Στην περίπτωση του έργου «ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ, ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ» που έλαχε να είναι και το «κύκνειο άσμα» του ΑΛΑΙΝ ΡΕΝΑΙ, δεν θα μιλούσα για «ΑΝΑΠΗΡΙΑ», αλλά δεν θα έλεγα ότι έχουμε μπροστά μας και κάτι σπουδαίο.
Όμως, επειδή το έργο , καλώς ή κακώς, απευθύνεται σε ένα μάλλον «ειδικό» κοινό , είναι αναπόφευκτη η αναφορά στο σύνολο του έργου αν και τη θεωρία δεν την ασπάζομαι. Για κανέναν. Διότι έτσι είναι σαν να κρίνουμε με δύο μέτρα και δύο σταθμά ή για να θυμηθούμε και το δημοτικό σχολείο ‘σαν να κάνουμε χατιράκια»
Ο Αλαίν Ρεναί ολοκλήρωσε τη διαδρομή του, έφυγε πλήρης ημερών, κι όπως όλοι οι σκηνοθέτες, είτε μεγάλοι είτε μεσαίοι είτε μικρότεροι, είτε «δημιουργοί» είτε κινηματογραφιτζήδες, άφησε πίσω του έργο που περιλαμβάνει και μεγάλα και μεσαία και χαμηλά έργα. Πώς να το κάνουμε.
Το τελευταίο του έργο δεν ανήκει στην καλύτερη παραγωγή του, όπως άλλωστε κι όλη η τελευταία περίοδος του. Κακά τα ψέματα, η μεγάλη περίοδος του Αλαίν Ρεναί είναι εκείνη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, η περίοδος δηλαδή που συνεργάστηκε με τους συγγραφείς του nouveau roman, του «νέου μυθιστορήματος» κι επί της ουσίας, αν θελήσουμε να αξιολογήσουμε το έργο του Ρεναί, θα ξεκινήσουμε από τα σενάρια. Τα σενάρια που έγραψε η γενιά εκείνη που συνδυάστηκε κινηματογραφικά με το «νέο κύμα» αν κι ο Ρεναί διαχώριζε τον εαυτό του από το σύνολο των σκηνοθετών της nouvelle vague και παραδέχτηκε πως εμπνεύστηκε από εκείνους τους συγγραφείς όπως ο ΑΛΑΙΝ ΡΟΜΠ ΓΚΡΙΓΙΕ («Πέρυσι στο Μαρίενμπατ») κι η ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ («Χιροσίμα αγάπη μου») αλλά κι ο ΧΟΡΧΕ ΣΕΜΠΡΟΥΝ («Ο πόλεμος τελείωσε»- το ρεαλιστικότερο όλων) όπου η παρεξηγήσιμη θεωρία του auteur τα παρέδωσε σε αυτόν ενώ ο Ρεναί ουδέποτε έγραψε ο ίδιος σενάρια. Τα περάσματα του χρόνου, τα μπερδέματα του χρόνου, οι μνήμες που επανέρχονται και όλα αυτά, ήταν στοιχεία εκείνων των συγγραφέων από τους οποίους εμπνεύστηκε ο Ρεναί, τα σενάρια εκείνων θέλησε να σκηνοθετήσει και κάπως έτσι οι θεωρητικοί τα μπέρδεψαν.
Από όταν ξέκοψε από εκείνο τον χώρο και στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, δεν ξανάκανε έργο τόσο σημαντικό με μόνη παρένθεση-εξαίρεση το «Ο ΘΕΙΟΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ» όπου το περιεχόμενο θύμιζε την εποχή του «νέου μυθιστορήματος» αν κι επρόκειτο για επιστημονική θεωρία.
