Επιμένω στον όρο και στο είδος. Ο ελληνικός κινηματογράφος είχε τις «ταινίες υποκόσμου» κι είχε και τις «ταινίες καταγωγίων». Οι δεύτερες αφορούσαν περισσότερο σε γυναίκες. Οι πρώτες είχαν να κάνουν με το αντρικό στοιχείο.
Βεβαίως κι η άντληση ήλθε από το «noir”το γαλλικό κι από το γκανγκστερικό αμερικάνικο. Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης κάνει ταινία υποκόσμου. Οι άντρες από τον κόσμο της νύχτας είναι που κυριαρχούν στην υπόθεση κι οι άντρες αυτοί, μαζί με το γεγονός ότι εμπλέκονται σε σκοτεινές ιστορίες, έχουν όχι μόνο και κώδικα τιμής στις μεταξύ τους συνεννοήσεις και στα πάρε-δώσε αλλά είναι και πολύ ευάλωτοι όταν ερωτεύονται. Θα μου πείτε και ποιός δεν γίνεται ευάλωτος όταν ερωτευθεί..Στον άντρα , όμως, κάνει πιο δύσκολο, σύμφωνα με τα στερεότυπα, πόσο μάλλον στον άντρα της νύχτας, που είναι και κομματάκι πιο σκληρός από τον άντρα της ημέρας- μύθος κι αυτό βέβαια διότι στη σκληρότητα της νύχτας επαναλαμβάνω ότι υπάρχουν και κανόνες τιμής ενώ στης μέρας ..παίζεται..
Αυτό παρακολουθούμε στην ταινία «Οι αισθηματίες», ένα δράμα υποκόσμου για μένα, ένα ελληνικό noir για κάποιους άλλους, ένα μαθητή του Νικολαίδη για κάποιους τρίτους που αντι να μιλούν για έργα μιλούν για «δημιουργούς» και ψάχνουν αλλού την ευκολία…
Κι οι δύο βασικοί ήρωες είναι πρόσωπα της νύχτας, στη δούλεψη ενός φαινομενικά ευυπόληπτου κυρίου που είναι χωμένος σε σκατοδουλειές κι έχει τους δύο τύπους να του τακτοποιούν τις υποθέσεις με βάση τον… νυχτερινό κώδικα. Και κάνουν κι οι δύο νεαροί το ίδιο λάθος: ΕΡΩΤΕΥΟΝΤΑΙ. Ο ένας την κόρη του αφεντικού, ο άλλος μια πουτάνα. Κι εδώ υπόκοσμος, σκατοδουλειές, κώδικες τιμής και τα λοιπά έρχονται και στροβιλίζονται διότι ενέσκηψε ο έρωτας που δεν έπρεπε.
Ο Τριανταφυλλίδης δείχνει εδώ πως ξέρει και τη νύχτα και τους ανθρώπους της και μπορεί και τους ποτίζει με συναισθήματα. Συγχρόνως δείχνει ότι αγαπά το είδος κι ότι το έχει παρακολουθήσει. Και συγχρόνως από το σενάριο βγαίνει πολλή αγάπη προς τους ανθρώπους αυτούς και προς τα συναισθηματικά τους «ρίσκα» (για να το ελληνοποιήσω λιγουλάκι)
Οι όποιες επιρροές υπάρχουν είναι καλοδεχούμενες. Αλλωστε δεν υπάρχει άνθρωπος που ασχολείται με μία Τέχνη ή και με τα παραπλήσια της και δεν έχει υποστεί τις επιδράσεις του. Πως άλλωστε θα γινόταν; Στην περίπτωση της ταινίας του Τριανταφυλλίδη είναι περιττός ο όποιος λόγος γύρω από αυτό διότι δείχνει πως έχει αφομοιώσει πράγματα. Συνεπώς, τι ψάχνει ο καθένας να βρεί και τι νομίζει ότι βρήκε;
Το έργο σκηνοθετείται και με ρυθμό (στο μοντάζ ο Μαυροψαρίδης – συμβάλλει όπως πάντα)και με κατανόηση των χώρων και με αποτέλεσμα στη φωτογραφία(Γ.Κοτρώτσης) που μαζί με τις «σκοτεινιές» του είδους απεικονίζει και κάτι από «βρωμιά» του αντικειμένου. Όχι όμως μόνο στα νυχτερινά πλάνα είτε είναι εξωτερικά είτε εσωτερικά στα φτωχοκαμπαρέ που νυχτοπερπατεί αλλά και στα ημερήσια και στα εσωτερικά, στο κάτασπρο σαν μαυσωλείο σπίτι του «ευυπόληπτου» κυρίου, ο οποίος κινεί τα νήματα (σκηνογραφική διεύθυνση Κατερίνα Ζουράρη) .
