Αυτή είναι χοντρικά η «σύσταση» του «ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ».
Ένα έργο , που κάποτε, θα μας φαινόταν κανονικό που έγινε, τώρα μας κάνει και μένουμε έκθαμβοι, όχι μόνο επειδή αξίζει αλλά κι επειδή αυτά τα έργα από το αμερικάνικο σινεμά- το έχω πεί πολλές φορές και… απειλώ ότι θα το επαναλαμβάνω – εξέλιπαν, τουλάχιστον σε συχνότητα. Και μας παρουσιάζονται μόνο στην περίοδο των Οσκαρ. Αν και το συγκεκριμένο δεν βγήκε στις ΗΠΑ τώρα προς το τέλος αλλά έχει βγει καιρό.
Η άλλη του αξία είναι πως κι αυτό, όπως και το «La-La-Land», χωρίς να έχουν τίποτε κοινό μεταξύ τους ως ομοιάζοντα έργα, έχουν τον κοινό παρονομαστή: Τα είδη του αμερικανικού σινεμά στα χρόνια του «ανεξάρτητου». Απλώς κάποτε αυτά τα έργα τα έκαναν τα στούντιο κι ήταν καλύτερες παραγωγές, τα έπαιζαν σταρ. Τώρα γίνονται μέσα από φτηνότερες οικονομικά διαδικασίες , αφού έχουμε φάει μερικά blockbuster, να, όμως, που αποδεικνύεται ότι η παράδοση δεν χάνεται, οι καινούργιοι μελετούν τα παλιά, απλώς αν θέλεις να κάνεις σήμερα ένα «σταφύλια της οργής» ή κάποιο αλα «Μπόνυ και Κλάιντ» ή σαν τα έργα κοινωνικού μηνύματος που γύριζαν άλλοτε ο Στάνλευ Κράμερ ή ο Οττο Πρέμινγκερ, το πιθανότερο είναι ότι θα στο στείλουν στη θυγατρική του μικρού συνεργείου και θα στο κάνουν «ανεξάρτητο».
Το σενάριο είναι η μεγάλη προίκα της ταινίας και πάνω του βασίζεται ο σκηνοθέτης για να το ζωντανέψει μέσω ηθοποιών αλλά και μέσω συνεργατών που εμπνέονται από αυτό και δίνουν ο καθένας το καλύτερο του.
Το σενάριο όχι μόνο ως θέμα αλλά κι ως τρόπος γραφής που σε κρατά διαρκώς σε διέγερση για τα τεκταινόμενα.
Δύο αδέρφια, ο ένας άνεργος κι ο άλλος άρτι αποφυλακισθείς, οργανώνουν ληστείες εις βάρος της Τράπεζας που τους έκανε τη ζημιά , με σκοπό να μαζέψουν τα χρήματα που χρειάζονται ώστε να σώσουν την οικογενειακή φάρμα. Αυτό είναι η αφορμή. Το τι επακολουθεί με βάση αυτό ,είναι το….. έργο!!!
Τα επεισόδια που διαλέγει ο σεναριογράφος ΤΕΥΛΟΡ ΣΕΡΙΝΤΑΝ (ο οποίος έχει δώσει δείγματα γραφής και στο «SICARIO» κι εδώ το εξελίσσει- κοινωνικό περιεχόμενο ντυμένο με δράση μέσα από ανθρώπους) για να χρησιμεύσουν ως «εμπόδια» στο να φτάσουμε στο τέλος που έχει επιλέξει, είναι ευφυή, δηλώνουν ικανότατο σεναριογράφο, δομούν την ταινία, χτίζουν την υπόθεση. ΚΙ είναι πολύ δυνατά, κάθε επεισόδιο πάει την ιστορία παρακάτω, εξελίσσει τους χαρακτήρες, δεν υπάρχει τίποτε επαναλαμβανόμενο η περιττό. Εισάγει πρόσωπα στην ιστορία, τους δίνει παρακάτω υπόσταση, περίπτωση τέτοια είναι ο σερίφης, που μέσα από την διαδικασία του καταλήγει σε μεγάλο ρόλο και για καλή τύχη όλων αναλαμβάνει να τον παίξει ο ΤΖΕΦ ΜΠΡΙΤΖΕΣ για τον οποίο θα πω παρακάτω περισσότερα) ενώ δεν παύει να σκάβει την προιστορία του κάθε προσώπου και να εισάγει ανθρώπους που συνδέονται με το παρελθόν του, οπότε έχουμε μπροστά μας υπέροχους χαρακτήρες. Αυτά που σύγχρονοι Ελληνες σεναριογράφοι αποφεύγουν ή αγνοούν και θεωρούν «επαναστατική πρωτοπορία» το να μην έχουν οι χαρακτήρες τους παρελθόν (περίπτωση «Suntan»)
Σε αυτό το σενάριο, ο σκηνοθέτης ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΜΑΚΕΝΖΙ, που μας έρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία, αντιλαμβάνεται δύο πράγματα: Πρώτον ότι αν και περιπέτεια είναι δράμα ανθρώπων κι οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες χρειάζονται ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ για να δοθεί πνοή στο έργο αλλά χρειάζεται κι η προβολή του περιβάλλοντος ώστε να μη χαθεί το κοινωνικό στοιχείο του πλαισίου.
