Αυτό λοιπόν που παίρνει κανείς μαζί του βλέποντας την «ΑΡΝΗΣΗ» είναι τα ερωτήματα που θέτει. Αυτά συναποτελούν και το πνευματικό κομμάτι της ταινίας, αυτά που σε βάζουν σε σκέψη, αυτά που θα ήθελες να συζητήσεις βγαίνοντας από το σινεμά για συνέχεια της βραδιάς.
Διότι τα ερωτήματα έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ερωτήματα πάνω στην Ιστορία, πάνω στην Απόδειξη, στο τι είναι Απόδειξη κι αν πετυχαίνεται σε όλες τις περιπτώσεις, ερωτήματα που βάζουν κι οι ίδιοι οι ήρωες στους εαυτούς τους με αφορμή την υπόθεση που εξετάζουν ακόμα και το τι θα έκαναν οι ίδιοι αν βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση.
Καταρχάς, να πούμε κάτι και για το «θέμα». Πολλές φορές γίνεται λάθος στον εντοπισμό του θέματος και το λάθος δεν γίνεται φυσικά μόνο από τους κριτικούς και το πώς τα διατυπώνουν αλλά γίνεται κι από αυτούς που κάνουν ένα έργο είτε είναι συγγραφείς-σεναριογράφοι είτε σκηνοθέτες.
Με τίποτα δεν μπορούμε να πούμε πως εδώ το «θέμα» είναι η Αρνηση του Ολοκαυτώματος διότι ένα τέτοιο «θέμα» δεν εμπεριέχει, έτσι νέτα-σκέτα διατυπωμένο, τον παράγοντα Ανθρωπος. Κι η Τέχνη, στην οποιαδήποτε μορφή της, τουλάχιστον όσον αφορά στο γραπτό λόγο και στην αναπαραστατική Τέχνη, αντλείται μέσα από τον Ανθρωπο. Υπάρχει σειρά ασκήσεων που διδάσκεται σε ξένα Πανεπιστήμια ανωτάτων κινηματογραφικών σπουδών το να βρεις με μια λέξη το θέμα του έργου. Εδώ λοιπόν το θέμα είναι η Αρνηση του Ολοκαυτώματος; Η μήπως κάτι με τον παράγοντα Ανθρωπος ώστε να μιλάμε για έργο;
Δυστυχώς, αν μπει παρόμοια άσκηση για τούτο το έργο θα δυσκολευτεί κανείς να βρει περί τίνος ακριβώς, θα μείνει στα περί «Αρνησης του Ολοκαυτώματος» και θα πέσει στο Αδιέξοδο που έπεσε κι η ταινία.
Διότι το πρόβλημα της είναι αυτό ακριβώς. Εμεινε προσκολλημένη σε κάτι που θεώρησε ως «θέμα» ενώ θα έπρεπε να το έχει ως βάση για την ανάπτυξη των ανθρώπων. Και μέσα από κει να πριμοδοτηθούν ανθρώπινα ζητήματα γύρω από το θέμα.. Ο συγγραφέας ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΧΕΡ, ικανότατος θεατρικός, επεξεργάστηκε το συγκεκριμένο, σαν να είχε περισσότερο στο νου του το «θέατρο Ιδεών».
Εχουμε λοιπόν Καθηγήτρια της Ιστορίας και συγγραφέα η οποία θέλει να μηνύσει βετεράνο ιστορικό –αρνητή του Ολοκαυτώματος των Εβραίων ο οποίος έχει γράψει τρομερά πράγματα στις κατά καιρούς «διατριβές» του. Ο αρνητής αντεπιτίθεται, πέφτουν μηνύσεις και ξεκινά σωρεία δικών αλλά κι ερευνών, νομικών και ιστορικών, για να αποδείξει η συγγραφέας ότι αυτά που διατείνεται ο αρνητής είναι ψέματα. Με τη βοήθεια σημαντικού δικηγόρου θα ξεκινήσει την υπεράνθρωπη προσπάθεια.
Αποτέλεσμα: Αντί να δούμε το δράμα ανθρώπων που εμπλέκονται σε ένα τέτοιο ζήτημα, και να δούμε το ζήτημα να αναδεικνύεται μέσα από τους ανθρώπους, παρακολουθούμε το «δράμα» του «θέματος» όπου οι άνθρωποι είναι απλώς αυτοί που το κινούν.
Οπότε, η παρακολούθηση αρχίζει και κουράζει, το έργο δεν λειτουργεί συγκινησιακά για τον θεατή, οι δικαστικές συγκρούσεις από πλευράς δραματικότητας σεναρίου αν δεν είναι «κοινότοπες», που θα ήταν βαριά κατηγορία για ένα συγγραφέα σαν τον Χέρ, είναι απλώς για να εξυπηρετούν τα προβαλλόμενα ερωτήματα, ο Χερ δείχνει σαν να ήθελε να γράψει κάτι ανάλογο με το θεατρικό «ΚΟΠΕΓΧΑΓΗ» του Μάικλ Φρεν, όπου τα πρόσωπα γίνονται φορείς ιδεών και μόνο, και τελικώς διαπιστώνεται ότι ο θεατής δεν περνά και τόσο καλά κατά την εκτύλιξη, βαριέται την υπόθεση, ακούει, όμως, ωραία πράγματα. Ω, ναι. Ότι ακούει ωραία πράγματα, τα ακούει. Και πράγματα που σφηνώνονται στον εγκέφαλο και προκαλούν διάθεση συζητήσεων.
