Εννοώ την ήττα της «Μαχαιριάς». Οπου εκεί έδειξε ότι δεν είναι «μεγάλος» σκηνοθέτης με την έννοια του πλάτους Και του μεγέθους κι ότι δεν μπορεί σκηνοθετικά να διαχειριστεί ένα «έπος». Η εξαίρεση ήταν η σκηνή με τον κινητό κινηματογράφο στον καταυλισμό των προσφύγων όπου ο ήρωας έβλεπε πρώτη φορά σινεμά και Τσάρλυ Τσάπλιν. ΑΥΤΟ είναι ο Φατίχ!. Ολο το υπόλοιπο ήταν αδιαχείριστο.
ΚΙ επιστρέφει, με ένα έργο, μικρού μεγέθους αλλά που είναι… Φατίχ!
Διότι ο ΦΑΤΙΧ ΑΚΙΝ είναι καλλιτέχνης με προσωπικότητα, είναι σεναριογράφος- σκηνοθέτης, και συμβάλλει πάντα στο σενάριο ακόμα κι όταν προέρχεται το υλικό από άλλη πηγή όπως σε τούτο το φιλμ. Εξού και δεν τον «παίζουν» τα Φεστιβάλ κι οι λοιποί μηχανισμοί που φτιάχνουν «πρόσωπα», που φτιάχνουν auteurs, διότι ο Φατίχ κάνει έργα, είναι storyteller, είναι «παραμυθάς», έχει ιστορίες να αφηγηθεί, και δεν είναι κομμένος και ραμμένος για auteur, όπως το εννοούν «εκείνοι».. Εξού και δεν προβάλλουν τα «ιερατεία» τον Φατίχ αλλά τον Τσευλάν- φερειπείν (μιλώντας για Τούρκους).
Ωστόσο ο Φατίχ Ακίν δεν είναι ακριβώς «Τούρκος», είναι Τούρκος της Γερμανίας. Και σε τούτο το φιλμ με το οποίο ξανασηκώνει κεφάλι έρχεται με νέο status, δεν φέρνει μαζί του Τουρκία ή Ανατολή αλλά αυτή τη φορά φέρνει «Γερμανία».
Κι αφηγείται, βασισμένος σε νουβέλα, μια ιστορία στη σημερινή Γερμανία, με παιδιά σημερινά, νεολαία, σε καταστάσεις νεολαιίστικες , με το χιούμορ των παιδιών αυτής της ηλικίας- στην εφηβεία βρίσκονται οι ήρωες-,με την άγνοια του κινδύνου με τις ευαισθησίες αυτής της ηλικίας για την «χυλόπιτα» και πάνω από όλα με τη διάθεση για απόδραση, όταν δεν σε χωρά ο τόπος. Ακόμα κι όταν το σπίτι διαθέτει πισίνα κι άνετο περιβάλλον, με το δικό του χώρο ο πιτσιρικάς, με όλα τα ηλεκτρονικά «σέα και μέα» αλλά ο μπαμπάς τον παραμελεί και γκομενιάζει κι η μαμά πίνει.
Αν ήθελαν να του εναντιωθούν οι «φωστήρες», όπως κάνουν με κανένα αμερικάνικο που πάει για Οσκαρ, θα το «γελοιοποιούσαν» λέγοντας «σιγά το πρόβλημα, μέσα στα πλούτη είναι, δεν έχει κοινωνική συνείδηση το έργο, λες και στα 14 θέλει κανείς να κάνει κολλητή παρέα με τον μπαμπά του κλπ».
Δεν ξέρω κι αν το είπαν, ίσως και να το είπαν κάποιοι αλλά το έργο έχει να κάνει με αυτή την ηλικία.
Κι ο 14χρονος ήρωας, που είναι συνεσταλμένος, που δεν μπορεί να εξομολογηθεί στη συμμαθήτρια που του αρέσει τον έρωτα του διότι φοβάται μήπως και τον απορρίψει η μικρά, βρίσκει τον φίλο-φύλακα άγγελο, τον Τσινγκ του γερμανικού τίτλου, ένα τύπο, στην ίδια ηλικία, εντελώς αντίθετο, που δεν φοβάται κανένα, που στο μπούλινγκ ξέρει να απαντά με δικό του τρόπο, που είναι τολμηρός, που είναι και μυστηριώδης, που τον βλέπουν οι άλλοι με καχυποψία επειδή είναι Ρώσσος και με σχιστομάτικα χαρακτηριστικά κλπ, κλπ και κάποια ώρα, παίρνουν τη μεγάλη απόφαση: Να «κλέψουν» ένα αυτοκίνητο και να την «κάνουν». Βόλτα με κλεμμένο αμάξι. Για να έχουν κι οι κριτικοί να λένε για roadmovie.
