Όταν λέμε «ήπιο» δεν μιλάμε για χαμηλούς τόνους ούτε για μισόλογα. Μιλάμε όμως για την αποθέωση της ωρίμανσης ενός πολιτικοποιημένου καλλιτέχνη. Κι η μεγάλη στιγμή έρχεται όταν ο καλλιτέχνης μπορεί και υποβάλει την ιδεολογία του κι όχι να την επιβάλει. Τότε δηλώνεται πως ωρίμασε.
Το ζητούμενο στην Τέχνη δεν είναι να κρίνουμε την ιδεολογία του καλλιτέχνη αλλά το πώς τη διαχειρίζεται καλλιτεχνικά, το πώς δηλαδή την κάνει με τους όρους της Τέχνης. Η ιδεολογία είναι κι αυτή δικαίωμα κι είναι κι αυτή ένα από τα απεριόριστα που δηλώνουν την ελευθερία της έκφρασης, την ελευθερία της ίδιας της Τέχνης. Κι ένα βασικό στοιχείο είναι η διαφορά του «υποβάλλω» από το «επιβάλλω». Είναι εκεί που η Τέχνη διαχωρίζεται από την μπροσούρα. Είναι εκεί που στον πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη μένει αιώνιος ο ποιητικός λόγος διότι αυτό που έκανε το έκανε με τους όρους της ποίησης.
Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είναι ένα τρανό παράδειγμα. Πως υπήρξε πάνω από όλα ποιητής. Αυτός είναι κι ο λόγος που ενώ το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, τον Μπρεχτ δεν τον πήρε μαζί του. Και δεν τον πήρε διότι στα έργα του χειρίζεται τις δικές του αλήθειες, τις ιδέες που πιστεύει, με τους όρους και τους κανόνες του θεάτρου. Ότι πάνω από όλα αυτό που κάνει είναι θέατρο. Δεν είναι συνθηματολογία, δεν είναι κήρυγμα.
Ο Αριστοφάνης, για να περάσουμε σε άλλο παράδειγμα παρεξήγησης των ημερών μας, είναι πάνω από όλα ποιητής. Δεν είναι επιθεωρησιογράφος, δεν είναι χρονογράφος, εμπνέεται από την πραγματικότητα των δικών του ημερών και κάνει τα δικά του παιχνιδίσματα και πειράγματα χρησιμοποιώντας τη βωμολοχία που στον καιρό του κιόλα δεν ήταν βωμολοχία μια κι αφενός δεν υπήρχε η χριστιανική ηθική κι αφετέρου δεν είχε ανακαλυφθεί το υπονοούμενο. Το ότι τον ανεβάζουν στις μέρες μα ως Δελφινάριο οι αν την επικράτεια περιοδεύοντες τηλεοπτικοί θίασοι είναι κι αυτό φαινόμενο της νεοελληνικής παρακμής που οδηγεί στην βράβευση Ρουβά ως ερμηνευτή αρχαίου δράματος.. Το ανέβασμα, πάντως, των κωμωδιών του Αριστοφάνη με τη λογική του επιθεωρησιακού μπουλουκιού και την εξάντληση κάθε φτηνής αναφοράς στην τρέχουσα επικαιρότητα είναι ανάλογο κακό της βράβευσης του Ρουβά- για να μην πω ότι την «προετοιμάζει»…
Η ποίηση λοιπόν είναι που κάνει τον Αριστοφάνη διαρκή κι Αθάνατο, η ποίηση είναι που δίνει στα έργα του αιώνια αξία.
Στο «Jimmy’shall» ο Κεν Λόουτς καταπιάνεται με την πολιτική έμμεσα. Δεν την έχει φάτσα κάρτα, μολονότι στο είδος αυτό, ως βαθιά πολιτικοποιημένος κι ανήσυχος, είχε φτάσει σε μια κορύφωση. Δεν του έφτανε κι αυτό τον τιμά. Εδώ πάει πολύ βαθιά. Δεν μιλά ευθέως για την Ιρλανδία του 1921 και για το άμεσο πρόβλημα, με τρόπο άμεσο. Αλλά πάει στο βαθύτερο, συντηρητικό καθεστώς, μέσα από μια ανθρώπινη ιστορία. Μέσα από την ιστορία ενός συγκεκριμένου ανθρώπου που πάνω του παίζεται η σύγκρουση Θρησκείας και Τέχνης κι είναι αυτή που οδηγεί και στην πολιτική σύγκρουση. Όχι για να εξηγήσει αυτό. Μα για να το υποβάλει. Σε πρώτο πλάνο είναι ο ήρωας του με τις ευαισθησίες του και τις ανησυχίες του.
Μήπως κι ο δικός μας ο Ρίτσος, ο Γιάννης Ρίτσος, κάτι τέτοιο δεν είναι; Υπάρχει πουθενά στον «Επιτάφιο» έστω και μια λέξη που να μιλά ευθέως για το πολιτικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται; Όχι, υπάρχει όμως ο σπαραγμός του γεγονότος που τον έχει κεντήσει σε σπαραγμό ο ίδιος ο ποιητής με τις λέξεις του.
Όταν βγήκα από την ταινία, τον Ρίτσο σκεφτόμουν. Και τους έβρισκα πολλά κοινά με τον Κεν Λόουτς ως προς το «Jimmy;shall»