Και ξεκινώ από το βραβείο που πήρε στα Ευρωπαικά της Ακαδημίας μια κι η μουσική μπερδεύει πολλούς ως βραβείο κυρίως στα Οσκαρ ,που οι φίλοι της κινηματογραφικής μουσικής κρίνουν με κριτήρια…. «soundtrack». Παρόλο ότι προσπαθώ κάθε φορά να εξηγήσω ότι η κινηματογραφική μουσική κρίνεται κι αξιολογείται με κινηματογραφικούς όρους , με το πόσο λειτουργική είναι στην ταινία, κι όχι με βάση το ευχάριστο άκουσμα ενός cd στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι. Διότι η κινηματογραφική μουσική «βλέπεται», πάει δηλαδή με την ταινία, κι όχι «ακούγεται» ως νέτη-σκέτη.
Το βραβείο μουσικής της Ευρωπαικής Ακαδημίας σε τούτο το ΡΩΣΙΚΟ φιλμ θεωρώ ότι είναι ένα καλό παράδειγμα για τα παραπάνω. Το γεγονός πως από όλα τα ευρωπαικά φιλμ επέλεξαν τούτη τη μουσική ως «καλύτερη του έτους».
Κι είναι μια μουσική που δεν «πιάνεται» με την πρώτη. Δεν είναι κάποια μελωδία, κάποιος αναγνωρίσιμος σκοπός, κάποιο τραγούδι που έγινε «χιτ» παρά είναι μια μουσική που μπαίνει σε συγκεκριμένα σημεία ψυχολογικών αντιδράσεων του ήρωα. Τα μοτίβα της επίσης δεν είναι πλούσια, δεν διαθέτει πολλές εναλλαγές, διαθέτει όμως εναλλαγές στην ενορχήστρωση. Πριν λοιπόν πουν «βραβεύουν ό,τι νάναι» ή «δεν ξέρουν τι τους γίνεται»- οι της Ακαδημίας Κινηματογράφου!- ας αρχίσουν να μελετούν λίγο τις ταινίες και τη μουσική τους κι ας προσπαθήσουν να την αντιληφθούν με κινηματογραφικούς (κι όχι δισκογραφικούς!) όρους.
Τώρα τι ταινία είναι αυτή;
Είναι μια φαινομενικά εύκολη αλλά επί της ουσίας πολύ δύσκολη ταινία διότι κινείται σε πνευματικά ζητήματα και μονοπάτια, μολονότι κάτι τέτοιο δεν της είναι εμφανές.
Κι έχουμε άλλη εντύπωση στην αρχή, για τον ήρωα και για τη σχέση του με το θέμα, που είναι η ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ,κι εντελώς διαφορετική καθώς ο ήρωας εξελίσσεται και μαζί του και το έργο.
Ο ήρωας είναι ένα προβληματικό παιδί, στην εφηβεία, μοναχικό αλλά κι επιθετικό ενίοτε, που ζει με μια δεσποτική μάνα η οποία τον εξευτελίζει διαρκώς και δημοσίως και το παιδί αυτό αντιδρά διά της θρησκείας. Βλέπουμε να υιοθετεί την Βίβλο και τα όσα Λέει, και μέσω της Βίβλου να εκδηλώνει ακραίες συμπεριφορές, σαν να χρησιμοποιεί τη θρησκεία για να προκαλέσει. Και προκαλεί πολύ.
Με ένα , μάλιστα, έξυπνο εύρημα, ο σκηνοθέτης ΚΙΡΙΛ ΣΕΡΕΜΠΡΕΝΙΚΟΦ, βάζει στην οθόνη παραπομπές σε εδάφια «ευαγγελιστών» που ο ήρωας χρησιμοποιεί στις κουβέντες του, στα κηρύγματα του, στις καταγγελίες του. Καθώς όμως εξελίσσεται το έργο παρατηρούμε ότι ο ήρωας δεν χρησιμοποιεί την Βίβλο και την Θρησκεία ως μια επιλεγμένη πρόκληση αλλά ως βαθιά πίστη. Μια πίστη που μπορεί να έχει γεννηθεί εξ αιτίας της ανάγκης για μια αντίδραση μα όσο περνά η ώρα κι ο ήρωας ξετυλίγεται κι άλλο, κι άλλο, αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε ότι ο ενστερνισμός της Βίβλου που μπορεί να ξεκίνησε ως δική του ανακάλυψη, ως κάτι που ανακαλύπτει ένα παιδί στην εφηβεία του κι είναι διαφορετικό αυτό που ανακαλύπτει από εκείνα με τα οποία συνηθίζουν να ασχολούνται οι γύρω του, να είναι που το κάνει να φαίνεται αντικοινωνικό. Διότι ο ήρωας ΕΙΝΑΙ η Βίβλος. Πορεύεται με βάση αυτήν και βέβαια κάποια στιγμή γίνεται κριτής των πάντων επειδή διαπιστώνει ότι κανείς δεν πορεύεται με τους κανόνες του Χριστιανισμού και της Αγία Γραφής.
