Η συγκεκριμένη «Γκρέις» είναι ένα biopic, μια κινηματογραφική βιογραφία, περιορισμένης έκτασης. Διεθνής συμπαραγωγή, για την Γκρέiς Κέλι, την ανέλαβε Γάλλος σκηνοθέτης , ο Ολιβιέ Νταάς, που είχε στο ενεργητικό του μια πετυχημένη βιογραφία, της Εντίθ Πιάφ στο «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» όπου αναδείχτηκε σε πρωταγωνίστρια ολκής κι εκτοξεύτηκε στα ουράνια κι έφτασε ως την κατάκτηση του Οσκαρ η Μαριόν Κοτιγιάρ.
Η «Γκρέις» δεν τα κατάφερε. Παρόλο ότι είναι μια ταινία που παρακολουθείται πολύ ευχάριστα.
Θα έλεγα μάλιστα ότι παρακολουθείται πιο ευχάριστα από όσο θα περίμενε κανείς με τα τόσα που είχε ακούσει. Κι επίσης , την κάνει ακόμα πιο ευχάριστη η συμβολή της Νικόλ Κίντμαν όχι επειδή γίνεται Γκρέις αλλά επειδή επιχειρεί να την προσεγγίσει ως ηθοποιός, να της ερμηνεύσει συναισθήματα. Κι όχι να ντυθεί «αποκριάτικα» ως Γκρέις Κέλι.
Δεν κρύβω τις δικές μου ανησυχίες πριν δω την ταινία, επειδή η Νικόλ Κίντμαν εν γένει έχει πλασαριστεί στο παρελθόν ως ‘διάδοχος της Γκρέις Κέλι» και κάτι τέτοιοι παραλληλισμοί μου προκαλούν γέλια συνήθως. Η ίδια δεν ήταν αμέτοχη όλα αυτά τα χρόνια σε τούτο το publicity, οπότε , όταν ακόμα πληροφορήθηκα ότι θα κάνουν ταινία τη ζωή της και θα παίξει η Κίντμαν, κυριεύτηκα από προκαταλήψεις- για μια ακόμα φορά ΚΑΚΩΣ!
Κι ευτυχώς οι συγκεκριμένοι φόβοι όχι μόνο δεν επαληθεύτηκαν αλλά διαπίστωσα και την προσέγγιση που ανέφερα.
Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, υπάρχει η σκηνή όπου η Κίντμαν ΗΤΤΑΤΑΙ κατά κράτος από την μακαρίτισσα, στη σκηνή που εμφανίζεται στην κορυφή της σκάλας , με την εσθήτα, την τιάρα , τα κοσμήματα των Γκριμάλντι κι όλα τα σχετικά για τη μεγάλη βραδιά της Ιστορίας της ως αποφασισμένης Πριγκίπισσας του Μονακό (που είναι κι η μεγάλη σκηνή της ταινίας) στη βραδιά της Φιλανθρωπικής Γιορτής του Ερυθρού Σταυρού που μεταξύ άλλων έχει να σαγηνεύσει και τον εχθρό του Μονακό ΣΑΡΛ ΝΤΕ ΓΚΩΛ της Γαλλίας, κι εκεί βλέπεις πως η Κίντμαν ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΕΙ. Δεν έχει τίποτε το πριγκιπικό πάνω της, ούτε το σταριλίδικο της χρυσής εποχής. Εχει της σημερινής. Το οποίο δεν γεννά Γκρέις Κέλι, γεννά Νικόλ Κίντμαν.
Όμως, επαναλαμβάνω, ότι την παίζει καλά, επιχειρώντας να ερμηνεύσει τα συναισθήματα της και μάλλον να πάρει κάτι από τη λάμψη της Γκρέις παρά να δώσει κάτι από τη δική της τη λειψή.
Ως ταινία, είναι επίσης καλύτερη από εκείνα που είχαμε διαβάσει, κυρίως από τις Κάνες, διότι , κι ως βιογραφία επιχειρήθηκε διαφορετικά.