Στους ηθοποιούς έχουμε ένα casting εξαίσιο. Καταρχάς έχουμε τον ΤΖΕΦ ΜΠΡΙΤΖΕΣ. Ένα ηθοποιό που αγαπώ πολύ από τα πρώτα του βήματα και συγκινούμε με την εξέλιξη του και με τη διάρκεια του. Διότι ο Τζεφ Μπρίτζες δεν έκανε απλώς το «ωραίο παιδί», ήταν ηθοποιός από την πρώτη ώρα και δούλεψε πολύ γι αυτό. Κι εδώ πλέον τον βλέπουμε απολύτως ανανεωμένο, σε μια στροφή «καρατερίστα» για την καριέρα του και τη διάρκεια του. Δεν αναδεικνύει μόνο τα στοιχεία του ρόλου που προϋποθέτει ο «σερίφης» του, μα υιοθετεί κι ένα τρόπο ερμηνείας που έχουν οι καθιερωμένοι καρατερίστες – μου θύμισε έντονα τον αείμνηστο ΜΕΛΒΥΝ ΝΤΑΓΚΛΑΣ. Αυτός ο τρόπος μπορεί κάποτε-κάποτε να φαίνεται «εξωτερικός» αλλά είναι τέτοια η παρουσία του στο σενάριο που χρειάζεται να ζωγραφιστεί κι εξωτερικά. Ο Τζεφ Μπρίτζες τον «ζωγραφίζει».Μα και με τι ψυχολογικές λεπτομέρειες είναι γραμμένος ο ρόλος από το σενάριο! Επίσης, ξεχωριστά θα ήθελα να σταθώ και στους δύο πρωταγωνιστές που παίζουν τα αδέλφια. Ο ΜΠΕΝ ΦΟΣΤΕΡ είναι από τα άτομα που μου έχουν κάνει εντύπωση με το ξεκίνημα, θυμάμαι ότι τον σημείωσα από το 2006 στο «Τελευταίο τραίνο για τη Γιούμα» δίπλα στον Ράσελ Κρόου και στη συνέχεια και σε επόμενα πολλά. Εχει και νεύρο, βγάζει και πίκρα, μπορεί και μοιάζει κι απειλητικός. Δεν έχει το «σταρ» στοιχείο, έχει όμως στοιχεία ρολίστα και μια «υπόγεια» σεξουαλικότητα στο φακό και μπορεί να δηλώνει «παρών» αλλά χρειάζεται ρόλους. Κι υπάρχει κι ο ΚΡΙΣ ΠΑΙΝ που θα αφήσει πολλούς με την απορία ή με την κατανόηση του Κοτοπούλειου δόγματος «ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΡΟΛΟΣ», που αποδεικνύεται περίτρανα κάθε τόσο με κάποιον, με ισχυρότερο παράδειγμα τον ΜΑΘΙΟΥ ΜΑΚΚΟΝΑΧΥ, πως ο ηθοποιός τον ρόλο περιμένει για να δοκιμαστεί και να φανεί. Ο ΚΡΙΣ ΠΑΙΝ του «ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ» είναι ένας ΑΛΛΟΣ Κρις Πάιν. Βέβαια , έτσι όπως είναι δομημένο το έργο, είναι για να φανεί ο ρόλος του σερίφη εξού και το casting, εξού και τον ΤΖΕΦ ΜΠΡΙΤΖΕΣ να περιμένουμε για Οσκαρ κι όχι τα δύο αδέλφια.
Συγχρόνως, όμως, ο σκηνοθέτης δουλεύει και το περιβάλλον με τη φωτογραφία που μας δείχνει την αμερικάνικη επαρχία στην Πολιτεία του Τέξας (και μετά της Οκλαχόμα) ως ιδεώδη τόπο εκτύλιξης αυτής της ιστορίας- σαν έρημη, με ένα ήλιο που να φαίνεται "ψυχρός" ή σαν να έμεινε στη δεκαετία του ‘30, με τη δουλειά της σκηνογραφίας που δεν φαίνεται και με ένα μοντάζ επίσης από εκείνα που δεν φαίνονται αλλά αρχίζω να υποψιάζομαι ότι είναι τέτοιος κι ο τρόπος γραφής του ΤΕΥΛΟΡ ΣΕΡΙΝΤΑΝ (ο οποίος είναι κι ηθοποιός, κάνει ένα κάου-μπόι στην ταινία), που ετοιμάζει το μοντάζ από το σενάριο.Και βέβαια στη μουσική που πήρε ΝΙΚ ΚΕΙΒ για ένα τόνο "country" ή και μνήμης από ταινία των 70ς
Ταινία με περιεχόμενο, ταινία με κοινωνικό background, ταινία από εκείνες που αγαπήσαμε εμείς που αγαπήσαμε το αμερικάνικο σινεμά και που το φάγαμε με το κουτάλι και ξέρουμε τι εργάρες έχει βγάλει κατά το παρελθόν του. Οι καινούργιοι νομίζουν ότι είναι τα blockbusters και τίποτε άλλο. Ως προς το παρόν δεν έχουν άδικο, τουλάχιστον κατά το 70 ο/ο. Έχουν, όμως, ακέραια την ευθύνη στο ότι δεν έχουν ψάξει το πριν, δεν έχουν δει το πριν. Διότι αν έχεις δει το πριν, ξέρεις και να διαχωρίζεις τα πράγματα. Και μιλάς πλέον με άλλου τύπου σεβασμό.