Για να ξεκαθαρίσουμε λοιπόν την κατάσταση και να ξέρουμε τι βλέπουμε, εδώ θα κριθεί το «κοπιάρισμα» αφού πουλήθηκαν από τους Ιταλούς στους Ελληνες τα δικαιώματα του σεναρίου για αυτόν τον σκοπό.
Ως κοπιάρισμα, είναι τέλειο! Είναι ατόφια (ή…. Σχεδόν 99,9 ο/ο) η ιταλική ταινία, ακόμα και στο ντεκουπάζ και στους φωτισμούς και στο ντεκόρ και στο μοντάζ.
Βέβαια, αν είχαν πουληθεί τα δικαιώματα για «διασκευή», δηλαδή για εξαρχής ξαναγράψιμο του έργου, που εκεί είναι και μια δουλειά δημιουργική (άσχετο αν από πολλούς, όταν κρίνουν διασκευή, λείπει η στόχευση κι εμμένουν στη σύγκριση με το πρωτότυπο) θα μιλούσαμε για άλλα πράγματα. Όμως δεν υπάρχουν, οπότε κι εμείς δεν θα το γυρίσουμε στον υποθετικό λόγο.
Μόνο που να… Κι αυτό θα το πω. Οφείλω να το πω. Ενώ λοιπόν όλα έχουν γίνει στη εντέλεια και θα αναφερθώ παρακάτω και σε «επιτεύγματα», κάτι σε «μαγκώνει» σε σχέση με το ιταλικό. Τόσο εκείνον που το έχει δει όσο και τον μέσο Ελληνα θεατή που το αγνοεί και πήγε να δει απευθείας την ελληνική ταινία. Θα μείνω λοιπόν στον τελευταίο διότι ενώ απολαμβάνει, ενώ βλέπει μια ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα σύγχρονη κομεντί, ενώ έχει μπροστά του ένα έργο πολιτισμένο, κάτι τον «μαγκώνει» και δεν «ενθουσιάζεται»
Τι είναι αυτό; Στη δική μου αντίληψη το…. κοπιάρισμα. Το ότι έλειψε το «ξαναγράψιμο». Η «ελληνοποίηση», η απόλυτη «ελληνοποίηση» της ιστορίας. Οσο κι αν έχουμε κάποια κοινά με τους Ιταλούς έχουμε και κάποιες διαφορές. Τόσο από την ίδια την ιδέα του να μαζευτούν φίλοι ένα βράδυ σε δείπνο και να αποφασίσουν να παίξουν το παιχνίδι με τα κινητά τηλέφωνα εκτεθειμένα στη δημόσια θέα κι ακρόαση και μοιραίως να αποκαλυφθούν πράγματα του καθενός και της κάθε μίας… Είναι πολύ «ιταλικό» αυτό. Οσο και του ίδιου του δείπνου όπου στο ιταλικό σινεμά είναι καθοριστικό για την πλοκή και την εξέλιξη μιάς τέτοιας ιστορίας διότι στην Ιταλία συνηθίζονται αυτού του είδους τα δείπνα, με αυτό τον τρόπο,είναι τρόπος ζωής, από σπίτι σε σπίτι, με ένα κρασί που κουβαλά ο καθένας, άντε και κάποιο γλυκό κι εκεί τους περιμένει συνήθως ένα ζυμαρικό και μια σαλάτα. Κι από και μετά συζητάνε και λένε,λένε, λένε και τσακώνονται κι οι πιο…. τολμηροί κάνουν καμιά φορά και κάποιες επί τόπου αλλαγές συντρόφων για να περάσει η βραδιά πίσω από τα κλειστά παράθυρα και τις κλειστές πόρτες. Και μετά αποχαιρετιούνται κι είναι όλα όπως πριν το δείπνο. Σε λίγες μέρες , ξανά μανά σε κάποιου άλλου φίλου.
Αν ήταν ελληνοποιημένη η ιστορία θα ήταν κάπως διαφορετικό φαντάζομαι το όλο στήσιμο, τα θέματα που μπαίνουν, το ίδιο το δείπνο.