Μόνο που ο Φατίχ Ακίν κάνει ένα έργο πάνω στην ανακάλυψη της φιλίας, στην ανακάλυψη του εαυτού (αν κι είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ολοκλήρωση στα 14 χρόνια), στην περιπέτεια, στην επάνοδο αλλά και στην αποδοχή της αλλαγής των δεδομένων μετά από μια περιπέτεια. Κι έχει κι ηθική βάση, περνά και ήθος μέσα από τους νεαρούς χαρακτήρες, πάνω στην εκτίμηση της φιλίας και στην απόρριψη της προδοσίας.
Επιπλέον του γούσταρα πολύ το ότι (προφανώς τα στοιχεία τα αντλεί κι από το βιβλίο) ότι οι πιτσιρικάδες του mιλούν σαν σημερινά παιδιά, λένε δικές τους ατάκες, έχουν δικά τους πρότυπα και πάνω σε αυτό έχει κεντήσει.
Κι ένα άλλο που του γούσταρα ακόμα περισσότερο είναι μέσα στο σενάριο η τιμητική αναφορά στο φιλμ του Βερχόφεν «Στρατιώτες του Σύμπαντος», ένα έργο που το έχουν λοιδορήσει οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι κι ο Φατίχ (ίσως μέσα από το βιβλίο;- τι σημασία έχει…) όχι μόνο το βάζει μέσα στο σενάριο ως έργο που έχει να πει κάτι σε αυτές τις ηλικίες μα γράφει κι ολόκληρη σκηνή γύρω από αυτό. Και τι σκηνή! Μια υπερ-ρομαντική (όχι ερωτική!-μην τα μπερδεύουμε) σκηνή, με τους δύο φίλους να διανυκτερεύουν στο ύπαιθρο, να κοιτάζουν τον έναστρο ουρανό κι οι αναφορές να είναι πάνω στους «στρατιώτες του Σύμπαντος» και σε εκείνα τα «έντομα»… ανακαλύπτει και δίνει ποιητική διάσταση- θα ήθελα να ήμουν από μια μεριά να έβλεπα την αντίδραση, την συγκινημένη αντίδραση, του ίδιου του Βερχόφεν που ο Φατίχ Ακίν έπιασε αυτό που ακριβώς είναι κι ο Βερχόφεν.
Η ταινία κυλά με ένα θαυμάσιο ρυθμό, στο τέλος μόνο μας αφήνει με μια αίσθηση σεναριακού αδιεξόδου και βιαστικού κλεισίματος ΑΛΛΑ’… αλλά… μας αφήνει και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: Ότι μέσα του, μέσα στον Φατίχ Ακίν, σε τούτο το έργο σαν να κοιμάται ένας Τρυφφώ…
Ο Φατίχ Ακίν καταθέτει την πραγματική του εδώ καλλιτεχνική ταυτότητα που είναι του ικανού κι ευαίσθητου αφηγητή ιστοριών κι όχι του κολλημένου στο «εθνικ» από το οποίο, δείχνει να αποδεσμεύεται- κάτι που έχει δοκιμάσει, ίσως πιο δειλά, και στο «Soul Kitchen».
Τα παιδιά που έχει επιλέξει, αγόρια και κορίτσια, είναι ό,τι πρέπει, το ίδιο κι οι ηθοποιοί που πλαισιώνουν με μικρούς ρόλους.
Κι η φωτογραφία, τόσο ως κάμερα όσο κι ως φως, είναι διαφορετική από τα άλλα του, είναι πιο «φωτεινή» ακόμα ,κι όταν το τοπίο είναι συννεφιασμένο ενώ το μοντάζ ακολουθεί το σενάριο που τρέχει σαν νεράκι ακόμα κι όταν περνά από στατικές καταστάσεις. Κι η μουσική επιλογή έχει αυτό το «up» της ηλικίας των ηρώων.