Η περίοδος του η επόμενη με την οποία ασχολείται και με άλλα καλλιτεχνικά πεδία, τον ενδιαφέρουν κι η μουσική και τα χρώματα και το θέατρο και πειραματίζεται στο προσωπικό του ύφος με αυτά, εκεί μεγάλο έργο δεν έβγαλε. Η εκτίμηση προς το πρόσωπο του κι η παρακολούθηση της πορείας του από ένα κόσμο ειδικών, έκαναν σχεδόν απαραίτητη την αναφορά στα συμπαρομαρτούντα επειδή από μόνα τους τα έργα, κακά τα ψέματα, δεν έλεγαν πολλά πέραν των προσωπικών «πειραματισμών»
Το «ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ, ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ» βασίζεται σε έργο του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Αλαν Εικμπουρν, εκπρόσωπου του ποιοτικού βρετανικού μπουλβάρ και μάλιστα μετέφερε στην οθόνη τρία έργα του κι είναι απορίας άξιο πως από το nouveau roman βρέθηκε στον Εικμπουρν αλλά προφανώς τον εξυπηρετούσε στη διάθεση για δοκιμές στο ύφος, κυρίως στο ηθελημένα θεατρικό, όπως σε τούτη την ταινία, που όλο το στήσιμο και το στυλ είναι θεατρικό, τα ντεκόρ θεατρικής αντίληψης αλλά ο Ρενέ, φυσικά, ο οποίος υπήρξε στα νιάτα του και μοντέρ, άρα έχει κινηματογραφική αίσθηση των πραγμάτων, έτσι κι αλλιώς, το θεατρικό το κάνει με κοντινά πλάνα.
Βέβαια, αν δει κανείς τις ταινίες του ΤΖΟΡΤΖ ΚΙΟΥΚΟΡ, εφόσον θέλουμε να μιλάμε άφοβα κι αλίμονο μας αν δεν το κάνουμε, είναι ζητήματα λυμένα εδώ και 70 χρόνια, είτε δούμε τα «ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ», είτε τη μεταφορά στην οθόνη του «ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ ΧΘΕΣ» όπου δεν μετέφερε μόνο έργο αλλά και θεατρική πρωταγωνίστρια που ενέταξε πλήρως στο σινεμά με αποκορύφωμα το ρίσκο του «ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ» να κρατήσει τη θεατρική σύμβαση, ε, αν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με τον εαυτό μας και την Ιστορία, δεν έχουμε να πούμε και πολλά «ωσανά» ή να μιλήσουμε για επίτευγμα στο «Αγαπώντας, Πίνοντας,Τραγουδώντας». Αν, όμως φύγουμε από το έργο και πάμε στον auter-ισμό, καλό θα είναι να διαχωρίσουμε τις περιόδους του Αλαίν Ρενέ.
ΚΙ αν θελήσουμε να μείνουμε λίγο παραπάνω στο «δεύτερο καλλιτεχνικό γάμο του» με τους συγγραφείς του «μπουλβάρ», προπάντων στον Εικμπουρν θα συμπεράνουμε ότι βρήκε σε αυτόν κάτι, είτε την τελειότητα της σύμβασης είτε τα ζευγάρια που ανακατεύονται σε ιστορίες ομαδικής απιστίας και θα κλείσουμε με το ότι –κι αυτό είναι που τιμά τον Ρενέ!- ότι τους βουλεβαρδιέρους συγγραφείς (κι όχι μόνο τον Εικμπουρν αλλά και τον Μπερνστάιν, του γαλλικού δραματικού βουλεβάρτου που εδώ τον έπαιζε η Μαρίκα Κοτοπούλη!- φανταστείτε) του ενέταξε στις φόρμες των πειραματισμών του και δεν πήγε απλώς να μεταφέρει στην οθόνη τα θεατρικά τους. Στο σημείο αυτό υπογράφει ανεξίτηλα τον εαυτό του ως auteur. Η καλή ταινία, ή μάλλον η ολοκληρωμένη ταινία, είναι μία άλλη υπόθεση….. Εντελώς διαφορετική από την ολοκληρωμένη πρόθεση