Λεπτομέρειες, θα μου πείτε. Και θα έχετε απόλυτο δίκιο. Λεπτομέρειες. Μόνο που αυτές οι λεπτομέρειες είναι που υπογραμμίζουν τη μεγαλειώδη ατάκα του Γούντυ Αλεν στο «Σφαίρες πάνω από το Μπροντγουέι» πως «ο θεατής καταλαβαίνει τα πάντα, απλώς δεν είναι σε θέση να τα εξηγήσει». Αν αισθανθεί κάποιο μάγκωμα στην εκδήλωση του ενθουσιασμού του, θα οφείλεται σε αυτό.
Διότι ως κοπιάρισμα είναι εξαίρετη δουλειά!
Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΘΕΡΙΔΗΣ που το σκηνοθέτησε (και παίζει κι έναν από τους ρόλους) του έχει δώσει τόνο και ρυθμό. Ακόμα και τον σκόπελο της «Εκλειψης-Πανσελήνου» που ο Ιταλός τον είχε προσέξει πολύ κι είχε ακολουθήσει τα χνάρια του Γουίλιαμ Γουάιλερ που δική του «πατέντα» ήταν αυτό το εύρημα στο «Γράμμα» του Σόμερσετ Μομ με την Μπέττυ Ντέηβις , κι ήταν κάτι που εδώ το φοβόμουν, χάρη στο τέλειο κοπιάρισμα, το καράβι ταξίδεψε σωστά, απέφυγε το σκόπελο, δεν προσέκρουσε σε ύφαλο.
ΟΙ ηθοποιοί είναι το μεγάλο ατού της ελληνικής εκδοχής (και σε ένα έργο ανθρώπων τι άλλο περιμένεις παρά σωστούς ηθοποιούς!), η τέλεια διανομή μα κυρίως το ότι λειτούργησαν όλοι μαζί ως παρέα. Αυτό είναι επίτευγμα και το πιστώνεται ο Αθερίδης το ότι τους έκανε όλους αυτούς να φαίνονται, να δίνουν την εντύπωση στο θεατή, μιάς παρέας που είναι χρόνια φίλοι. Με πολύ ωραία τονισμένες τις λεπτομέρειες του ιταλικού για τα «αλληλο-πειράγματα» μεταξύ των αντρών της παρέας, για τις πιο «αποστασιωμένες» φιλίες μεταξύ των γυναικών της παρέας.
Ενθουσιάστηκα με τον ΓΙΑΝΝΟ ΠΕΡΛΕΓΚΑ. Το ρόλο τον είχε φάει, τον είχε μασήσει, τον είχε καταπιεί. Θαύμα ο ΑΛΚΗΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ, άνεση, ελεγχόμενη αντροσύνη, πλήρης απουσία ναρκισσισμού. ΜΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ο πιο ενδεδειγμένος για αυτό το ρόλο. Κι ενώ «ομοιάζει» που λένε, τον έπαιξε εντελώς διαφορετικά από τον συγγενή ως ένα βαθμό ρόλο στο «Suntan». Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΘΕΡΙΔΗΣ λιγότερο, φαινόταν πως τον απασχολούσε κι η σκηνοθεσία κι η όλη φροντίδα, ωστόσο στις πατρικές σκηνές που είναι κι οι πιο ιδιαίτερες του ρόλου, έδωσε πολλή τρυφερότητα. Στις γυναίκες της παρέας: ΜΑΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΩΤΟΥ- ήταν εντελώς «ΙΤΑΛΙΔΑ». Ομορφιά, κομψότητα, αέρας, στύλ, χτένισμα. ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΚΑΡΥΔΗ- δεν κατέφυγε σε «ετοιματζίδικα» πράγματα δικά της, το έστησε εξ αρχής. Να είμαστε δίκαιοι. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, πολύ άνετη
Αυτή είναι η παρέα. Στέκομαι παραπάνω στους ηθοποιούς επειδή στα πλαίσια του κοπιαρίσματος έβαλαν ο καθένας κι η κάθε μία κάτι από προσωπικότητα κι αυτό ανέβασε πολύ το εγχείρημα. Και του έδωσε αποτέλεσμα.