Α, είναι πολύ όμορφη ταινία. Να ξεκινήσω απότομα κι απευθείας από αυτό. Παρακολουθείτε μονορούφι, αναδύει γλύκες και συναισθήματα, όλα συμβαίνουν με την ψευδαίσθηση της ταχύτητας, χάσματα δεν παρατηρούνται αλλά ξαφνιάζονται κάπου οι θαυμαστές που έχουν μάθει να θεωρούν το ονοματεπώνυμο Τιμ Μπάρτον συνώνυμο ενός συγκεκριμένου πράγματος, πού, όμως, έχει «στομώσει» εδώ και χρόνια κι οι τελευταίες του ταινίες δεν άρεσαν ούτε στους «πιστούς» (;) θαυμαστές. Είτε αυτοί ήταν κοινό είτε κριτικοί. Διότι, κατά τα ψέματα, ο «πιστός» θαυμαστής μπορεί να κάνει μεγάλο κακό στο ίνδαλμα του, αν το ίνδαλμα επαναπαυθεί στις δάφνες αυτής της κολακείας. Αιχμαλωτίζεται κι άντε μετά να βρει άκρη.
Καλύτερα από όλους το κατάλαβε ο ίδιος ο Τιμ Μάρτον, τουλάχιστον αυτό δείχνει με τούτη την ταινία , πως η αναπαλαίωση ενός πράγματος δεν οδηγεί πουθενά. Πως ό, τι είχε να δώσει με εκείνα τα γκροτέσκα παραμύθια, το έδωσε. Στα τελευταία έργα, βαριόμασταν θανάσιμα.
Το κατάλαβε λοιπόν κι άλλαξε θέμα. ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΙΜΑ. Τον τιμά όμως ακόμα περισσότερο ότι κράτησε την υπογραφή! Η ταινία, κι όπως μάλιστα ξεκινά, είναι Τιμ Μπάρτον 100 ο/ο. Στο πρώτο πλάνο νομίζουμε μάλιστα ότι βρισκόμαστε στη γειτονιά του Ψαλιδοχέρη. Μα κι όταν μεταφερόμαστε στο Σαν Φραντσίσκο, στο αμέσως επόμενο καρέ, η ατμόσφαιρα παραμένει Τιμ Μπάρτον. Και μένει μέχρι τέλους. Τα χτυπητά χρώματα, η γκροτεσκοποίηση των χώρων, η σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών να παίξουν τους ρόλους σε τόνους ανάλαφρους και παιχνιδιάρικους, σαν να έπαιζαν σε μια από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, κι όχι στο…. «Νύχτες με τον εχθρό μου», το δηλώνει ξεκάθαρα.
Ω, ναι… Η υπόθεση του έργου είναι μια ιστορία απάτης κι εξαπάτησης, προπαντός συζυγικής, και δεν φτάνει μόνο αυτό αλλά βασίζεται από πάνω και σε αληθινό γεγονός. Με ηρωίδα μια ζωγράφο, καταπιεσμένη από τα γεννοφάσκια της, που ο επίσης ζωγράφος δεύτερος σύζυγος, της υπέκλεψε τα έργα, μανιπουλάροντας την και φοβίζοντας την , ώσπου κάποτε έφτασε εκείνη στο «αμήν», σήκωσε ψηλά τη σημαία της ανταρσίας, είπε το «ως εδώ και μη παρέκει» και του έστειλε δικαστικά χαμπαράκια, όχι μόνο διαζυγίου αλλά και ξεσκεπάσματος της απάτης του με θύμα εκείνη.
ΚΙ όμως, όλα αυτά είναι ταινία Τιμ Μπάρτον. Με κομμώσεις και ρούχα «Ψαλιδοχέρη» , που δικαιολογεί πλήρως η εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, από το 1958 ως περίπου τα τέλη της δεκαετίας του ’60, συνεπώς επιτρέπει στην ενδυματολόγο Κολίν Ατγουντ και στον υπεύθυνο σκηνογραφίας Ρίκ Χάινριχ που του είχε φτιάξει εκείνο το αμίμητο δάσος στο «Μύθο του ακέφαλου καβαλάρη» κι είχε πάρει το Οσκαρ σκηνικών, να στήσουν ατόφια την αισθητική και την όψη – που σημαίνει ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ- Τιμ Μπάρον και συγχρόνως ο σκηνοθέτης να εφαρμόσει σε ζωντανούς ανθρώπους κι όχι σε χάρτινα δημιουργήματα ή σε χαλκομανίες, τις καλλιτεχνικές θεωρίες του. Είναι τίγκα στα κοντινά πλάνα. Αυτή τη σκηνοθεσία έχει επιλέξει. Κι οι ηθοποιοί ξαφνιάζουν με τους τόνους στους οποίους κατέληξαν για να ανταποκριθούν σε τούτη τη σκηνοθετική καθοδήγηση. Περισσότερο φαίνεται στον Κριστόφ Ουόλτς, ο οποίος εξακολουθεί να μας ξαφνιάζει με το πάντα απρόβλεπτο παίξιμο του, τις απρόβλεπτες επινοήσεις του, αν κι εδώ κάποιοι θα ξαφνιαστούν και με τους υπερτονισμούς του. Ενας ερμηνευτικός τρόπος να υποδείξεις τον κακό του έργου με γκροτέσκα προσέγγιση- εντελώς διαφορετικός τρόπος από το ανάλογο αλλά και διαφορετικό «Αδοξοι μπάσταρδοι» του Ταραντίνο που μας τον αποκάλυψε. Η Ειμυ Ανταμς επίσης παίζει ,σαν να πρόκειται για παραμύθι, την ηρωίδα της που είναι μια αφελής στην αρχή κι απελπισμένη γυναίκα στη συνέχεια, μα την παίζει σαν ηρωίδα παραμυθιού μιάς οποιασδήποτε άλλης ταινίας του Τιμ Μπάρτον. Την κρατεί σε όλο το έργο ως χαρακτήρα, εξαντλεί κάθε απόχρωση που της επιτρέπει η κρυστάλλινη φωνή της και ειλικρινά λυπάμαι τους Ευρωπαίους θεατές που θα τη δουν ντουμπλαρισμένη με τη φωνή κάποιας ντόπιας και δεν θα καταλάβουν πλήρως το επίτευγμα της παρόλο ότι κάνει την ανάλογη δουλειά και στην έκφραση .
Για τη μουσική του Ντάνι Ελφμαν δεν ξαφνιαζόμαστε που είναι τόσο ταιριαστή για μια ακόμα φορά με την σκηνοθεσία του Τιμ Μπάρτον.
Πάντως, μου έκανε ξεχωριστή εντύπωση ότι σε ταινία του Τιμ Μπάρτον κι όχι κάποιου σεναριομανούς του ρεαλισμού, οι θεατές σχολίαζαν κατά την έξοδο από την αίθουσα τα περί ανθρώπινης καταπίεσης, πως όλα ξεκινούν από την οικογένεια, πως ο άνθρωπος αντιδρά μόλις αρχίσει να πιστεύει στον εαυτό του, πως η ζωή είναι γεμάτη τέτοια περιστατικά πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα κλειστά παράθυρα των σπιτιών, πως οι οικογένειες είναι εκείνες οι οποίες αναθρέφουν ευάλωτα άτομα κλπ, κλπ
Μου έκανε εντύπωση. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για έργο που δεν χορταίνεις να το βλέπεις και το οποίο κυλά σαν το νεράκι