Δυστυχώς, όμως, από τα παλιά τα χρόνια το ελληνικό σινεμά των ειδών βαλλόταν. Λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης.Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος που λένε, κλπ. Και που τώρα τον αναγνωρίζουν αλλά μόνο στο επίπεδο της κωμωδίας. Από άνωθεν εντολή. Κι όταν πρόκειται για δράμα, ξαφνικά οι κινηματογραφιστές (του παλιού εννοώ) ξαναβάλλονται.
Κι αυτή η ταινία, ΕΙΜΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ, πως θα ακούσει τα σχολιανά της. Οι πρώτες απαξιώσεις έπεσαν στη Θεσσαλονίκη όπου, τι άλλο θα έλεγαν; Πως θυμίζει…. Φώσκολο. Η αιώνια απαξίωση του Φώσκολου κι ενός είδους. Αν ήθελα να ανοίξω διάλογο θα ρωτούσα «ποια ταινία του Φώσκολου ακριβώς σας θυμίζει; Μήπως την…. «Υπολοχαγό Νατάσα»; Διότι κι αυτή του Φώσκολου είναι.
Μ τη λέξη «Φώσκολος» ειρωνεύονται κάθε τι δραματικό που ανήκει σε «είδος»
«Φώσκολο» είχαν χαρακτηρίσει το 1987 και την «Ολέθρια σχέση», για «Φωσκολιάδα» ειρωνεύονται και τη μεγάλη Δανή σκηνοθέτη Σουζάνε Μπίερ.
Δεν θα ειρωνευτούν το «ΕΤΕΡΟΣ ΕΓΩ» που είναι σαφέστατα επηρεασμένο από το «Seven» του Ντέηβιντ Φίντσερ;
Ο ελληνικός κινηματογράφος των ειδών πάντα απαξιωνόταν με λέξεις του τύπου «εμπορικός», «φωσκολικός» κλπ. Πάντως ταινία σε σενάριο Φώσκολου έχει φτάσει ως την πεντάδα του Οσκαρ, «ΤΟ ΧΩΜΑ ΒΑΦΤΗΚΕ ΚΟΚΚΙΝΟ»
Λοπόν, η ταινία δεν έχει καμία σχέση με καμία ταινία του Φώσκολου . Αρα, πρόκειται για ευκολία στην απαξίωση και τίποτε άλλο.
Αντίθετα, στην επιρροή από το «Seven», το σενάριο είναι πολύ πιο περίπλοκο κι εξαίρετα γραμμένο- για όσους καταλαβαίνουν από σενάρια.
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑΣ, σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας, που δεν ανήκει σε καμία κλίκα και θέλει να κάνει σινεμά των ειδών άρα βοήθεια του για τις επιθέσεις που θα δεχτεί, μου είχε κάνει εντύπωση και στο προηγούμενο σενάριο του, το «Κοινός παρονομαστής» αλλά εδώ είδα μεγαλύτερη εξέλιξη και θαυμάσια δείγματα.
Καταρχάς , του βγάζω το καπέλο ότι τα κλειδιά τα δίνει πολύ νωρίς για το που θα πρέπει να το ψάξουμε για να εντοπίσουμε τον δολοφόνο. Κατά δεύτερο λόγο, η μεγάλη μαγκιά είναι να παραδίδεις τα κλειδιά και να μη φαίνεται ότι τα παρέδωσες. Η ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ έχει γράψει πραγματεία για το θέμα των κλειδιών κι είναι μια βασική αρχή της αστυνομικής λογοτεχνίας, του αστυνομικού μυθιστορήματος, του αστυνομικού θεατρικού έργου, του αστυνομικού σεναρίου. Είναι ίσως το μόνο κοινό σημείο που έχει με τον απαξιωμένο από τους κριτικούς της «αμφισημίας» Φώσκολο, το ότι κι εκείνος κατείχε μοναδικά το θέμα της παράδοσης των κλειδιών που μόνο στο τέλος βλέπαμε με ποιο τρόπο μας είχε διαφύγει η λεπτομέρεια ενώ εκείνος την είχε δώσει εξαρχής.
Κατόπιν πηγαίνουμε στο θέμα του serialkillerτης υπόθεσης η οποία στήνεται γύρω από ένα πλουσιότατα γραμμένο κεντρικό ήρωα, με ολοκληρωμένο περιβάλλον, με άφθονες ψυχολογικές επισημάνσεις (επειδή κάτι άκουσα για «σχηματικούς» χαρακτήρες- τι είναι «σχηματικός χαρακτήρας»; Μήπως αντί για τον αφορισμό να υπήρχε κάποια ανάλυση του τι ακριβώς εννοούν ώστε να ξέρουμε και τι ξέρουν αυτοί που απαξιώνουν;). Κι εδώ παρακολουθούμε μια σειρά φόνων που έχουν να κάνουν με τα Μαθηματικά και με τον Πυθαγόρα και προσπαθούμε να βρούμε μέσα από τους φόνους και τον συγκεκριμένο αριθμό-κλειδί τους φόνους, το πώς συνδέονται και με τι μπορεί να συνδέονται.
