Ο Ιταλός σκηνοθέτης ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΑΝΤΟ’, που τον γνωρίσαμε με το «VIVALALIBERTA» έρχεται και πάλι ορεξάτος, καταγγελτικός κι εμπνευσμένος. Και το τελευταίο είναι που δίνει καλλιτεχνική υπόσταση στην ταινία και δεν καταφεύγει στο κήρυγμα αλλά στη θέση. Άλλο πράγμα η θέση κι άλλο το κήρυγμα. Κι όπως έχω τονίσει κατεπανάληψη κι είναι και κριτική μου ταυτότητα, αυτό που μας ενδιαφέρει σε ένα έργο Τέχνης πέρα από το πόσο συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την ιδεολογία του είναι το πώς διαχειρίζεται τη θέση του ή την ιδεολογία με τους όρους της Τέχνης. Αυτό εξετάζουμε, αυτό οφείλουμε να εξετάζουμε.
Ο Ρομπέρτο Αντό, σαφέστατα στρατευμένος στην Αριστερά αλλά με δημιουργικές διαθέσεις, με όπλο τη σάτιρα που είναι και παράδοση στον ιταλικό κινηματογράφο όπως είναι άλλωστε και το πολιτικό φιλμ ως είδος, έρχεται ορεξάτος με την καινούργια ταινία πατώντας καταρχάς σε πολύ ενδιαφέρον σενάριο. Ενδιαφέρον από πλευράς περιεχομένου, που είναι και το ζητούμενο κυρίως για τον θεατή, αλλά κι από πλευράς γραψίματος.
Το σενάριο, που το συνυπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τον ΑΝΤΖΕΛΟ ΠΑΣΚΟΥΙΝΙ με τον οποίο συνεργάστηκε και στο «Ζήτω η Ελευθερία» είναι γραμμένο σαν θεατρικό.
Προσέξτε τώρα κάτι για να λυθεί και μια «παρεξήγηση» και να μην παρασύρεστε από καλλιτεχνική παραπληροφόρηση ανθρώπων που δεν ξέρουν τους Ορους: Πολλοί μπερδεύουν το θεατρικό με το στατικό. Η, επίσης νομίζουν για θεατρικό κάθε έργο που διαδραματίζεται σε κλειστό χώρο.
Όχι, θεατρικό είναι άλλο. Εχει ένα δικό του τρόπο γραφής. Οι εδώ σεναριογράφοι έχουν δομή θεατρικού αλλά με κινηματογραφικούς όρους. Το «θεατρικό» τους έχει να κάνει με το πώς μπαίνουν και βγαίνουν τα πρόσωπα στην κάθε σκηνή, και με το τι κουβαλά ο καθένας , με το πώς εκφέρει την αλήθεια «του»,όπου στη ρεαλιστική, κινηματογραφική σεναριογραφία θα γινόταν αλλιώς. Εδώ, όμως, έχουμε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που είναι το πολυτελές και συγχρόνως απρόσωπο ξενοδοχείο κάπου στη Γερμανία με μια σειρά από χώρους είτε που γίνονται οι εκάστοτε συναντήσεις είτε των δωματίων των προσώπων της ιστορίας. Και τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούν το καθένα μία χώρα κι ένα κόσμο κι η γραφή γύρω από το κάθε πρόσωπο ακολουθεί τους κανόνες ανάλυσης χαρακτήρα που θα ακολουθούντο στο θέατρο. Πρόκειται για μια συνάντηση των G8, που γίνεται επί γερμανικού, όπως είπαμε , εδάφους, όπου συμμετέχουν κι ένας ιερέας καθώς και μια συγγραφέας τύπου Ρόουλινγκς του «Χάρυ Πότερ» καθώς κι ο επικεφαλής του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, που είναι Γάλλος κι ο οποίος θα βρεθεί νεκρός έχοντας φορέσει μια σακούλα νάυλον στο κεφάλι του- τον παίζει με πειστική απλότητα ο ΝΤΑΝΙΕΛ ΟΤΕΙΓ.
Η ιστορία σεναριακά στρέφεται γύρω από τον ιερέα και τον μεταβάλει σε κεντρικό ήρωα, δίνοντας ευκαιρία στον ΤΟΝΙ ΣΕΡΒΙΛΟ για μια ακόμα υποδειγματική ερμηνεία στην οποία συνδυάζει την πνευματικότητα του ιερέα και την λιτότητα του κινηματογραφικού ερμηνευτή, ο οποίος κατά τη δόμηση της ιστορίας είναι αυτός που προκαλεί τα πολλά ερωτηματικά για το τι πρεσβεύει, μολονότι εκείνοι τον προσκάλεσαν ,βασικά ο Γάλλος που υποτίθεται αυτοκτόνησε. Ο ιερέας γίνεται πρόσωπο μυστηρίου και κινεί υποψίες επειδή ήταν ο τελευταίος που είδε τον «αυτόχειρα» ζωντανό» κι οι θεατές έχουμε δει πως ο «αυτόχειρας» του είχε ζητήσει το προηγούμενο βράδυ να τον εξομολογήσει.