Ενδιαφέρον επίσης έχει το γεγονός πως ο σκηνοθέτης καταφέρνει και μένει απέναντι στον ήρωα, σεβόμενος τις αρχές και τις ιδέες του χαρακτήρα που θέλησε να ζωντανέψει στο πανί. Αυτό τα κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα διότι τα δείχνει πόσο είναι σύνθετα μια και δεν προχωρά ούτε σε καταδίκη ούτε σε δικαίωση του κεντρικού προσώπου ώστε να βγουν και να παρουσιάσουν οι των ευκολιών τις θέσεις του ήρωα ως θέσεις και του σκηνοθέτη και να αρχίσουν να αναλύουν τον σκηνοθέτη αντί για το θέμα, λες και τον γνωρίζουν προσωπικά . Ο σκηνοθέτης ασχολείται με τον ήρωα, τον φτάνει στα άκρα του ίδιου του ήρωα και μέσα εκεί τον ολοκληρώνει.
Τότε, παρατηρείται ένα άλλο θέμα (για αυτό και μίλησα εξ αρχής πως είναι μια ταινία που ανοίγει «θέματα», ακόμα και κινηματογραφικά με την μουσική που βραβεύτηκε ως η καλύτερη ευρωπαική του έτους)
Το θέμα που ανοίγεται είναι πως ενώ η ταινία ξεκινά είτε με τις ιδιοτροπίες του ήρωα είτε καθοδόν με τη βαθιά σχέση του με τη θρησκεία να γίνει ένα έργο «Καθολικότητας», εξελίσσεται σε «κάζο», σε περιστατικό. Ενας τέτοιος ήρωας αδυνατεί να χωρέσει γενικώς, να γίνει κατανοητός, δεν κουβαλά κόσμους μα λειτουργεί ως μεμονωμένη περίπτωση.Παρόλο ότι θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το κήρυγμα που κάνει ο νέος εναντίον του Κακού θα μπορούσε να πάρει συμβολικές διαστάσεις. Με ένα τέτιο ήρωα, χμ!, είναι αμφίβολο. Αυτό της αφαιρεί της ταινίας σίγουρα ένα μέρος από την έννοια «απήχηση».
Όμως, εκεί που της αφαιρεί από απήχηση λόγω περιστατικού, έρχεται ο τρόπος με τον οποίο εκθέτει το περιστατικό επί της οθόνης και δηλώνει τη δική του δύναμη, τη δική του ένταση, τη δική του αγωνία. Οπότε, κι αν δεν αφορούν οι ιδέες, αφορά ο άνθρωπος που πάλλεται για αυτές με μόνη τη διαφορά ότι πάλλεται για κάτι δικό του που δεν αφορά και τον μέσο θεατή ή την πλειοψηφία των ανθρώπων που πηγαίνουν σινεμά, ακόμα και για ταινίες πνευματικές. Συγχρόνως ο σκηνοθέτης δεν υιοθετεί τελετουργικό ύφος για να εντάξει σε κάτι τέτοιο τον θρησκευτικά διαταραγμένο ήρωα του. Το περιβάλλον είναι ρεαλιστικό, έχει ύφος κοινωνικού δράματος σε σχολείο, κι εκεί που περιμένει να δει «συμμορίες», «αλητόπαιδα», «νεοφασίστες», «οικογενειακή βία» (αυτήν ειδικώς, τη βλέπει αλλά κι αυτή στηριγμένη σε άλλη βάση), «μέθυσους ή άνεργους πατεράδες» κλπ, βλέπει το «κακό παιδί» να αγωνιά για τον… Ευαγγελιστή Λουκά και για το αν εφαρμόζονται όσα διατύπωσε ενώ γύρω του συμβαίνουν περιστατικά κοινωνικής ταινίας σαν κι αυτές που ξέρουμε.
Γι αυτό και επαναλαμβάνω ότι ο «ΠΙΣΤΟΣ» είναι μια δύσκολη και κυρίως ασυνήθιστη ταινία και στο φινάλε, στους τίτλους, βάζει τραγούδι κάτι ανάμεσα σε σκληρό ροκ και ραπ που το επιλέγει ως μουσικό κλείσιμο αφού προηγουμένως είχαμε «δει» τη μουσική να ακούγεται ως «θρίλερ» σε ειδικές σκηνές που συνόδευαν συμπεριφορές του ήρωα τον οποίο παίζει ο ΠΥΟΤΡ ΣΚΒΟΡΤΣΟΦ (φατσάρα!- τουλάχιστον για τον συγκεκριμένο ρόλο).
Τη βραβευμένη μουσική συνέθεσε πιτσιρικάς μουσικός, ονόματι ΙΛΙΑ ΝΤΕΜΟΥΤΣΚΙ