Και τα εγκλήματα πηγαίνουν παράλληλα με την εξέλιξη της προσωπικής ιστορίας του ήρωα που ερευνά τους φόνους. Τα περιστατικά μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο, συνθέτουν μια ευφάνταστη πλοκή και κεντρίζουν το ενδιαφέρον αλλά και την περιέργεια του θεατή.
Λέω πιο περίπλοκο σενάριο από του «Seven» διότι εκεί οι φόνοι ήταν δηλωμένοι με τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, στο σενάριο θέτονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, σε γραμμική σειρά, αλλά εκεί ερχόταν το μεγαλειώδες μοντάζ να τα συνθέσει και να τα μπλέξει και να δώσει στην ταινία τον κινηματογραφικό της αέρα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η μόνη υποψηφιότητα της ταινίας για Οσκαρ ήταν το ΜΟΝΤΑΖ . Διότι αυτό έκανε όλη τη δύσκολη δουλειά κι ας μη του φαινόταν! Αυτό έχει τη σημασία του για όποιον θέλει να αναλύει και να μελετά αντι να ειρωνεύεται και να απαξιώνει λόγω δικής του ανεπάρκειας.
Το σενάριο δεν αφήνει κανένα χαρακτήρα ανεκμετάλλευτο, ακόμα κι εκείνους που συμμετέχουν για λίγο. Είναι όλοι τους ολοκληρωμένοι.
Συγχρόνως ο Τσαφούλιας, ως σεναριογράφος-σκηνοθέτης δείχνει εξαιρετική κατάρτιση και στο στήσιμο, στη φωτογραφία που είναι υποβλητικότατη (ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΕΛΗΣ), στους χώρους που είναι εξαιρετικά διαλεγμένοι και συμβάλλουν στην «όψη» (ΗΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗΣ), στη μουσική που είναι κινηματογραφικότατη ως αντίληψη στην υπογράμμιση ή συνοεδία του είδους (ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ)
Στον πρωταγωνιστή έχω ένσταση. Ο ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΔΑΔΑΚΑΡΙΔΗΣ δεν είναι ενδεδειγμένος για το ρόλο, αυτά όλα που συμβαίνουν στον ήρωα κι όσα λέγονται για τον ήρωα δεν ανταποκρίνονται στο εκτόπισμα και στη συνολική παρουσία αυτού που παίζει τον ήρωα. Σε αντίθεση με το cast που τον περιβάλει κι αναφέρω τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΤΑΛΕΙΦΟ (στα καλύτερα του!), τον ΜΑΝΟ ΒΑΚΟΥΣΗ (επίσης!), την ΚΟΡΑ ΚΑΡΒΟΥΝΗ και βέβαια όταν εμφανίζεται ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΚΛΟΥΖΕ εκεί καταλαβαίνουμε τα βαθύτερα κινηματογραφικά.
Υπάρχει και κάτι ακόμα, που δεν το υιοθετώ αλλά ως έντιμος κριτικός οφείλω να το αναφέρω επειδή το άκουσα διατυπωμένο από ανθρώπους του Σινεμά, από ανθρώπους που ΚΑΝΟΥΝ σινεμά και που πάντα τη γνώμη τους τη λαμβάνω υπόψη με σεβασμό! Αφορά στον ρυθμό, στον εσωτερικό ρυθμό, όχι στην πλοκή. Την ταινία την είδα και με αρχικό μοντάζ και με καινούργιο, κατά την προετοιμασία της. Μολονότι , στο δεύτερο έχει μπει κι ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ, που συνυπογράφει με τον ΓΙΩΡΓΟ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟ, εγώ αυτή τη διαφορά, δηλώνω εντίμως ότι δεν την κατάλαβα. Πιθανόν και κάτι να μου διαφεύγει και ίσως να παρασύρομαι από την υπόθεση. Κι αυτό να συμβαίνει, υπέρ της ταινίας καταλήγει αλλά από ανθρώπους που ΞΕΡΟΥΝ, που είναι του «μετιέ», όταν αυτό διατυπώνεται, οφείλεις να το λαμβάνεις υπόψη .Κι άστο να μένει ανοιχτό!