Το ότι μία από τις ωραιότερες σκηνές του έργου είναι εκεί που ο μεγαλοδικηγόρος ο οποίος έχει αναλάβει να ξεμπροστιάσει τον αρνητή για λογαριασμό της σχετικά νεαρής καθηγήτριας-συγγραφέως, κι αναρωτιέται τι θα έκανε ο ίδιος αν ζούσε σε εκείνα τα χρόνια και βρισκόταν αντιμέτωπος με παρόμοια κατάσταση, δεν είναι τυχαίο πως μοιάζει να είναι η καλύτερη. Ούτε είναι τυχαίο που ο ηθοποιός ο οποίος ξεχωρίζει σε αυτή την ταινία είναι ο ΤΟΜ ΓΟΥΙΛΚΙΝΣΟΝ στο ρόλο του δικηγόρου, διότι αυτή η σκηνή είναι που ξαφνικά δίνει σε χαρακτήρα ανθρώπινη υπόσταση. Κι επειδή δεν βλέπω μεγάλη σκηνοθετική παρέμβαση στην ταινία από τον ΜΙΚ ΤΖΑΚΣΟΝ που υπογράφει τη σκηνοθεσία και κατεπέκταση την ταινία, μένω με την εντύπωση ότι πάνω σε αυτή τη σκηνή πάτησε ο ηθοποιός για να κτίσει όλο του το ρόλο, τα πριν και τα μετά της σκηνής αυτής , γι αυτό κι ο Τομ Γουίλκινσον τον χρωμάτισε τόσο, γι αυτό και μπόρεσε να τον φτιάξει, γι αυτό και τον γέμισε. Επειδή τον έκανε άνθρωπο. Με ερωτήματα ανθρώπινα.
Κάτι που δεν συμβαίνει στο ρόλο της ΡΕΙΤΣΕΛ ΒΑΙΣ αλλά ως καλή ηθοποιός φτιάχνει από μόνη της ο,τι μπορεί, δίνει στην ηρωίδα της , τη μονοκόμματα γραμμένη, μαχητικότητα και πάθος ενώ ο ΤΙΜΟΘΥ ΣΠΟΛ , του οποίου δεν έχω υπάρξει θαυμαστής, εδώ μου ήταν ακόμα πιο ενοχλητικός στο ότι για ερμηνεία είχε επιλέξει τους μορφασμούς. Είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπήρξα θαυμαστής του ως τώρα, ένα ιδιαίτερο πρόσωπο έβλεπα , μια περίπτωση καθαρώς φυσιογνωμική κι όχι κάτι παραπέρα. Εδώ είδα και τους μορφασμούς να διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Κάπου εδώ – ΚΙ εδώ!- διέκρινα την απουσία σκηνοθέτη, διότι και με το υπάρχουν σενάριο, θα μπορούσε να τον έχει καθοδηγήσει αλλού ή να έχει δώσει συνολικότερα στο έργο, τόνους τέτοιους για παρακολούθηση έργου ιδεών.Από το οποίο απουσιάζει ο ανθρώπινος παράγοντας.Πχχ, τον ήρωα που παίζει ο Τίμοθυ Σπολ τον βλέπουμε μόνο σε σχέση με τις θέσεις του και με τις αντιπαραθέσεις του επί των θέσεων. Ποιος είναι ως άνθρωπος, πως ζει, το περιβάλλον του, το να τον πλησιάσουμε ώστε να δοθεί έστω μέσα από τέτοια πράγματα μια ευρύτερη εικόνα για τον χαρακτήρα και γιατί παίρνει αυτές τις θέσεις… Αλήθεια, γιατί τις παίρνει;
Δεν τα είδα. Ο ΜΙΚ ΤΖΑΚΣΟΝ, ο σκηνοθέτης, ως τώρα είχε γυρίσει εντελώς άλλου τύπου έργα, που δεν εγγυούνταν το πέρασμα του σε τέτοιου είδους φιλμ,αλλά λες ΟΚ γιατί όχι, μπορεί πράγματι να θέλει να αλλάξει ρότα, μα δεν είδα τίποτα, σαν να έμεινε απέξω κι απλώς κινηματογράφησε την «ιστορία». Σε μια καλή παραγωγή βέβαια, όπου η φωτογραφία υπογράμμισε αρκετά το ημίφως κι η σκηνογραφική διεύθυνση επέλεξε χώρους και ντεκόρ που να προυποθέτουν μια κάποια ατμόσφαιρα
Με άλλα λόγια, έχουμε ένα καλό υλικό «θέσεων» που δεν μετασχηματίζεται σε δράμα και δεν σε κερδίζει. Σε κερδίζουν, όμως, το επαναλαμβάνω και το τονίζω, τα ερωτήματα που θέτει.