υπηρετούν είναι εξαίρετοι και κοντά στην ήδη γνωστή από δανέζικες ταινίες ΤΡΙΝΕ ΝΤΥΡΧΟΛΜ παρακολουθούμε και τους άλλους ηθοποιούς κι επί τη ευκαιρία θέλω να αναφέρω κάποιον που τον έχω δει τα τελευταία χρόνια σε πολλές σκανδιναβικές συμπαραγωγές κυρίως Δανίας –Σουηδίας, τον Λιβανέζο ΦΑΡΕΣ ΦΑΡΕΣ, ο οποίος εξελίσσεται σε ενδιαφέρουσα περίπτωση- αντί να τον χρησιμοποιούν μόνο ως «φάτσα» διότι το typecasting είναι πάντα ορατός κίνδυνος για αυτές τις «φάτσες» , εν τούτοις παρατηρώ στις ταινίες που τον βλέπω ότι πάνω του και στα ανατολίτικα χαρακτηριστικά του γράφουν χαρακτήρες που απαιτούν υποκριτικές δυνατότητες. Είμαι περίεργος μέχρι που μπορεί να το φτάσει ή να του επιτρέψουν, με τους ρόλους που θα του γράψουν, να το φτάσει.
Ωστόσο, ενώ της ταινίας της λείπει η ένταση, έχουμε κάτι ενδιαφέρον για κινηματογραφική μελέτη για όποιον φυσικά ενδιαφέρεται να μυείται στο σινεμά κι όχι να απορρίπτει ό, τι δεν καταλαβαίνει ή ό,τι πλήρως αγνοεί: Το βραβείο ΜΟΝΤΑΖ που του απένειμε η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ. Από τόσες ταινίες αυτή κατέληξε να πάρει το βραβείο του μοντάζ.
Ισως εδώ να γίνει κατανοητό ότι μοντάζ δεν είναι μόνο όταν τρέχουν αγωνιστικά αυτοκίνητα ή όταν έχουμε μόνο αγωνία ή «κομμένη ανάσα» κλπ αλλά μοντάζ υπάρχει σε όλες τις ταινίες κι εξυπηρετεί την κάθε μία στο είδος της. Εδώ λοιπόν το γεγονός ότι έκοψε κι έραψε ο μοντέρ (οι δύο μοντέρ, ο ΓΙΑΝΟΥΣ ΜΠΙΛΕΣΚΟΒ ΓΙΑΝΣΕΝ κι η ΑΝΝ ΟΣΤΕΡΟΥΝΤ) τα πρόσωπα του κοινοβίου, τις ατάκες του καθενός, ότι τα έβαλαν σε σειρά μα και τα «έμπλεξαν» (ή κι «έπλεξαν») μεταξύ τους και δι αυτού του τρόπου σχηματίστηκε επί της οθόνης το «κοινόβιο» του σκηνοθέτη, κρίθηκε ως ιδιαιτέρως σημαντικό για την ίδια την Τέχνη του Μοντάζ και τη συμβολή της σε μια ταινία, όπου εδώ ίσως να μην κολακεύει, αυτή η επιλογή, την σκηνοθεσία. Ισως όμως και να την επεξηγεί πλήρως.