Σε αντίθεση , με τη βιογραφία της Πιάφ που βλέπαμε τη ζωή της σχεδόν ολόκληρη, οπότε κι η Πιάφ δι αυτού του τρόπου γινόταν ρόλος ακέραιος διότι διέθετε και πολλά κεφάλαια ώστε να γραφτεί δραματικό σενάριο και να γίνει ελκυστικό, εδώ πάρθηκε άλλη απόφαση. Η οποία εν πρώτοις είναι έξυπνη και ως ένα βαθμό σωστή: Η δραματοποίηση ενός συγκεκριμένου κομματιού από τη ζωή της Αμερικανίδας σταρ που έγινε δοξασμένη Πριγκίπισσα του Μονακό. Το κομμάτι αυτό αφορά στη διετία 1961-63 κι είναι αυτό στο οποίο αφενός το Μονακό αντιμετωπίζει κίνδυνο κατάρρευσης και προσάρτησης από τη Γαλλία ενώ παράλληλα η Γκρέις δέχεται την πρόταση του Αλφρεντ Χίτσκοκ να επανεμφανιστεί στο σινεμά, για να κάνει την «Μάρνι».
Τα γεγονότα αυτά είναι υπαρκτά και συνδέονται πράγματι. Και είναι μια καθοριστική στιγμή για την Γκρέις Κέλι που πρέπει να πάρει τις οριστικές αποφάσεις της, τις οποίες, όπως βλέπουμε, δεν τις είχε πάρει ξεκάθαρα από το 1956 όταν έγινε ο γάμος.
Ως κομμάτι , λοιπόν, της ζωής της, έστω και καθοριστικό, είναι ωραία δουλεμένο, διαθέτει πλοκή και παρασκήνιο, ακόμα και κατασκοπική ίντριγκα διότι υπάρχει πράκτορας μέσα στο Παλάτι, που δουλεύει για λογαριασμό των Γάλλων κι ο εν λόγω πράκτορας προέρχεται από την ίδια την πριγκιπική οικογένεια, που στοχεύει σε ανατροπή του Ρενιέ και για αυτά θα φροντίσει ο Ντε Γκώλ…
Οπότε, ο θεατής δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να μην περνά καλά βλέποντας την ταινία, να μην μπαίνει στο κλίμα της, να μην κατανοεί την Γκρέις του ΣΕΝΑΡΙΟΥ (τονίζω ΤΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ διότι αυτήν βλέπουμε σε δραματοποιημένη εκδοχή κι όχι την πραγματική), να μην αισθάνεται ικανοποίηση της κουτσομπολίστικης περιέργειας του για το τι γινόταν στον Οίκο των Γκριμάλντι. Ναι, δεν είπαμε ότι αποκομίζει κάτι πνευματικότερο, την περιέργεια του ικανοποιεί, όπως συμβαίνει συνήθως στα έργα πλοκής.
Τι συμβαίνει όμως και στο τέλος, ενώ έχει περάσει καλά στη διάρκεια του, καθώς η υπόθεση εξελισσόταν, να μην νιώθει την απόλυτη ικανοποίηση όταν τελειώνει; Τι να είναι αυτό; Η απάντηση έρχεται με κάποια περίσκεψη: Ναι μεν καλογραμμένο το επεισόδιο αλλά δεν γεμίζει από ΓΚΡΕΙΣ ΚΕΛΙ, ο θεατής δεν αισθάνεται ότι το έργο ολοκληρώθηκε επειδή το Μονακό κέρδισε την αυτονομία του (που κι αυτό το σημείο δεν τίθεται ξεκάθαρα γύρω από το «πως») κι η υπόλοιπη Γκρέις, του από εκεί και μετά, δεν δείχνεται, δεν φτάνει ως τον θάνατο της, δεν ικανοποιεί του κοινού αυτή την περιέργεια.
Βεβαίως κι έχουμε πει και θα το λέμε πάντα ότι στο σινεμά πάμε για να δούμε το έργο του σεναριογράφου, του σκηνοθέτη και του παραγωγού κι όχι αυτό που θα θέλαμε εμείς. Όταν όμως αυτό που έκαναν εκείνοι μας φαίνεται «ελλιποβαρές» ; Πάντως, μέχρι να τα σκεφτούμε αυτά, καλά περνάγαμε ……..