Διότι είναι αυτή η κατηγορία στην οποία εντρυφούν οι σεναριογράφοι, οι οποίοι βλέπουνε ένα θέμα επινοημένο που μπορεί να βγαίνει κι από αληθινό περιστατικό, βλέπουν ένα γράψιμο που κάνει ίσως κάπως ιδιαίτερο, ή κάτι με το οποίο δεν έχει καταπιαστεί κανείς, και το υποδεικνύουν.
Όμως, δεν βγάζουν υποχρεωτικά όλα αυτά τα σενάρια και μια πολύ δυνατή ταινία, παρόλο ότι είμαι του σεναρίου οπαδός και παρόλο ότι θεωρώ πως το σενάριο εξασφαλίζει το 70 ο/ο μιάς ταινίας. Ναι, το εξασφαλίζει κι αν αυτή τη στιγμή καθόμαστε και μιλάμε για τις «ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ» οφείλεται ακριβώς στο σενάριο. Ελα, όμως, που χρειάζεται και σκηνοθεσία ώστε να μιλήσουμε και για ολοκληρωμένη ταινία. Κι όχι μόνο για ολοκληρωμένο σενάριο.
Ο ΜΑΙΚ ΜΙΛΣ είναι ΚΑΙ σεναριογράφος αλλά ΚΑΙ σκηνοθέτης αυτού του φιλμ. Ισως στο μέλλον εξελιχθεί και προς τις δύο κατευθύνσεις με αφορμή που θα του δώσει ένα προσεχές έργο του, όπως συνέβη φέτος με τον Κένεθ Λόνεργκαν με το «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα». Για την ώρα, τουλάχιστον όπως δείχνει το «Καταπληκτικές γυναίκες» είναι μόνο σεναριογράφος, η σκηνοθετική του πλευρά μένει ακάλυπτη ή έστω συγκριτικά ατροφική. Παρόλο ότι έτσι όπως βλέπει κανείς την ταινία, με κάτι μοντερνιές στη γραφή, με κάποια σύντομα πλάνα , με κάποια απροσδόκητα κοψίματα στο διάλογο και μπερδεύοντας τις έννοιες, θα νομίσει ότι αυτό είναι σκηνοθεσία κι ότι απλώς το έργο δεν είναι καλό. Όχι, το έργο θα μπορούσε να είναι καλό, αν το είχε αναλάβει φερειπείν ένας Σαμ Μέντες. Και του είχε δώσει «χρώμα», στυλ, ζωηράδα, αισθητική πρόταση, προπάντων να του είχε τονίσει την εποχή και οι άνθρωποι να έβγαιναν μέσα από την εποχή που διαδραματίζεται το έργο, μέσα από την εποχή στην οποία θέλει να κάνει homage , το έργο. Στο σενάριο την κάνει. Η εποχή είναι το 1979 και προχωράμε κι έχουμε ενώπιον μας μια πολύ ιδιαίτερη οικογένεια σε μια Καλιφόρνια ανήσυχη με καινούργια πράγματα να γεννιούνται κι οι πολύ ιδιαίτεροι άνθρωποι του σεναρίου να πηγαινοέρχονται σαν κύματα σε αυτές τις αλλαγές των καιρών και των νοοτροπιών.
Η μητέρα γίνεται το κεντρικό πρόσωπο παρόλο ότι κεντρικός ήρωας είναι όλη η ομάδα, δεν είναι η ιστορία της μητέρας που την παίζει η ΑΝΕΤ ΜΠΕΝΙΝΓΚ αλλά η ιστορία του συγκεκριμένου γκρουπ. Επί τη ευκαιρία να πω ότι αν και δεν είμαι θαυμαστής της Ανέτ ΜΠένινγκ πλην «American beauty» που θεωρώ ότι εκεί κάνει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, γενικώς μου είναι κάπως άτονη ως ηθοποιός και κυρίως δεν έχει λάμψη ως πρωταγωνίστρια. Την έχω δει και στο θέατρο να υποπαίζει τόσο πολύ τον Τσέχωφ (στο «Βυσσινόκηπο») δίκην ρεαλισμού που είχα πλήξει από την ατονία. Εντούτοις εδώ την βρήκα σε καλή στιγμή και θα τολμούσα να πω ότι είναι κι από τα καλύτερα στοιχεία της ταινίας , αν απομακρυνθούμε από το σενάριο και ψάξουμε και για τίποτε κινηματογραφικές αρετές. Βεβαίως κι ο ρόλος στο σενάριο επιστρέφει, διότι από εκεί τον γέννησε η μάνα του αλλά κι η Μπένινγκ έχει αρπάξει κάποιες ευκαιρίες και τη σκέφτεσαι ότι θα ήταν μια από τις ΕΠΙΛΑΧΟΥΣΕΣ της οσκαρικής πεντάδας- μέχρι εκεί. Κάπως έτσι έκανα και τους συνειρμούς περί Σαμ Μέντες , στο να σκηνοθετούσε την Ανέτ Μπένινγκ 17 χρόνια μετά, σε μια άλλη ηλικία και κοινωνική κατάσταση, σε ένα άλλο «προαστιακό» πλαίσιο, αν κι η Σάντα Μπάρμπαρα μόνο προάστιο δεν είναι, έχει ωστόσο τη νοοτροπία… Όπως γενικά θα αναφερθώ καλά σε όλους τους ηθοποιούς, δεν γράφω ένα-ένα τα ονόματα διότι όλοι παίζουν καλά αλλά και κανείς δεν ξεχωρίζει ώστε να ανταποκρίνεται σε μια ειδική μνεία, τουλάχιστον δική μου, κάποιος που να καρφώνεται στο μυαλό, πχ ένας σαν και τον πιτσιρικά τον Λούκας Χέτζες στο «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα».
Κοντολογίς, από την ταινία μένουν οι άνθρωποι με τις προσωπικές τους σχέσεις και τις προσπάθειες που καταβάλουν, η εποχή όμως, όσο κι αν αναφέρεται στο σενάριο είτε ως πλαίσιο είτε ως επίδραση στα πρόσωπα, δεν ζωντανεύει ανάγλυφα στην εικόνα, σαν να μένει εκτός.
Ο ρυθμός είναι καθαρά σεναριακός, το σενάριο έχει γραφτεί με τη λογική του μοντάζ, αλλά ακόμα το σκηνοθετικό δεν του έχει ωριμάσει του Μαικ Μιλς ώστε να ακολουθήσει κι η ταινία ολόκληρη τον ρυθμό, τον εσωτερικό ρυθμό, του σεναρίου.