Επίσης, τα έχει πάει εξαιρετικά με τους ηθοποιούς. Τον Δημήτρη Λάλο τον ήξερα από το θέατρο και χαίρομαι με το πέρασμα του και στο σινεμά όπου παίζει αληθινά τον ήρωα του. Τον Χάρη Φραγκούλη δεν τον γνώριζα, η φυσιογνωμία του «γράφει», κι οι δυό καταφέρνουν κι εκδηλώνουν τα βουβά συναισθήματα που απαιτούν οι ρόλοι τους.
Η Αθηνά Παππά δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο της παλιάς πουτάνας, και θα πω και για αυτήν, που το έχω πεί και για ένα ή δύο ακόμα ηθοποιούς άλλων ελληνικών ταινιών πως έτσι και λειτουργούν σωστά οι Ακαδημίες Κινηματογράφου στην Ελλάδα, η Αθηνά Παππά παίρνει πρώτη σειρά καλύτερης γυναίκας supporting για φέτος (βέβαια η ταινία κατατάσσεται στις περσινές…. αλλά το επίτευγμα είναι επίτευγμα- κι ο αποκλεισμός της ένα αληθινό «φάουλ»)). Δίνει μαγκιά, νυχτερινή σοφία αλλά κι ένα πασπάλισμα από μοιρολατρεία στην πουτάνα «της». Κι έχει και πολύ ωραία φωνή.
Το σπασμένο πρόσωπο του Τάκη Μόσχου όπως το κινηματογραφεί ο Τριανταφυλλίδης, μου θυμίζει κουβέντες του αείμνηστου Νικολαίδη όταν μου έλεγε για τον Μπέργκμαν ότι «μεταβάλει το πρόσωπο του ηθοποιού σε αποκλειστικό ντεκόρ της ταινίας». Αν την ίδια κουβέντα την είχε κάνει και στον Τριανταφυλλίδη μπορώ να μιλώ για καθαρή αφομοίωση, αν δεν πρόκειται για δική μου αυθαιρεσία.
Το τελευταίο κι εδώ μιλάμε για ΜΕΓΙΣΤΟ επίτευγμα, που είναι από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει στο πρόσφατο ελληνικό σινεμά, είναι η χρήση της μουσικής. Εδώ κατατίθεται μια άλλη γνώση με τις ασυνήθιστες επιλογές των τραγουδιών και με το δέσιμο τους άλλοτε με την εικόνα κι άλλοτε με την ίδια την πλοκή της ιστορίας. Κι η παρουσία του Λευτέρη Μυτιληναίου είναι ένα ευρηματάκι. (μουσική THEBOY)
Αν κι εδώ κάνει κάτι αυθαιρεσιούλες οΤριανταφυλλίδης, αν και που και πού παρατηρούνται κάποια σημεία που σαν να θέλει να αυθαδιάσει απέναντι σε κανόνες, «νόρμες» κλπ. Αυτό δεν είναι κακό εκ προοιμίου, αρκεί να μη «φαίνεται». Πιστεύω , θέλω να πιστεύω, ότι στην επόμενη ταινία θα μπορέσει να το έχει κι αυτό αφομοιώσει και να το εντάξει στη δική του σκηνοθετική υπογραφή. Το είδος του ταιριάζει και καλό είναι να επιμείνει σε αυτό.