Με δομή αστυνομικού έργου ξετυλίγονται ένα –ένα τα πρόσωπα και με τεχνοτροπία απολύτως κινηματογραφική το σενάριο συνδέει τις φάσεις εξέλιξης κι αποκάλυψης του κάθε χαρακτήρα εκεί μέσα (που φυσικά δηλώνονται κι αναλύονται ως λειτουργοί του νεοφιλευθερου δόγματος στη σημερινή οικονομία, απεργάζονται διάφορα δεινά που δεν τους απασχολούν οι επιπτώσεις σε ανθρώπους και χώρες), με τις φάσεις της συζήτησης-εξομολόγησης που κατέληξε στον περίεργο θάνατο του.
Και μέσα από τις διαδικασίες και την εντός ξενοδοχείου έρευνα, που απαλύνεται διαρκώς από το σατιρικό στοιχείο το οποίο βρίσκεται στην πρώτη σειρά, κλιμακώνονται παράλληλα κι ομού όλοι οι χαρακτήρες και το ίδιο το θέμα. Κι οι κόσμοι που ο καθένας εκπροσωπεί κι όλοι μαζί καταλήγουν στον ένα και μοναδικό κόσμο για τον οποίο γίνεται αυτή η συνάθροιση.
Σκηνοθετικά, ο Ρομπέρτο Αντό, ακολουθεί εδώ επιρροή Σορεντίνο. Αισθητική, ποίηση, κάμερα και μια θαυμάσια εργασία στο σκηνογραφικό μέρος όπου έχει αξιοποιήσει εμπνευσμένα και δημιουργικά το συγκεκριμένο ξενοδοχείο που το έχει «στήσει» ως πολυτελές (προβάλλοντας την πολυτέλεια με κάτι συγκεκριμένα αξεσουάρ όπως οι πανάκριβοι δερμάτινοι καναπέδες κι οι φοβεροί πολυέλαιοι) και ταυτόχρονα απρόσωπο, «άδειο». Δεν το έχει φορτώσει με πολύ διάκοσμο, το κάνει να φαίνεται σαν νεκροτομείο, ψυχρό, φοβιστικό. Και τα πολυτελή δωμάτια δεν σε ελκύουν καθόλου ως θεατή, ψυχρά κι αυτά στην διακόσμηση τους, για να θέλεις να περάσεις εκεί τις διακοπές σου.
Τα όσα λέγονται είναι τρομερά κι ο ρόλος του ιερέα είναι από τους πολύ ωραίους σχετικούς ρόλους που έχουμε δει στο σινεμά, προπάντων στο ιταλικό! Και δεν είναι τυχαίο που επιλέγει τον ήρωα που εκπροσωπεί το πνεύμα,να τον κάνει "ιερέα" διότι θεωρεί πως έτσι θα αφυπνίσει αποτελεσματικότερα και μαζικότερα τους Ιταλούς, οι οποίοι έχουν δεσμό με την θρησκεία και την Καθολική Εκκλησία
Εξοχοι οι ηθοποιοί, όχι μόνο αυτοί που ανέφερα, βασικά ο Σερβίλο που έχει το έργο πάνω του, αλλά κι ο ΠΙΕΡΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΦΑΒΙΝΟ, που παίζει τον Ιταλό υπουργό ή ο ΡΙΧΑΡΝΤ ΖΑΜΕΛ, που παίζει τον Γερμανό υπουργό κι είναι απίστευτος ως γοητευτικά επικίνδυνος και μου έκανε εξαιρετική εντύπωση η ΚΟΝΙ ΝΙΛΣΕΝ στην αλά τύπου «Χάρυ Πότερ» συγγραφέα, στην οποία έδωσε χρώματα αξιόλογης και σκεπτόμενης κυρίας- έτσι καθώς έχει μεγαλώσει και δεν πάει να κρύψει την ηλικία της. Και βέβαια, ο ΛΑΜΠΕΡ ΟΥΙΛΣΟΝ στο σύντομο του ρόλο, που είναι όμως τόσο περίτεχνα γραμμένος, τι θαυμάσια απόδοση κάνει που ένα ολόκληρο έργο η «Οδύσεεια» δεν του το είχε πιτρέχει. Εδώ μία σκηνή έφτασε για να δείξει μέγεθος.
Η αρχή και το τέλος τυλίγονται από μια υπέροχα κινηματογραφική μελωδία του ΝΙΚΟΛΑ ΠΙΟΒΑΝΙ κι όλο μαζί σε ευχαριστεί, σε βάζει σε σκέψεις, σε συναρπάζει συχνά πυκνά και σου προσφέρει και καλό γούστο, ιταλικού αγγίγματος.